Άρθρα

Ιn memoriam – Επιφάνειος: Εκοιμήθη ο Αγιορείτης Θησαυρός

Tου Κυριάκου Παπαγεωργίου

Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι από την επικήδεια αναφορά μου στον γέροντα Ιωαννίκιο, τον αντάρτη μοναχό της Ραβδούχου του Κουτλουμουσίου – και αστραπιαία έπεσε ο κεραυνός της κοίμησης της άλλης μεγάλης αγιορείτικης ψυχής, του πατέρα Επιφάνειου, «φίλου»« και συγγενή εξ απορρήτων.
Η φιλία μου με τον Επιφάνειο κρατάει από το 1998, όταν τον γνώρισα στη Μεγίστη Λαύρα, ως δικηγόρος της Μονής ύστερα από μια ολονύχτια διαβούλευση και με προσκάλεσε στο Μετόχι του, τον Άγιο Ευστάθιο του Μυλοποτάμου.
*
Ήταν Αύγουστος του 1998. Η Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους με είχε καλέσει για ένα νομικό θέμα που είχε προκύψει στο νησί της Σκοπέλου.
Έφτασα αργά το απόγεμα. Μου παραχώρησαν ένα μοναχικό κελί κι ύστερα συζητήσαμε θέματα της Μονής.
Μετά το τέλος της συζήτησης παρακολούθησα όλες τις μυσταγωγικές λειτουργίες που κράτησαν με διαλείμματα ως τα χαράματα.
Ξέπνοος έπεσα να κοιμηθώ γύρω στις έξι, την ώρα που τ’ αηδόνια της Μονής και της ιεράς φύσης άρχιζαν τον χορό τους, τον μελίφθογγο, στον άγιο ετούτο τόπο.
Δε βάσταξα να σφραγίσω τα εξασθενημένα μου βλέφαρα και πετάχτηκα επάνω. Από την κάμαρά μου – ένα εξαίσιο κελί που μου είχαν παραχωρήσει για εκείνο το βράδυ – «ακούστηκε η ρόδα του ήλιου/ όπως το σώσον απ’ τα Μοναστήρια/ κατατρώγοντας τη φθορά».

Βγήκα στο αίθριο της Μονής, αλλά από εκεί δεν έβλεπα τίποτε. Ξαναγύρισα στο «κελί» μου και κοινώνησα των μυστηρίων της αληθινής Φύσης και του Χρέους μου απέναντι στον «Ορθό Λόγο».
Ξημερώνοντας για τα καλά κι αφού «πήρα» την ευλογία των αγίων Πατέρων αναχώρησα, περπατώντας, με βόρεια κατεύθυνση και προορισμό το Κελί του Μυλοποτάμου, όπου είχε στεγασμένο τον επί γης παράδεισό του ο πατέρας Επιφάνειος, διεθνώς γνωστός οινολάτρης, και γευσιγνώστης του Αγίου Όρους.
*
Ο Επιφάνειος δεν είναι μοναχός με τον ορισμό που δίνουν στην ιδιότητα του φευγάτου από τα εγκόσμια καλόγερου, που αποφεύγει συναναστροφές και πράγματα συνυφασμένα με τη φύση του ανθρώπου.
Ο Επιφάνειος είναι ένας κοσμικός, τρόπος του λέγειν, ερημίτης. Ένας ζηλωτής του απόλυτου Είναι. Οινολόγος, θεοφόρος αμπελιών.
Σταλμένος από μια θεία τύχη στο Όρος, σε τούτη την ανεμοδαρμένη ντάπια, ήρθε κι ανάστησε τον τόπο κι όλες τις μυστικές κι απόκρυφες δυνάμεις του ενεργού ανθρώπου.
Φρόντισε τα κελιά, το μικρό καθολικό, στύλωσε τον πύργο και τον έντυσε. Έπιασαν τόπο τα έργα του κι όχι όπως αλλωνών, θεόληπτων και ασεβών καλογέρων, που ανταλλάσσουν την ψυχή τους με το χρήμα.
Έστρωσε τη βραχώδη παραλία με κροκάλες. Τα παρά φύση απόφραξε και τάκανε αμπελώνες – mirabile visu. Τις ρωγμές των ερειπίων έραψε και ακύρωσε την ερημιά. Οχύρωσε τις μνήμες, ζήλωσε τη ζωή, μα και την πορεία προς το θάνατο ο θεοφόρος ετούτος ερημίτης.
Η μορφή του ψήλωσε, άγγιξε τα ουρανοθέμελα. Στο τοπίο μετάγγισε την ευγένεια, τη λάμψη, το μυστικισμό. Την ανθρωπιά διήθησε στην πίστη.
Τα γένια του μεγάλωσαν, άστραψαν από καθαροσύνη και πολυσημία, πύκνωσαν τη βαρυσήμαντη «χώρα» του.
Λάγνο το βλέμμα του κι επίμονο, γαλάζιες πέρλες, μ’ ουράνια κοιτάσματα, σε κοιτά και το ερωτεύεσαι.
Το μέτωπό του, κοιλάδα σπαρμένη αρώματα, μοιάζει βιβλίο άγραφτο, με κανόνες από αμφίσημες ρυτίδες.
*
Κερνάει τσίπουρο, μόλις που φτάνω, από μπουκάλι γυάλινο, όλο διαύγεια και φλόγα, που μεταγγίζει από ποτήρι σε ψυχή, το ίδιο καθαρή όσο και το γυαλί.
Ο λόγος του σιγανός, κεντημένος, ευθεία οδός που γλυκαίνει τις πικρίες της ζωής.
Πλησιάζει τα μικρά – μικρά αμαρτήματα, τα κανακεύει, τα συχωρνάει.
Με μπάζει στον πύργο του εννιακόσα τόσο από τα στενά περάσματα της καρδιάς, με γυρίζει έπειτα στ’ αμπέλια του, στην καρδιά του δηλαδή.
Κάποια στιγμή με σπρώχνει στο γιατάκι του. Μια μυρωδιά από εικόνες, ειλητάρια και γραφές εισβάλλει μέσα μου.
Ξύλα άκαυτα ολόγυρα είτε χωμένα στο τζάκι, γκραβούρες, τεχνήματα και δυο παράθυρα στον ουρανό του βόρειου Αιγαίου, του αφρισμένου πέλαγου της ψυχής του, με πλαίσιο την πολυσήμαντη βοή, ξυλοδεσιές παντού, τοιχογραφίες, μια φρέσκια Αγία Τριάδα, η μυρωδιά της αγιοσύνης, ο ήχος του παράδεισου.
*
Ο «θρύλος» του ξεπερνάει τα σύνορα του Όρους, κυματίζει πέρα από το ανοιχτό στέρνο τ’ ουρανού. Δεν κομπάζει που πέρασε από δω ο πλανητάρχης, ο καγκελάριος, ο Άγγλος διάδοχος, ο Ρώσος πρόεδρος. Πέρασαν και τιποτένιοι ανθρώποι, ταπεινοί και ανώνυμοι που γύρισαν στον κόσμο ανανεωμένοι κι αισιόδοξοι. Από τα μηνύματα που εισέπραξαν από τον Επιφάνειο. Μηνύματα που δεν ήταν φορτωμένα μοναχά από μετακόσμια αγιοσύνη, μονομέρεια και θεολογική απολίθωση.
Ο κόσμος που φεύγει από δω ήρθε χαρούμενος από πριν, φεύγει ξετρελαμένος ύστερα, αποθεωμένος, έμφορτος τρυφερότητα και χυμούς, όλο γλύκα, για όλους και για όλα.
Τάχα περνάει για μια δικιά του ρακή, ένα λόγο αντίστροφα αψύ από δαύτη. Για ένα κοίταγμα και μια ολονυχτία, όλο φέγγος και παραμυθία.
*
Πίνω καφέ σε γήινο φλιτζάνι, μυστικά στην απαλάμη μου περνάει μια ανώνυμη μποτίλια κρασί. Να την πάρω μαζί μου όταν θα φύγω. Αυτό πια είναι το πάθος του. Φλογισμένο πάθος, διονυσιακό. Ο υλικός του επί γης θεός. Κοντά πάντως στον άλλονα, τον υπερούσιο Θεό του. Μου «κλείνει» το μάτι. Κι είναι σα να γεύομαι τον καθαρό του μούστο από τα μάτια του και την ψυχή του.
Τον παρατηρώ να εκθεώνει κάθε λειτουργία που εκτελεί. Το έργο του δεν είναι σίγουρα ανθρώπινο. Έχει κάτι το μυστηριακό κι απόκοσμο.
Πιάνει το ξύλο, μαλακώνει. Χαϊδεύει τη γης, ανθοβολεί, καρπίζει. Φιλάει την πέτρα, αστράφτει. Κι έπειτα ορθώνει το βλέμμα του στον ουρανό, γελάει. Είναι πια ευχαριστημένος. Που είν’ ακόμη άνθρωπος…
Με πάθη που αγγίζουν τις μικρές κοσμικές του ανάγκες. Που τις έχει επενδύσει στο Θεό. Με τέχνη, με αγάπη, με σοφία. Αυτός ο τέλειος μικρός, ο Μέγας…

Σημείωση: Το Κελί, το Καθολικό και ο βυζαντινός Πύργος του Μυλοποτάμου ανήκουν στη Μονή Μεγίστης Λαύρας από την οποία απέχουν τρεις ώρες δρόμο με τα πόδια.

Αιωνία σου η μνήμη φίλτατε γέροντα

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το