Πολιτισμός

Η τράτα του Κώστα Πέππα «Μποέμ» στον Άναυρο

Του Βλάση Μαργ. Βολιώτη,
e-mail:[email protected]

«η τράτα μας η κουρελού η χιλιομπαλωμένη
όλο τηνε μπαλώναμε κι όλο ήταν ξεσκισμένη
(στίχοι νησιώτικου παραδοσιακού τραγουδιού)

Το καλάρισμα και το σύρσιμο της τράτας στον Άναυρο, γύρω στα 1960, είναι μια σκηνή βαθιά εντυπωμένη στη μνήμη μου και στην ψυχή μου, που πάντα αναπολώ με ευχαρίστηση και χαρά. Αυτές οι παιδικές αναμνήσεις πολύτιμος θησαυρός στα τωρινά χρόνια της ωριμότητας. Στο κάτω κάτω τι είναι η ζωή; Ελπίδες και αναμνήσεις. Γι’ αυτό και ο συμπατριώτης μας φυσιολάτρης και φιλόσοφος Κυριάκος Παπαγεωργίου λέει κάπου «φτιάξε από τώρα δυνατές αναμνήσεις». Θυμάμαι την τράτα που καλάριζε τα δίχτυα γύρω στα 200 μέτρα ανοιχτά από την παραλία του Αναύρου, και μετά τους ξυπόλυτους ψαράδες να τραβούν τα δίχτυα βρεγμένοι πατόκορφα και τα γλαροπούλια να γυροφέρνουν και να κρώζουν ζητώντας το μερίδιό τους.
Η παραλία που συνήθως τραβούσαν την τράτα ήταν μπροστά στο καφεζυθοεστιατόριο «Καλλιθέα» των αδελφών Ζαχείλα, όπου ο γιαλός είχε άμμο. Πολλές φορές τραβούσαν τα δίχτυα και μπροστά στην παραλία του καφενείου του κυρ-Παναγιώτη του Τζιβινίκου (στο ίδιο κτήριο ήταν αργότερα η ταβέρνα «Η Ρέμβη). Κουμάντο στο τσούρμο έκανε ο κυρ-Κώστας ο Πέππας. Κανένας δεν τον φώναζε με το όνομά του. Όλοι τον φώναζαν «Μποέμ» (1). Έτσι τον ήξεραν όλοι. Μαζί του ήταν και τα παιδιά του που βοηθούσαν στο σύρσιμο της τράτας. Και αυτά κληρονόμησαν το «Μποέμ». Έτσι ήταν γνωστοί παντού. Ένα από τα παιδιά του που βοηθούσαν στο τράβηγμα της τράτας ήταν και ο Σοφοκλής. Θα ήταν τότε 12-14 χρόνων. Ο Σοφοκλής αργότερα ασχολήθηκε με το πλανόδιο εμπόριο ψαριών στα χωριά του Πηλίου. Τελευταία τυχαία συνάντησή μας στην «Αύρα», σε αυτό το «στέκι των αναμνήσεων» στον Άναυρο. Το παρόν άρθρο προέκυψε από μια ακόμη συνάντηση στον ίδιο χώρο. Τον ευχαριστώ θερμά.

Ο Σοφοκλής θυμάται: «Ο πατέρας μου ο Κώστας ο Πέππας, που όλοι τον φώναζαν «μποέμ», είχε μποτάκι (2) ξύλινο 6 μέτρα με μηχανή «μαρκότς» πετρέλαιο. Το όνομα του σκαριού ήταν «Κωνσταντίνος». Το ψάρεμα που έκανε ήταν η τράτα. Τη λέγανε και κωλοβρέχτη γιατί γινόσουνα μούσκεμα παντού. Αλλού τη λένε γρίπο, αλλού πεζότρατα. Στην Ελλάδα την τράτα οργανωμένα την έφεραν οι πρόσφυγες από τα παράλια της Μικρασίας. Είχε άδεια κανονική. Η τράτα τότε επιτρέπονταν όλο τον χρόνο. Όταν επέτρεπε ο καιρός, γιατί αυτός μας κανόνιζε, μπορεί να κάναμε και 3 καλάδες (3) την ημέρα. Στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, στου Ζαχείλα και στο ΝΟΒ. Πιασίματα ο βυθός εδώ στον Άναυρο δεν έχει, είναι αμμούδα. Η δική μας η τράτα ήταν η μοναδική εδώ. Ήταν και κάποιος Βαράκης, αυτός έβγαινε στα Άστέρια. Το καλοκαίρι ερχόμασταν νύχτα, γιατί μετά άρχιζαν τα μπάνια. Την τέχνη της τράτας την έμαθε από τον πατέρα του. Χιώτες ήταν στην καταγωγή και είχαν έλθει εδώ».

: Τρατάρηδες στην Αγριά

Για το καλάρισμα και το τράβηγμα των διχτυών o Σοφοκλής λέει: «Το καλάρισμα των διχτυών θέλει τέχνη και πείρα. Πρώτα έριχναν το δίχτυ κάθετα στην ακτή προς τα μέσα, μετά το γύριζαν παράλληλα προς αυτή περίπου 10 μέτρα και μετά πάλι κάθετα προς τα έξω. Τα πλαϊνά δίχτυα (τα κάθετα στην ακτή) τα έλεγαν μπάντες, ενώ το κεντρικό, 10 μέτρα περίπου, το έλεγαν σάκο γιατί είχε σχήμα σάκου για να κρατάει πιο καλά τα ψάρια που πιάνονταν. Τα δίχτυα είχαν βαρίδια και πάτωναν. Επάνω για να επιπλέουν είχαν φελλούς. Εκεί που οι μπάντες γίνονταν σάκος έδεναν από ένα ξύλινο βαρελάκι, δυο δηλαδή, που επέπλεαν. Τα βαρελάκια τα έβαζαν για να είναι όλο το δίχτυ ζυγιασμένο, δηλαδή στην ευθεία και ο σάκος παράλληλα με την ακτή. Στις δυο μπάντες του διχτυού είχαν δεμένα σχοινιά που μετά τα τραβούσαν οι ψαράδες από την παραλία. Τα δίχτυα τα καλάρανε σε μέρη που ο βυθός ήταν αμμούδα και δεν είχε πιασίματα. Τα μέρη αυτά τα έβρισκαν με την πείρα τους και έβαζαν σημάδια στη στεριά για να τα βρίσκουν ξανά όταν ήθελαν να ρίξουν την τράτα. Μετά το καλάρισμα των διχτυών το μποτάκι έβγαινε έξω, και ο πατέρας μου τραβούσε και αυτός δίχτυα και έκανε και κουμάντο. Για το τράβηγμα της τράτας χρειάζονταν 8 άτομα χωρισμένα σε δυο ομάδες, από τέσσερα. Οι δυο ομάδες των ψαράδων στην αρχή ήταν σε μια απόσταση 6-8 μέτρων μεταξύ τους και όσο τραβούσαν τόσο πλησίαζαν μεταξύ τους και έφταναν στο τέλος να τραβάνε δίπλα-δίπλα. Έτσι οι μπάντες έκλειναν και τα ψάρια μαζεύονταν μέσα στον σάκο. Άμα ο σάκος πλησίαζε στην παραλία και είχε πολλά ψάρια μέσα, μερικά πηδούσαν έξω από το δίχτυ και έφευγαν. Ήθελε πολύ γρήγορο τράβηγμα τότε για να μην πηδήξουν ψάρια έξω. Τα σχοινιά της τράτας δεν τα τράβαγαν μόνο με τα χέρια. Φορούσαν και το φουρνέλι. Αυτό ήταν παλιά πανιά στριμμένα και δεμένα που σχημάτιζαν έναν κύκλο σαν σωσίβιο, λίγο πιο μεγάλο. Το φορούσαν χιαστί στον ώμο τους, όπως τη ζώνη ασφαλείας στα αυτοκίνητα, αλλά έπιανε και την πλάτη. Τα σχοινιά της τράτας τα τύλιγαν στο φουρνέλι μπροστά στο στήθος. Κάργαραν τα ξυπόλυτα πόδια τους στην άμμο και έγερναν το σώμα τους προς τα πίσω. Έτσι ερχόταν πιο εύκολα ο σάκος έξω. Πιάναμε διάφορα ψάρια, και αφρόψαρα και πατόψαρα. Κουτσουμουράκι, σαμπανιό, τσέρολες, μαρίδες και κανονικές και κουφετάκι. Κάποιοι μερακλήδες στο φαγητό, έρχονταν εκεί και αγόραζαν ψάρια, για φρέσκα. Ο πατέρας μου τα έβαζε μέσα σε δυο ψαράδικα καλάθια, που τα κρεμούσε στους αγκώνες του και την παλάντζα στον ώμο του και έπαιρνε τους δρόμους. Φώναζε «κουτσουμουράκι από τον Άναυρο, σαμπανιός από τον Άναυρο». Πουλούσε και στις νοικοκυρές και στα μαγαζιά. Έδινε ψάρια στον Λαχανίκα στην Πολυμέρη, στον Ζαχείλα, στον Νικοβιώτη εδώ στην «Αύρα», στον Κώστα τον Τσουράπα στη Φιλίππου Ιωάννου και στη «Λεύκα», στου Ζαρζάμπα τον μύλο, που την είχε ο Μανώλης ο Ρεπανίδης από τη Ζαγορά. Τα δίχτυα σκίζονταν και θέλανε μπάλωμα. Ο πατέρας μου ήξερε πολύ καλά και έραβε. Στην παραλία στην Αργοναυτών τα έστρωναν και τα μάτιζαν. Αυτό κι αν ήταν παιδεμός. Καινούρια δίχτυα αγοράζαμε από τον Σαμουηλίδη. Εβραίος ήταν αυτός, Ερμού με Σέφελ. Πουλούσε δίχτυα, πετονιές, ναυτιλιακά και ψαράδικα, όλα καλής ποιότητας. Τα δίχτυα κάθε χρόνο τα πηγαίναμε σε μια μάντρα στη Φιλίππου Ιωάννου, που ήταν απέναντι από την ταβέρνα του Τσουράπα και τα βάφαμε» (4).

«του τρατολόγου (5) τον καημό, του ναύτη την ορφάνια»
(στίχος από το ποίημα «πικρία» του Νίκου Καββαδία).

Ο Σοφοκλής συνεχίζει: «Το ψάρεμα εκείνα τα χρόνια ήταν μόνο για επιβίωση. Ένα πιάτο φαγητό. Τίποτε άλλο. Φτώχεια. Πολλές φορές τα δίχτυα έρχονταν έξω άδεια. Γι’ αυτό και ο Χριστός πήρε για παρέα κοντά του, για μαθητές του, ψαράδες. Δεν ήθελε πλούσιους μαζί του, φτωχούς ήθελε να έχει δίπλα του. Για αυτό και πήρε ψαράδες. Από τότε, οι ψαράδες ήταν φτωχός κόσμος. Εμείς ήμασταν πολύτεκνη οικογένεια. Έξι αδέλφια, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια. Μας έπαιρνε από μικρά στη θάλασσα, επάνω στο μποτάκι. Μια σταλιά παιδιά και τραβούσαμε και μεις δίχτυα. Η μάνα μας ήρωας. Γεννημένη το ’14, ήλθε πρόσφυγας με την καταστροφή. Αγαθονίκη Σκεντέρογλου στο όνομα, από τη Σαμψούντα κρατούσε. Το 1948 ήταν έγκυος σε μένα με την κοιλιά πέρα. Πήγε στου Δουζένη στον Άγιο Κωνσταντίνο να βρει τον πατέρα μου, να τον βοηθήσει στη βάρκα. Εκεί στου Δουζένη την πιάνουν οι πόνοι. Άρον άρον στο νοσοκομείο και με έκανε. Απρίλιος του 1948. Μεγαλώναμε μέσα στη θάλασσα. Μικρά παιδιά ακόμη, μάθαμε μπάνιο με το βρακί. Ο πατέρας μας δεν ήξερε να κολυμπάει, αλλά δεν φοβότανε καθόλου μήπως πνιγεί, γιατί το μυαλό του το είχε συνέχεια πώς να πιάσει τα ψάρια. Πού να προλάβει να σκεφθεί το κακό; Τα χρόνια πέρασαν. Εμείς τα παιδιά βλέπαμε ότι η θάλασσα ήταν ασύμφορη και σκορπίσαμε σε άλλα επαγγέλματα. Ο πατέρας άλλωστε μας έλεγε «μακριά από τη θάλασσα». Γέρασε και αυτός, πήρε μια μικρή σύνταξη γιατί έκανε αυτασφάλιση. Πούλησε και το σκαρί. Ήταν έξω καρδιά, ανέμελος, δεν πολυσκοτιζόταν με τον κόσμο. Εργατικός, τίμιος αλλά μποέμ. Του άρεσε η παρέα της ταβέρνας και το κρασάκι. Σύχναζε στο κρασοπουλιό του Κώστα του Τσουράπα στη Φιλίππου Ιωάννου. Πολλές φορές λένε δεν έπινε με το ποτήρι το κρασί στο τραπέζι, αλλά με το λάστιχο κατευθείαν από το κρασοβάρελο. Έλεγε: «Θέλω να ζω μποέμικα και ας με κατηγορούνε». Θεός σχωρέστον». Η λέξη τράτα είναι δάνειο από την ιταλική γλώσσα. Tratta, είναι το θηλυκό του επιθέτου tratto που σημαίνει τραβηγμένος, τεντωμένος. Το ρήμα είναι trahere=τραβώ, έλκω, σύρω. Στην ψαράδικη γλώσσα αναφέρεται και ως τρατολόι. Ο ιδιοκτήτης ή ο εργαζόμενος στην τράτα λέγεται τρατάρης.

(1) Μποέμ είναι αυτός που ζει ανέμελα, χωρίς να νοιάζεται για το μέλλον, χωρίς κοινωνικές συμβάσεις, ο άσωτος. Από την ονομασία της περιοχής Boheme, στη Δυτική Τσεχία, γνωστή σε μας ως Βοημία. Οι πρώτοι που ονομάζονταν Μποέμ ήταν οι Αθίγγανοι της περιοχής λόγω της ανέμελης και περιπλανώμενης ζωής τους.
(2) Μποτάκι: Τύπος θαλασσινού ξύλινου σκαριού. Το σωστό όνομά του είναι ο μπότης. Χαρακτηριστικό του σκαριού ήταν ότι οι γραμμές της πλώρης και της πρύμνης, δεν είναι κοίλες ή κυρτές αλλά ευθείες.
(3) Καλάδα: το ρίξιμο των διχτυών στη θάλασσα. Το ρήμα: καλάρω. Από το ιταλικό calare αντιδάνειο από το αρχαίο ελληνικό χαλώ=χαλαρώνω, αφήνω να πέσει. Στα Ευαγγέλια της Εκκλησίας όπου περιγράφονται σκηνές αλιείας με τα δίχτυα από τους αλιείς συναντιέται το ρήμα χαλώ.
(4) Σύμφωνα με τη διήγηση του κ. Ευάγγελου Τσουράπα, τα δίχτυα τότε ήταν βαμβακερά και όχι νάιλον όπως σήμερα. Για να αποφεύγεται η καταστροφή τους λόγω της υγρασίας, τα εμβάπτιζαν σε ένα εκχύλισμα υγρού που προέκυπτε από το βράσιμο νερού με μια ορισμένη ποσότητα τριμμένης φλούδας πεύκου. Αυτή η υποτυπώδης βιοτεχνία ήταν στην οδό Φιλίππου Ιωάννου, και ήταν ιδιοκτησίας του πατέρα του, Κώστα Τσουράπα που είχε και την ταβέρνα ακριβώς απέναντι. Η ταβέρνα ήταν ανεβαίνοντας τη Φιλίππου αριστερά, πριν φτάσουμε στην οδό Τσοποτού, και απέναντι το οικόπεδο. Ο πατέρας του τους εξασφάλιζε τον χώρο και το εκχύλισμα έναντι αμοιβής, αλλά η εργασία της εμβάπτισης και του στεγνώματος γινόταν από τους αλιείς τους ίδιους. Αυτή η διαδικασία στην ψαράδικη γλώσσα λέγονταν βάψιμο των διχτυών και παράτεινε τον χρόνο της ζωής τους.
(5) Ο Καββαδίας τον τρατάρη τον λέει τρατολόγο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το