Πολιτισμός

«Η τέχνη της ρουτίνας», ένα βιβλίο γεμάτο καλλιτέχνες

Της Μαρίας Αλμπανίδου,
νομικού MSc, ποιήτριας

Καλημέρα αγαπημένες και αγαπημένοι! Σήμερα σας έχω ένα βιβλίο γεμάτο καλλιτέχνες! Έχει όποιον τραβάει η όρεξή σας! Γούντι Άλεν, Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Σάμιουελ Μπέκετ, Άντι Γουόρχολ, Ντέιβιντ Λιντς, αλλά και επιστήμονες όπως ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Καρλ Γιουνγκ, ο Κάρολος Δαρβίνος και πολλούς-πολλούς άλλους και αναφέρεται στις καθημερινές συνήθειες όλων αυτών. Τι τρώνε ή τι τρώγαν, τι πίνουν, πότε, πότε γράφουν, πότε κοιμούνται, πώς κοιμούνται. Δεν φαντάζεστε τι ενδιαφέρον βιβλίο είναι! Λέγεται «Η τέχνη της ρουτίνας» του Masson Currey και είναι των εκδόσεων Key Books του Μαΐου του 2018. Είναι ένα βιβλίο για το πώς δημιουργούν τα σπουδαία μυαλά: Το παιχνίδι της έμπνευσης, οι εμμονές και οι καθημερινές συνήθειες.
Ο Μέισον Κάρι είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Πενσυλβάνια των Η.Π.Α. και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στους New York Times και στο Slate. Ζει στο Λος Άντζελες.
Διάλεξα δύο πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες από τις πάρα πολλές πραγματικά που έχει το βιβλίο και θα σας συναρπάσουν κυριολεκτικά. Θα διαβάζετε τη μία μετά την άλλη και δεν θα μπορείτε να σταματήσετε. Αυτό έπαθα εγώ! Δείτε ποιους έχω διαλέξει!
Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791):

Το 1781, έπειτα από αρκετά χρόνια μάταιης αναζήτησης μιας κατάλληλης θέσης ανάμεσα στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία, ο Μότσαρτ αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Βιέννη και να εργαστεί ως αυτοαπασχολούμενος συνθέτης και πιανίστας. Στην πόλη υπήρχαν άφθονες ευκαιρίες για ένα μουσικό με το ταλέντο και τη φήμη του Μότσαρτ, για να εξασφαλίσει όμως τον βιοπορισμό του, έπρεπε να κάνει εξωφρενικά πολλά μαθήματα πιάνου, να δίνει διαρκώς συναυλίες και να επισκέπτεται τακτικά τους πλούσιους πάτρονες της πόλης. Την ίδια εποχή, ο Μότσαρτ φλέρταρε επίσης τη μέλλουσα γυναίκα του, την Κωνστάνς, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας της που δεν ενέκρινε τη σχέση. Όλη αυτή η δραστηριότητα δεν του άφηνε παρά λίγες ώρες την ημέρα προκειμένου να συνθέτει νέα έργα. Το 1782 σε μία επιστολή προς την αδελφή του, έδινε αναλυτική αναφορά γι’ αυτές τις φρενήρεις μέρες στη Βιέννη:
«Τα μαλλιά μου είναι ήδη χτενισμένα στις έξι το πρωί και μέχρι τις εφτά είμαι ντυμένος και καθ’ όλα έτοιμος. Μετά συνθέτω μέχρι τις εννιά. Από τις εννιά μέχρι τη μία κάνω μαθήματα. Μετά γευματίζω, εκτός αν είμαι καλεσμένος σε κάποιο σπίτι όπου τρώνε μεσημεριανό στις δύο ή ακόμη και στις τρεις, όπως για παράδειγμα σήμερα και αύριο στο σπίτι της κοντέσας των Ζισί και στην κοντέσα των Τουν. Ποτέ δεν μπορώ να δουλέψω πριν τις πέντε ή τις έξι το απόγευμα και ακόμη και τότε είναι πολλές οι φορές που υπάρχει κάποια συναυλία που μ’ εμποδίζει. Αν είμαι ελεύθερος συνθέτω μέχρι τις εννιά. Μετά επισκέπτομαι τη λατρευτή μου Κωνστάνς, παρόλο που η χαρά να βλεπόμαστε δηλητηριάζεται σχεδόν πάντα από τα πικρόχολα σχόλια της μητέρας της… Επιστρέφω σπίτι κατά τις δέκα και μισή -έντεκα- ανάλογα με τα καπρίτσια της μητέρας της και με την ικανότητά μου να τα ανέχομαι! Μιας και δεν μπορώ να βασιστώ ότι θα καταφέρω να συνθέσω το απόγευμα, εξαιτίας των συναυλιών που λαμβάνουν χώρα, αλλά και της πιθανότητας να με δεξιωθούν δεξιά και αριστερά, συνηθίζω (και ιδιαίτερα αν γυρίσω σπίτι νωρίς) να συνθέτω λίγο πριν πέσω για ύπνο. Συχνά συνεχίζω να γράφω μέχρι τη μία – και σηκώνομαι πάλι στις έξι».
«Γενικά έχω τόσα πολλά να κάνω, που δεν ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι» γράφει ο Μότσαρτ στον πατέρα του. Προφανώς και δεν υπερέβαλλε. Όταν ο Λεοπόλδος Μότσαρτ πήγε να επισκεφθεί τον γιο του λίγα χρόνια αργότερα, βρήκε τη ζωή του όσο τρικυμιώδη τού την είχε περιγράψει εκείνος. Έγραφε από τη Βιέννη: «Μου είναι αδύνατον να περιγράψω τη βιάση και τον πυρετό».

Λουίς Άρμστρονγκ (1901-1971):
Το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ο Άρμστρονγκ το πέρασε στον δρόμο, ταξιδεύοντας από τη μια συναυλία στην άλλη και περνώντας τις νύχτες σε μια σειρά δωμάτια ανώνυμων ξενοδοχείων. Προκειμένου να διαχειριστεί το άγχος και την ανία αυτού του τρόπου ζωής, ο Άρμστρονγκ ανέπτυξε ένα περίπλοκο προ – και μετά – συναυλιακό τελετουργικό, που περιγράφεται από τον Τέρυ Τίτσαουτ. Έκανε τα πάντα για να φτάνει σ’ όλες του τις υποχρεώσεις δύο ώρες πριν από την ώρα έναρξης μπανιαρισμένος και ντυμένος ήδη, ώστε να μπορεί να πάει να κουρνιάσει στο καμαρίνι του και να πάρει τη δόση του από τα σπιτικά γιατροσόφια, που πάντα ορκιζόταν στο όνομά τους: Γλυκερίνη και μέλι «για να καθαρίσουν οι σωλήνες», μαλόξ για τυχόν στομαχόπονους και, για τα χρόνια προβλήματα με τα χείλια του, ένα ειδικό καταπραϋντικό παρασκεύασμα φτιαγμένο από έναν τρομπονίστα στη Γερμανία. Μόλις τελείωνε η παράσταση, επέστρεφε στο καμαρίνι του για να χαιρετήσει φίλους και θαυμαστές και καθόταν φορώντας τη φανέλα του μ’ ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι, φλερτάροντας με την τρομπέτα του. Ο Άρμστρονγκ δεν έτρωγε ποτέ βραδινό πριν την παράσταση, μερικές φορές όμως έβγαινε μετά για φαγητό ή, συχνότερα, αποσυρόταν στο ξενοδοχείο του, όπου είτε έπαιρνε το δείπνο του στο δωμάτιό του είτε παρήγγειλε να του φέρουν κινέζικο, που ήταν το δεύτερο αγαπημένο του φαγητό (με πρώτο τα κόκκινα φασόλια με ρύζι). Μετά κάπνιζε μαριχουάνα, κάπνιζε σχεδόν κάθε μέρα θεωρώντας τη πολύ ανώτερη από το αλκοόλ, ασχολιόταν με τον πακτωλό της αλληλογραφίας του και άκουγε μουσική στα δύο μαγνητόφωνα που τον ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε.

Υποφέροντας από χρόνια αϋπνία, ο Άρμστρονγκ πόνταρε στη μουσική να τον νανουρίσει μέχρι να αποκοιμηθεί. Πριν πέσει όμως στο κρεβάτι, έπρεπε οπωσδήποτε ν’ αξιωθεί το τελευταίο σπιτικό γιατροσόφι της ημέρας, το Swiss Kriss, ένα ισχυρό ηρεμιστικό από εκχύλισμα βοτάνων, που το είχε ανακαλύψει ο διατροφολόγος Γκάγιελορντ Χάουζερ το 1922 (και πουλιέται ακόμα σήμερα). Πίστευε τόσο βαθιά στις θεραπευτικές του ιδιότητες που το σύστηνε σ’ όλους τους φίλους του. Οι γιατροί του έτρεμαν μπροστά στα φάρμακα που έπαιρνε καθημερινά, αυτή όμως η συνήθεια έμοιαζε να λειτουργεί γι’ αυτόν. Νύχτα τη νύχτα, συνέχιζε να παίζει σε αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο, παρά το εξαντλητικό πρόγραμμα των περιοδειών. Όπως δήλωσε σε μία συνέντευξη το 1969, «είναι σκληρή αυτή η καταραμένη δουλειά, δικέ μου. Νιώθω σαν να έχω περάσει 20.000 χρόνια σε αεροπλάνα και τρένα, σαν να έχω φτύσει το γάλα της μάνας μου… Ποτέ δεν προσπάθησα να αποδείξω τίποτα, ήθελα απλά να δίνω μια καλή παράσταση. Η ζωή μου ήταν και είναι η μουσική μου, πάντα έρχεται πρώτη, αλλά η μουσική δεν αξίζει δεκάρα αν δεν παίζεις σε κοινό».
Είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις πολύ ταλαντούχων και δημιουργικών ανθρώπων από τις πάρα πολλές που περιλαμβάνει αυτό το βιβλίο. Μακάρι να μπορούσα να σας αναφέρω και άλλες. Πραγματικά θα μάθετε πολύ όμορφα πράγματα για τις συνήθειες και τα τελετουργικά αγαπημένων σας ανθρώπων, συγγραφέων, εικαστικών, μουσικών, επιστημόνων που πολλοί αγαπάτε και θαυμάζετε. Αξίζει να προμηθευτείτε το βιβλίο και να το διαβάσετε. Πραγματικά θα σας συναρπάσει!
Καλή σας ανάγνωση!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το