Θ Plus

Ικέτες

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Παρασκευή και Σάββατο 5 και 6 του Ιούλη παίχτηκε στην Επίδαυρο η λιγότερο γνωστή τραγωδία του Ευριπίδη με τον τίτλο Ικέτιδες. Το έργο ανέβηκε σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθηνού, ίσως του πιο σημαντικού θεατρικού σκηνοθέτη της αρχαίας τραγωδίας.
Αλλά πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των δυο θεματικών τραγικών έργων ας δούμε για λίγο πώς χειρίστηκε την υπόθεση ο καταξιωμένος σκηνοθέτης του Εθνικού. Έχοντας ο Λιβαθηνός στο πλευρό του ένα αξιόλογο σύνολο από συνεργάτες ηθοποιούς και καλλιτέχνες κατάφερε να αποδώσει το αληθινό νόημα του τραγικού ποιητή στη σκηνή του Πολυκλείτου και κυρίως απέδωσε κομψά την όψη (σκηνοθεσία δηλαδή και σκηνογραφία) το ύφος, τη λέξη (τον λόγο) και το μέλος (τη μελοποιία) της αριστοτελικής απαίτησης;
Προσωπικά πιστεύω ότι με τη θεατρική παιδεία και κατάρτισή του, ο Λιβαθηνός απέδωσε μια δύσκολη παράσταση έξοχα δίνοντας το προσωπικό του στίγμα, παρά το γεγονός ότι σκηνογραφικά υπάρχουν πλήθος αντιρρήσεις (ιδιαίτερα με τις στολές και τη σκευή των ηθοποιών).
Οι Ικέτιδες του Ευριπίδη έχουν ως πρόσημο τον θρήνο των Αργείων γυναικών που πάνε στη Θήβα ζητώντας από τον Κρέοντα τα πτώματα των αντρών τους για να τα θάψουν. Βασικό μέλημα του Σαλαμίνιου τραγικού ποιητή ήταν ο θρήνος των γυναικών των Επτά, που έχασαν τους άντρες τους στη Θήβα και ξεκίνησαν από το Άργος, μετά το άπρακτο ταξίδι στη Θήβα, για να πάνε στην Αθήνα να παρακαλέσουν τον Θησέα να μεσολαβήσει στον βασιλιά της Θήβας και να παραλάβουν τα νεκρά τους σώματα που έχουν μείνει άταφα στον τόπο της θανής τους.

Με τον ίδιο όμως τίτλο «Ικέτιδες» έχει διασωθεί και η τραγωδία του Αισχύλου, που αποτελούσε το πρώτο δράμα μιας τριλογίας με στενή θεματική σύνδεση.
Οι Ικέτιδες του Αισχύλου είναι η τραγωδία των ξένων που έρχονται στην Ελλάδα και ζητούν άσυλο.
Νομίζω πως αυτό το έργο, είναι τόσο επίκαιρο, όσο και διαχρονικό μέσα στο ελληνικό δραματολόγιο.
Σε όλο το έργο διαχέεται, αλλά και όλο διαπνέεται από το πρόβλημα του δραματικού διλήμματος της Μοίρας και της Ενοχής.
Είναι όμως σημαντικό ότι στην τραγωδία αυτή ο Θεός έρχεται βοηθός στους ξένους. «Ζευς Αφίκτωρ» ακούγεται από τη γραφίδα του Αισχύλου, δηλαδή προστάτης των ικετών. Κι έχει βέβαια τη σημασία του αυτό.
Να πούμε από την αρχή, σχεδόν επιγραμματικά, ότι οι λέξεις που διαπερνούν και στιγματίζουν το δράμα είναι με τη σειρά: Θρήνος – αδιέξοδο – ικεσία – δέηση – άσυλο – δυσπιστία – τραγικό δίλημμα – απειλή αυτοκτονίας.

Και βάζουμε αυτές τις λέξεις-έννοιες σαν μότο του έργου, για να κατανοήσει ο αναγνώστης το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο στόχος του ποιητή: Τον σεβασμό στους ξένους, τον σεβασμό στους θεούς (Αισχύλος είν’ αυτός) και τον σεβασμό στους γονείς… Αυτό είναι άλλωστε το τρίπτυχο της αισχύλειας θεοσέβειας…
Οι Ικέτιδες αρχίζουν με την είσοδο ενός Χορού που τον απαρτίζουν δώδεκα κορίτσια ντυμένα με ξενότροπα ρούχα, αιγυπτιακά πέπλα και περίεργες καλύπτρες στο κεφάλι, ενώ στα χέρια τους είναι πλεγμένα κλαδιά με μαλλί, «δείγμα ικεσίας», όπως λέει ο Albin Lesky.
Τα κορίτσια έρχονται από τη χώρα του Νείλου, όπου κάποτε κατέφυγε κυνηγημένη η πρόγονός τους Ιώ, ως ικέτισσες, μαζί με τον πατέρα τους, τον Δαναό, ακολουθώντας έναν στίχο που καθορίζει την εξέλιξη του έργου και ο οποίος κατά την άποψή μου συμβολίζει δυνατά το νόημα που θέλει να δώσει ο ποιητής στο έργο: «αυτογενεί φυξανορία». Που σημαίνει την αυτόβουλη φυγή των κοριτσιών από τους άντρες.

Αυτογενής φυξανορία! Είναι το αίσθημα που έχει βάλει φτερά στα πόδια των Δαναΐδων, για να αποφύγουν τον γάμο με τους πενήντα γιους του Αιγύπτου…
Έρχονται λοιπόν από την Αφρική (όπως τόσοι και τόσοι) ως ξένες και πρόσφυγες στο Άργος (στην Ελλάδα) και ζητούν άσυλο (πολιτικό δε θα το λέγαμε) από τον βασιλιά και το πολιτικό συμβούλιο που δημοκρατικά διοικεί την πόλη της Αργολίδας.
Ο Χορός των κοριτσιών ζητεί βοήθεια από την ελληνική πόλη (άσυλο με ικεσία) και δηλώνει ότι αν δεν τους δοθεί η αιτούμενη βοήθεια, θα αναγκαστούν να καταλήξουν στην αγχόνη.
Οι κόρες παρά ταύτα είναι αποφασισμένες να διεκδικήσουν μέχρι τέλους το δίκιο τους, «το δίκαιο της ικετείας».
Τα κορίτσια ανεβαίνουν στον μεγάλο βωμό, ενώ ο πατέρας τους καταγγέλλει την απόπειρα βιαιοπραγίας των γιων του Αιγύπτου.
Στο σημείο αυτό ο Αισχύλος επινοεί, πολύ εύστροφα, τη δυσπιστία και άρνηση του βασιλιά του Άργους να χορηγήσει άσυλο στις Ικέτισσες, καθώς βασανίζεται από την πιθανότητα – αν τους χορηγήσει άσυλο – να οδηγηθεί η χώρα σε πόλεμο με τους Αιγύπτιους.
Αναλογιστείτε το σημερινό διακρατικό πρόβλημα με τη Τουρκία, σχετικά με τους μετανάστες – «ικέτες»…

Έχουμε και λέμε: Από τη μια το ιερό, απαραβίαστο (και θρησκευτικό) δικαίωμα της ικεσίας κι από την άλλη ο κίνδυνος του πολέμου.
Τι θα κάνει ο άρχοντας της χώρας; «Aμηχανεί», σύμφωνα με την αισχύλεια έκφραση, του στίχου 379. Ωστόσο τα κορίτσια επιμένουν να θέτουν το πρόβλημα της ικετείας, με τον κατατρεγμό τους, εισάγοντας, με ένα αυτοδύναμο άσμα, το δίκαιο των κατατρεγμένων.
Η απόφαση τελικά της λαϊκής συνέλευσης των Αργείων είναι να δοθεί το αιτούμενο άσυλο στις ικέτιδες και να δεχτεί η πόλη τις κυνηγημένες.
Αλλά οι Δαναΐδες έρχονται αντιμέτωπες με τις μεγάλες δυνάμεις της κοσμικής τάξης. Επιλέγουν τον δρόμο της Άρτεμης, και διατυμπανίζουν το αίτημά τους: Να μην υποκύψουν στον γάμο που τους επιβάλει η Αφροδίτη, αλλά ούτε και η Ήρα που εμφανίζεται ως συνεργός της Αφροδίτης μια και θεωρείται προστάτιδα του γαμήλιου θεσμού.
Και το έργο κλείνει με το κεντρικό μοτίβο της φιλοξενίας. Οι ξενότροπες κόρες, με τα παράξενα αιγυπτιακά καπέλα, την ξενική συμπεριφορά («όμιλον ανελληνόστολον» θα τον περιγράψει ο ποιητής) ζητούν προστασία και άσυλο στην Ελλάδα. Στις ικέτισσες κόρες απομένει αν θα αποδεχθούν τους όρους συμβίωσης με τους αυτόχθονες, αλλά και τους θεσμούς της νέας πατρίδας τους. Θα μπορέσουν οι ξενόηχες εκφράσεις που πλημμυρίζουν τη χώρα του Άργους θα αντικατασταθούν από τη γλώσσα που κυριαρχεί στη μεσογειακή λεκάνη;
*
Πάμε τώρα στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη που είδαμε το προπερασμένο Σάββατο στην Επίδαυρο.
Σε ένα στεγνό τοπίο είναι διασκορπισμένα κουφάρια δέντρων ως σκηνικό στον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Οχτώ γυναίκες – των επτά και η κορυφαία – θρηνούν για τους άντρες τους κι εκλιπαρούν την απόδοση των πτωμάτων τους για εκφορά και ταφή. Οι Θηβαίοι αρνούνται και παραβιάζουν με τον τρόπο αυτό τα ήθη και τα παραδεδομένα της ελληνικής εθιμολογίας. Ζητούν από την Αίθρα να τις βοηθήσει, ώστε, μεσολαβώντας στον γιο της τον Θησέα, να απαιτήσει από τους Θηβαίους τα σώματα των νεκρών αντρών.
Σημαντική κι εξαιρετικά πρωτότυπη η εμφάνιση του Χορού και ο θρήνος του, αλλά παράκαιρος κι απόξενος ο Θησέας. Παρά ταύτα ο Λιβαθηνός ανέδειξε μια σημαντική πτυχή του έργου: Toν μετεωρισμό του χορού των γυναικών, ανάμεσα στην ύβρη και το πένθος.
Το έργο είχε να παιχτεί από τη χρονιά του 1966 (κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτό) και με την απόπειρα του Λιβαθηνού επαναφέρεται το εγκώμιο στο δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, αφού το έργο έχει γραφεί για να συμπορευθεί με το μεγάλο πρόβλημα που είχε η Αθήνα με τους Θηβαίους…
Εντυπωσιακή πάντως η επινόηση της τελευταίας σκηνής με την εμφάνιση – και τον λόγο – της Αθηνάς στέλνοντας το μήνυμά της πάνω από το «αιθόμενον πυρ» των δέντρων…
Μια καλή παράσταση από αυτές που δύσκολα βλέπουμε στην Επίδαυρο…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το