Τοπικά

Η συγκλονιστική επανασύνδεση υιοθετημένης Βολιώτισσας με τη βιολογική μητέρα τη μετά από 47 χρόνια

 

Οι περσινές καλοκαιρινές διακοπές της Ε.Σ. είχαν μία απροσδόκητη εξέλιξη, αφού τότε πληροφορήθηκε πως ήταν υιοθετημένη. Δέκα μήνες μετά και αφού στο μεταξύ γνώρισε τη βιολογική της μητέρα, σε μία συγκλονιστική εξομολόγηση περιέγραψε την εμπειρία της επανένωσής της με τη γυναίκα που την έφερε στη ζωή και την αγωνία να βρει τις απαντήσεις που αναζητούσε, καθώς γύρευε να ανακαλύψει τις πραγματικές ρίζες της.

Μία απροσδόκητη εγκυμοσύνη στην εφηβεία ήταν ο λόγος που στα μέσα της δεκαετίας του 1970 δόθηκε για υιοθεσία στο Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα» στην Αθήνα, για να καταλήξει στον Βόλο, όπου μεγάλωσε με πολλή αγάπη από τη θετή της οικογένεια. Η Ε., η οποία θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της, κατάφερε να εντοπίσει τον έναν από τους δύο γονείς της (ο φυσικός πατέρας της πέθανε πριν από λίγα χρόνια) και ενώνοντας τα κομμάτια του παρελθόντος, μίλησε για το νέο κεφάλαιο που άνοιξε στη ζωή της.

«Εγώ μεγάλωσα στον Βόλο με τους θετούς γονείς μου, οι οποίοι έφυγαν από τη ζωή εδώ και τρία χρόνια. Δύο υπέροχοι άνθρωποι, με απίστευτο «δέσιμο» μεταξύ τους. Εισέπραξα μεγάλη αγάπη από εκείνους, όπως και από τους υπόλοιπους συγγενείς. Ήμουν πολύ τυχερή, γιατί μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον ιδανικό. Ο πατέρας μου πέθανε το 2018, η μητέρα μου έφυγε από μελαγχολία έναν χρόνο μετά. Έζησαν μαζί 52 χρόνια. Πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Και όταν έχεις τέτοια δυνατά πρότυπα, δύσκολο να βρεις κάτι άλλο», είπε στην αρχή της συζήτησης, δίχως να κρύβει τη λατρεία για τους ανθρώπους που την υιοθέτησαν και την περιβάλλανε με αγάπη και στοργή από την πρώτη στιγμή.
Παντρεμένη από το 2008 και μητέρα δύο παιδιών (ενός αγοριού και ενός κοριτσιού), η Ε. διηγήθηκε το πώς αποκαλύφτηκε ότι είναι υιοθετημένη: «Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε Σκόπελο για διακοπές. Εκεί είναι το πατρικό του πατέρα μου. Το 2021 ήταν η πρώτη φορά που δεν ακολούθησε ο σύζυγός μου, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Πήγα με τα παιδιά κι ένα ζευγάρι φίλων μας, που φιλοξενούσα στο νησί. Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, συνάντησα μία γνωστή του συχωρεμένου του πατέρα μου, η οποία μάς καλωσόρισε και είπε: «Μοιάζεις πολύ σαν να σε έφεραν αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή. Σε αγαπούσαν πολύ, σε λάτρευαν». Σε κλάσματα δευτερολέπτου κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά παρέμεινα ψύχραιμη. Θέλησα να μη δείξω πως είχα άγνοια του θέματος. Ούτε φυσικά πως υπέστην σοκ από την αποκάλυψη, παρότι κόντευα να σωριαστώ από την ταραχή μου».

Τα λόγια της ηλικιωμένης Σκοπελίτισσας στην Ε., η οποία πάντως δεν διέκρινε χαιρεκακία στη νύξη που της έκανε, όπως ήταν φυσικό, την κλόνισαν. «Το είπε αυθόρμητα, δεν ενήργησε όπως οι διάφοροι καλοθελητές. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Βέβαια, μόλις την αποχαιρέτησα και βρήκα την υπόλοιπη παρέα, άρχισα ασυναίσθητα να κλαίω. Τους διηγήθηκα τι συνέβη και η πρώτη μου κίνηση ήταν να καλέσω στο τηλέφωνο τη θεία μου, γυναίκα του αδελφού της μητέρας μου. Γνωρίζει τα πάντα για μένα. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα, ήταν: «Έμαθα ότι είμαι υιοθετημένη. Ισχύει;». Εκείνη τα έχασε. Με τα πολλά, το παραδέχθηκε συγκινημένη. Έπειτα θέλησα να μάθω εάν οι βιολογικοί μου γονείς ήταν ζωντανοί. Δεν γνώριζε…».
Καθώς οι ώρες περνούσαν, η Ε. προσπαθούσε να αποδεχθεί όσα είχε μάθει, αν και τα συναισθήματά της ήταν πολύπλοκα. «Δεν είχα νιώσει πιο μόνη και μετέωρη. Τα πρώτα 24ωρα αυτά τα συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα μου. Από πού ερχόμουν; Ποια μάνα με γέννησε; Σκεφτόμουν διαρκώς τα χειρότερα».

Η αναζήτηση των ριζών στο «Μητέρα»
Το επόμενο βήμα της Ε. ήταν να αρχίσει να αναζητά περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς έγιναν όλα: «Όσο ήμουν στο νησί και κατόπιν πολλών τηλεφωνημάτων, έμαθα ότι η υιοθεσία έγινε μέσω κρατικού ιδρύματος. Οι δικοί μου απευθύνθηκαν στο Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα». Περίμεναν τρία χρόνια από τότε που έκαναν αίτηση. Εκείνη την εποχή οι διαδικασίες ήταν πιο δύσκολες. Με πήραν σπίτι όταν ήμουν τεσσάρων μηνών. Ερχόμενη στον Βόλο, άρχισα τις απαραίτητες ενέργειες, για να βρω μια άκρη. Ανακάλυψα ότι γεννήθηκα στην Αθήνα. Έκλεισα ραντεβού στο «Μητέρα», για να παραλάβω τον φάκελό μου. Αυτά έγιναν μέσα Σεπτεμβρίου. Έφθασα στο ίδρυμα. Έδωσα τα στοιχεία μου στο θυρωρείο και περίμενα τη διευθύντρια να με καλέσει στο γραφείο της. Πώς κύλησε η αναμονή; Τότε εξομολογήθηκα στον σύζυγό μου πως ένιωθα οικεία εκεί μέσα. Η διευθύντρια μού είπε ότι οι περισσότεροι έχουν το ίδιο συναίσθημα. Πήρα τα χαρτιά, μου διηγήθηκε εν τάχει το story, ενώ βρήκα και την πρωτότυπη ληξιαρχική πράξη γέννησής μου. Στο ίδρυμα μου είχαν δώσει προσωρινά το όνομα Θεοδοσία, που η ετυμολογία του είναι «δοσμένη από τον Θεό». Διαβάζοντας το όνομα της βιολογικής μητέρας μου, η υπεύθυνη του «Μητέρα» με προειδοποίησε ότι θα έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη για το χειρότερο και θα δυσκολευόμουν να την εντοπίσω». Φεύγοντας από το ίδρυμα, η Ε. ένιωσε για μία ακόμη φορά τον εαυτό της κατακερματισμένο. «Περνώντας την έξοδο από το «Μητέρα» ξανάνιωσα μοναξιά», εξομολογήθηκε.

Ο εντοπισμός της βιολογικής μητέρας και η συγκινητική επανασύνδεση
Η γυναίκα που έφερε στη ζωή την Ε. σε ηλικία δεκαπέντε ετών, εντοπίστηκε στην Αθήνα, όπου ζει κοντά στον μισό αιώνα έπειτα από τη μετακόμισή της από την Καρδίτσα. Εξήντα δύο ετών, πλέον, διατηρεί κατάστημα καφέ στο Παγκράτι με τον μετέπειτα σύζυγό της, με τον οποίον έκανε άλλα δύο παιδιά. Η Ε. μίλησε για το πώς εξελίχθηκε η πρώτη επίσκεψή της: «Αποφάσισα να την επισκεφτώ στην Αθήνα. Φτάνουμε έξω από το καφέ. Ήταν εκεί. Την αναγνώρισα με την πρώτη ματιά, άλλωστε η ομοιότητά μας είναι μεγάλη. Με σέρβιρε ο σύζυγός της – ευγενέστατος άνθρωπος – εκείνη καθόταν σ’ ένα τραπέζι έξω. Διασταυρώσαμε τα βλέμματά μας, αλλά δεν της μίλησα τότε. Δεν ήθελα να την αναστατώσω ούτε να προκαλέσω χάος στη ζωή της. Έφυγα από το μαγαζί και πήγα σε μία ξαδέλφη μου στην Αθήνα, με τον σύζυγό της να προτείνει να της ετοιμάσω ένα γράμμα. Σκέφτηκα πως αυτό ήταν το καλύτερο. Ένιωσα τεράστια ανακούφιση με τη λύση αυτή, γιατί το πώς θα την προσέγγιζα, μου έμοιαζε με βουνό. Με τη βοήθεια μίας καλής φίλης μου, η οποία είναι δικηγόρος, συντάξαμε μία επιστολή και της έγραψα για μένα και ότι έμαθα πως δόθηκα για υιοθεσία από εκείνη. Μια άλλη φίλη μου ανέλαβε να παραδώσει ιδιοχείρως το γράμμα στη βιολογική μητέρα μου, καθώς θα πήγαινε στην Αθήνα. Κάποια στιγμή, με καλεί στο τηλέφωνο, αφού της είχε δώσει την επιστολή και μίλησα μαζί της για πρώτη φορά».
Η συγκίνηση περίσσεψε στην πρώτη συνομιλία μάνας και κόρης, με την πρώτη να αποκαλύπτει πως αναγκάστηκε να προβεί στην υιοθεσία, αφού ήταν ανήλικη και πήγαινε ακόμη στο γυμνάσιο. Η τωρινή της οικογένεια ήταν ενήμερη για το συμβάν, με την Ε. να αποκαλύπτει λεπτομέρειες: «Από τη φίλη μου, η οποία παρέδωσε το γράμμα, έμαθα πως ο άντρας της μόλις είδε τι έγινε, πήγε κάτω από μία εικόνα της Παναγίας και προσευχήθηκε, λέγοντας «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που έφερες στον δρόμο μας το κορίτσι αυτό». Αυτά έγιναν ημέρα Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου.
Κατέβηκα δεύτερη φορά στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά μου και την επισκέφτηκα στο σπίτι της. Ανοίγει η πόρτα και βλέπω μέσα είκοσι άτομα να με περιμένουν. Μια τεράστια αγκαλιά. Ένιωσα τόσο σημαντική, όπως τη στιγμή που γέννησα τα παιδιά μου. Όλοι έκλαιγαν μπροστά μου, αν και εγώ ήμουν συγκρατημένη, αφού βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ. Αρχίσαμε τις συστάσεις και άρχισε να μου εξιστορεί λεπτομέρειες για το πώς προέκυψε η εγκυμοσύνη, με έναν μεγαλύτερο άντρα, ο οποίος σπούδαζε Ιατρική εκείνη την εποχή. Η σχέση τους τελείωσε και δεν τον ξαναείδε έκτοτε, ενώ πληροφορήθηκε τυχαία πως πέθανε πριν τρία-τέσσερα χρόνια. Τότε, εκείνη δεν αποκάλυψε ποτέ πως ήταν έγκυος, ώστε να μη θεωρήσει πως ήθελε να τον κρατήσει κοντά της με αυτόν τον τρόπο. Κι όταν γέννησε, με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειάς της, με άφησε στο «Μητέρα». Ακούγοντας την εκδοχή της, που βρήκα αφοπλιστικά ειλικρινή, προσπάθησα να την καταλάβω, κυρίως για τις δυσκολίες υπό τις οποίες εξελίχθηκε η σχέση της εκείνη. Επιχείρησα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της και τη δικαιολόγησα, δίνοντάς της ελαφρυντικά».
Στην ερώτηση για το εάν διέκρινε ενοχές στη μητέρα της για την ενέργειά της προ 47ετίας, η Ε. απάντησε κατηγορηματικά: «Σαφέστατα. Όμως, για εκείνη το γεγονός πως την αναζήτησα και συναντηθήκαμε, ήταν μεγάλη λύτρωση. Όλα αυτά τα χρόνια, κάθε φορά που πλησίαζαν τα γενέθλιά μου τον Ιούλιο, ένιωθε απίστευτη συντριβή. Πολλές φορές με αναζήτησε, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιο στοιχείο»

Πώς κύλησαν οι επόμενοι μήνες
Η αποδοχή της Ε. από την οικογένεια της βιολογικής μητέρα της παραμένει το μεγαλύτερο κέρδος για την 47χρονη, που είπε: «Κρατάω το ότι με αποδέχθηκαν όλοι από την πρώτη στιγμή και πλέον υπάρχει μία πολύ όμορφη επικοινωνία, ιδίως με τα αδέλφια μου. Έχω μία αδελφή 37 ετών, με την οποία μοιάζουμε απίστευτα και έναν αδελφό πέντε χρόνια μικρότερο. Ήρθαν και εκείνοι στον Βόλο, ενώ και εμείς τους επισκεφτήκαμε ξανά στην Αθήνα. Βέβαια, όλα θέλουν τον χρόνο τους. Αυτές οι σχέσεις «χτίζονται» εν καιρώ. Εξίσου σημαντικό θεωρώ τη θετική αντίδραση των συγγενών της θετής οικογένειάς μου. Όλοι το γνώριζαν. Και αυτό είναι κάτι που με συγκλόνισε, περισσότερο και από το άκουσμα της υιοθεσίας. Άπαντες σεβάστηκαν την επιθυμία των γονέων μου να μην το μάθω».
Κλείνοντας, πάντως, τη συζήτηση, η Ε. ανακάλεσε στη μνήμη της το ζευγάρι που ανέλαβε τη γονική της μέριμνα. Και στο υποθετικό σενάριο για το εάν θα έψαχνε τη βιολογική της οικογένεια, σε περίπτωση που οι θετοί γονείς της ζούσαν ακόμη ή θα το θεωρούσε αχαριστία απέναντί τους για όσα της πρόσφεραν, ανοίγοντας την καρδιά της σημείωσε: «Την αλήθεια; Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα εάν βρίσκονταν εν ζωή. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Πολλοί θέτουν το ερώτημα: «Γονιός είναι αυτός που σε γεννάει ή σε μεγαλώνει;». Τι πιστεύω; Αυτός που σε μεγαλώνει. Ξεκάθαρα. Και εάν τώρα ήταν στη ζωή αμφότεροι και είχε μαθευτεί, εγώ θα τους έλεγα ότι τους αγαπώ ακόμη περισσότερο για όλα αυτά που μου πρόσφεραν. Έδωσαν τη ζωή τους, την ψυχή τους και με έκαναν αυτή που είμαι τώρα».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το