Άρθρα

Η πυρκαγιά στις παράγκες των προσφύγων στην πλατεία Ρήγα Φεραίου

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα – Σταθαρά

Στον Βόλο, στις 12 Φεβρουαρίου 1936, πριν 85 χρόνια ακριβώς, εκτυλίχτηκε μια προσφυγική τραγωδία. Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου ξέσπασε μια φοβερή πυρκαγιά, που κατέστρεψε τις παράγκες των προσφύγων, που τις χρησιμοποιούσαν για μαγαζιά και σπίτια μαζί.
Οι τοπικές εφημερίδες της επόμενης ημέρας παρουσιάζουν στα πρωτοσέλιδά τους με πηχυαίους τίτλους το συγκλονιστικό γεγονός.
Η «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της Πέμπτης 13 Φεβρουαρίου 1936 στο πρωτοσέλιδο γράφει:
«Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΗΓΜΑΤΩΝ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟΥ – ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΘΥΜΑΤΑ – ΑΙ ΕΠΕΛΘΟΥΣΑΙ ΖΗΜΙΑΙ – Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ – Η ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ – ΑΙ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΣΑΙ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ – ΜΕΤΡΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΝ ΤΩΝ ΠΥΡΟΠΑΘΩΝ».
Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, όπως και στην πλατεία Ελευθερίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων στον Βόλο, «ξεφύτρωσαν» διάφορα μικρομάγαζα-παράγκες, που τα άνοιξαν πρόσφυγες, για βιοπορισμό. Στην αρχή οι αρχές του Βόλου έδειξαν ανοχή. Όμως, σιγά-σιγά, άρχισε να δημιουργείται πρόβλημα στην εμπορική αγορά. Οι παράγκες των προσφύγων «κέρδιζαν» την πελατεία. Οπότε άρχισε η δυσαρέσκεια και η αντιπαλότητα από τους γηγενείς εμπόρους κατά των προσφύγων.
Οι επαγγελματίες του Βόλου δηλώνουν πως θα ενεργήσουν «όπως αρθούν οι παράγκες τόσον της πλατείας Ελευθερίας, όσον και της πλατείας Ρήγα Φεραίου» («ΘΕΣΣΑΛΙΑ», 03-12-1929). Έτσι οι παράγκες της πλατείας Ελευθερίας, τον Μάιο του 1930, «ύστερα από διάφορες ενέργειες, διαμαρτυρίες κ.λπ. κατορθώθηκε να γκρεμιστούν, διά της βίας μάλιστα…», σημειώνει ο δημοσιογράφος Άθως Τριγκώνης («ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ», 07-06-1933).
Έμειναν οι παράγκες της πλατείας Ρήγα Φεραίου. Εμείς στο σημερινό μας σημείωμα, θα παρακολουθήσουμε τα γεγονότα, που διαδραματίστηκαν εκεί από δύο αυτόπτες μάρτυρες.

Οι παράγκες των προσφύγων στην πλατεία Ρήγα Φεραίου. (φωτ. αρχείο Κ. Αβτζή. Από το βιβλίο της Ελένης Γ. Τριάντου «Ο Βόλος μέσα από την ομίχλη του χρόνου». Έκδοση ΓΡΑΦΗ, Βόλος 1994, σ. 203)

Ο Νίκος Κουρούμαλος περιγράφει
Ο αείμνηστος Νίκος Διονυσίου Κουρούμαλος, παιδί, τότε, 12 χρόνων (είχε γεννηθεί εδώ από γονείς Εγγλεζονησιώτες, πρόσφυγες), σε βιβλίο του («Το ταξίδι της ζωής μου από το 1924» (2017), σε επιμέλεια του υπογράφοντος), γράφει (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου):
[Οι παράγκες των προσφύγων στην πλατεία Ρήγα Φεραίου]
Στης παράγγες άρχισε να διμηουργίτε πρόβλημα ύπαρξις τους. Λόγω της θέσεως, που είχαν, ανταγωνιζόταν πολύ την κεντρική αγορά του Βόλου, όσο και στα Παλιά. Η έμπορι των αγορόν αυτόν προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να της ξηλόσουν… Από την άλλη και αυτή, που είχανε της παράγγες, δεν κάθονταν με σταυρομένα τα χέρια. Το αντίθετο…Κάνανε συνελεύσις… Θυμάμε πόσο μαχιτική ήταν η ομιλητές (η συνελεύσις γίνονταν στο καφενείο της Γιαγιάς μου, όπου πρώτος και καλύτερος ακροατής ήμουν εγώ).
Πράγματι η θέση, που ήταν η παράγγες, ήταν προνομιακή. Ήταν στο μάτι της αγοράς. Από την μια, η είσοδος της πόλυς από τον Αλμυρό και κάμπο Θεσαλίας. Δίπλα ο σιδηροδρομικός σταθμός που ήταν το μόνο μέσο μεταφοράς από Λάρισα και Καλαμπάκα. Μόλις κατεβένανε από το τρένο συναντούσανε την αγορά στης παράγγες. [Από την άλλη] το λιμάνι ήταν στην πόρτα τους. Αυτή όλοι μπορούσαν να βρουν τα πάντα, από τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια υφάσματα, εργαλία, για την δουλιά τους. Τα πάντα, σε πολύ καλές τιμές, χωρίς να υστερούν σε πιότητα. Για να καταλάβεται υπήρχαν μαγαζιά, που πουλούσαν υφάσματα [όπως] του Μπασματζίδη, [του] Δανού και άλλα. Επίσης μαγαζιά με έτιμα ρούχα… που πουλούσαν παντελόνια, σακάκια, μέχρι κουστούμια…και ό,τι ήθελες… Με λίγα λόγια έβρισκαν ό,τι ήθελαν συγκεντρομένα σε τιμές της καλύτερες και με κάθε εξηπερέτιση, γιατί η πρόσφυγες, που είχαν τα μαγαζιά, ήταν πολύ καλή για την δουλιά, που κάνανε.
[Η πυρκαγιά στις παράγκες των προσφύγων]
Η Μαγαζάτορες από τα Παλιά και τον Βόλο πήραν κρυφά την απόφαση να βάλουν φωτιά. Αυτό, βέβεα, ποτές δεν εξακριβόθυκε, αλλά τη κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;
Στης παράγγες υπύρχε ένας νυκτοφύλακας, ο μπάρμπα Χατζής. Δουλιά του ήταν να προσέχη για κλέφτες και άλλα κακοπϊά στιχία. Όλη νύκτα πήγενε από την μία άκρη έως την άλλη, προσέχοντας να μην συμβή κάτι.
Όπως μάθαμε αργότερα η εμπριστές κινήθηκαν με αυτοκίνητο. Φωτιά βάλανε σε τρία σημία. Ένα στο πίσω μέρος στο ραφίο Βασίλη Σταυρίδη, που βρίσκονταν στην πλευρά προς το παλιό Δημοτικό Θέατρο. Δεύτερη στο φούρνο του Βλασταρίδη [που] βρίσκονταν στο κέντρο. Τρίτη στο ξηλουργίο Καμηλάκη προς την πλευρά της οδού Παπαδιαμάντη απέναντι από της φυλακές. Την φωτιά που βάλανε στον φούρνο, τους πήρε είδησει ο Βλασταρίδης και την έσβισε. Η άλλες όμως φούντοσαν, που λόγω ότι ήταν ξήλινα, πήραν γρήγορα μεγάλες διαστάσης. Δίπλα στο ραφίο ήταν το μπακάλικο του Κεσμετζή, που κοτικούσαν πάνω, αυτός η γυνέκα του και τα δυο κορίτσια τους. Μόλις που μπόρεσαν να σωθούν. Στην άλλη πλευρά, στου Καμηλάκη, μέσα έμενε ο πατέρας Καμηλάκης με τον ένα γιο του τον Κομνηνό με τον οπίο ήμαστε σημαθιτές στο 9ο σχολείο, πέμπτη τάξι. Μπόρεσαν και κατέβικαν. Αυτή η φωτιά φούντοσε. Ο Κομνινός είδε μέσα στο μαγαζί το ποδήλατό [του] και πριν προλάβη να τον συγκρατήσει ο πατέρας του, όρμισε μέσα στη φωτιά να το βγάλι. Μπένοντας μέσα, κατέρευσε το πάνο πάτομα και [τον] πλάκοσε. Ο πατέρας προσπάθησε να τον γλιτόσει, αλλά δεν μπόρεσαι να κάνει τίποτα. Έπαθε πολλά εγγάβματα, αλλά το παιδί κάϊκε. Την άλλη μέρα ψάχνοντας στα αποκαΐδια βρήκαν ό,τι απόμινε. Το είδα, που τα κρατούσε στα χέρια του ο Καλούμενος. Πυροσβεστική δεν υπήρχε. Προσπαθούσανε με κάτι αυτοκίνητα-καταβρεχτίρες του Δήμου να σβίσουν τη φωτηά. Το κατόρθοσαν, αφού κάϊκε μεγάλο μέρος από της παράγγες. Εγώ κιμόμουν στη Γιαγιά. Η παράγγα βρίσκονταν κοντά στο φούρνο του Βλασταρίδη. Η Γιαγιά ξύπνισε. Με ξήπνισαν και εμένα. Η φωτιές βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση. Με έντισε, με πήρε ο θείος Γιώργης και πήγαμε στη θεία Κατερίνα, που έμενε στη στρατόνα [εννοεί την τούρκικη στρατώνα στην πλατεία Ρήγα Φεραίου]. Εγώ γύρισα πίσο και κιτούσα της προσπάθιες, που κάνανε να σβίσουνε την φωτιά. Τότες έμαθα, πως κάϊκε ο Καμηλάκης. Ήταν Φεβρουάριος 1936».

Ο μικρός Νίκος Κουρούμαλος, που βοηθούσε στο καφενείο-παράγκα της γιαγιάς του. Φοράει ποδιά εργασίας και είναι ξυπόλυτος! Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο φωτογραφείο-παράγκα του Γεωρ. Αποστολίδη το 1935, που κάηκε στην πυρκαγιά (αρχείο Νίκου Κουρούμαλου)

Ο Δημήτριος Μαμάτσης αφηγείται
Ο δεύτερος αυτόπτης μάρτυρας είναι ο μακαρίτης Δημήτριος Μαμάτσης κάτοικος Νέας Ιωνίας, που είχε μαγαζί στις παράγκες Ρήγα Φεραίου, που κάηκε στην πυρκαγιά. Θα μας πει σε συνέντευξη του (03-01-1995):
«Ήμουν είκοσι δύο χρόνων. Η καταγωγή μου είναι από τη Ραψάνη Ολύμπου. Μέσα στις παράγκες αυτές υπήρχαν και δυο-τρία μαγαζιά ντόπιων, γιατί είδαμε ότι υπάρχει πρόοδος των Μικρασιατών, κόλλησαν κι αυτοί εκεί για να μπορέσουν να επιζήσουν…

Πώς ήταν οι παράγκες
– Αρχινούσαν. Πριν μπούμε στα Παλιά, πριν περάσουμε τις γραμμές για τα Παλιά, γωνία, τελευταία γωνία, από εκείνη τη γωνία μέχρι τη γωνία εδώ στο δημοτικό θέατρο, που περνάει το αυτοκίνητο για να μπει Ιάσονος. Οι παράγκες ήταν στη γραμμή, ακριβώς στο πεζοδρόμιο προς την πλατεία και ήταν φτιαγμένες όλες από σανίδια. Είχαν πάρει άδεια όλοι αυτοί από το Υπουργείο και τις φτιάσαν, επειδή η πλατεία υπαγόταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και τους είχε ενοικιάσει τότε η κυβέρνηση.
– Μέσα στις παράγκες ήταν περίπου 35 κατοικίες, όπως ο Καμηλάκης, ο Αϊβαζόγλου, ο Καχραμανίδης…
– Τα μαγαζιά αυτά δούλευαν καλύτερα από τους εμπόρους της Δημητριάδος και των Παλαιών, γιατί όταν κατέβαιναν με τα τρένα από τον κάμπο όλον, γιατί τότε δεν υπήρχε άλλη συγκοινωνία, έπεφταν απάνω στα μαγαζιά αυτά. … Δε γύρευαν και πολλά κέρδη οι Μικρασιάτες έμποροι. Έξυπνοι τρομερά, είχανε φτηνότερες τιμές. – Οι παράγκες άνοιξαν το 1923 με ’24.

Πώς ξεκίνησε η πυρκαγιά
– …Ένας φίλος από το Λιμεναρχείο, μου λέει ένα βράδυ: «Κοίταξε, έλα να κοιμάσαι εδώ στο μαγαζί, γιατί δεν τα βλέπω καλά τα πιάτσα». Εμένα μου μπήκαν οι διαβόλοι. Φεύγω απ’ το δωμάτιο και έρχομαι και στρώνω ένα κρεβάτι ξύλινο (ράντζο) και κοιμόμουνα στο μαγαζί…
Όπου ένα βράδυ του Φεβρουαρίου…μετά από μια κακοκαιρία τρομερή, ένα χιονάτο αέρι, δυνατό κρύο, αισθάνομαι λιπόθυμος και βρίσκομαι απέναντι στα ντουβάρια του σιδηροδρόμου. Ο μπάρμπας του γιατρού του Τσιλιβίδη, ο Γρηγόρης ο Τσιλιβίδης… είδε τη φωτιά από τρεις μεριές. Πετάχτηκε, λοιπόν σ’ εμένα. Έσπασε την πόρτα και με πέταξε λιπόθυμο απέναντι στο ντουβάρι και με σκέπασε με κάτι πράγματα… Εν τω μεταξύ το πρωινό εκείνο, εμένα με πήγανε στο νοσοκομείο, γιατί ήμουν άσχημα, γλίτωνα δε γλίτωνα.
– Απ’ το μαγαζί μου δεν έμεινε τίποτε…».
Ο απολογισμός βαρύς. Νεκρό ένα νεαρό παιδί και ανυπολόγιστες ζημιές στις περιουσίες των προσφύγων. Όμως οι πρόσφυγες δε λύγισαν. Σε άλλα σημεία της πόλης και της Νέας Ιωνίας έστησαν άλλα μαγαζιά, εργάστηκαν, πάλεψαν, ορθοπόδησαν. Σήμερα ο ανταγωνισμός πλέον μεταξύ γηγενών και προσφύγων φαίνεται σαν κάτι που δεν υπήρξε ποτέ, που, όπως σημείωσε ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης (1980-81) σε σχετικό άρθρο του (ΒΗΜΑ, Κυριακή 10-01-1993): «Η αφομοίωση του ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων πέρασε στην αρχή μια σκληρή δοκιμασία, για να αμβλυνθεί τελικώς προς όφελος όλων».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το