Θ Plus

Η πολιτεία των βράχων – Πορεία στα Χτένια της Ανεμούτσας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από το να είσαι θρονιασμένος στα ύψη, τα οχυρωμένα από τις γνώσεις, κι από τις γαλήνιες αυτές κατοικίες να ρίχνεις το βλέμμα στους άλλους και να τους βλέπεις να τρέχουν πέρα δώθε, ψάχνοντας στα τυφλά, τον δρόμο της ζωής, να μοχθούν και να τσακίζονται να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του πλούτου ή της εξουσίας…».
Λουκρήτιος, De rerum natura, ΙΙ,7-13.

Όταν τύχει – οδεύοντας από Αγριά προς Λεχώνια – και ρίξεις ένα βλέμμα στο Πήλιο, θα το τραβήξει – είναι βέβαιο – μια συστάδα βράχων που φαντάζει ξένη με το γενικότερο περιβάλλον του βουνού. Το ερώτημα είναι πώς ξεφύτρωσαν αυτά τα βράχια σ’ εκείνο το σημείο. Ποιο «χέρι» τα έσπειρε έτσι, ανάμεσα στους ελαιώνες και τις τραχιές χαράδρες του εινοσίφυλλου;
Η αληθινή φύση είναι ωμή, ειλικρινής και δίχως υπεκφυγές, αλλά τόσο αναίσχυντη, διδάσκουν οι Κ υ ν ι κ ο ί, που οι άνθρωποι δεν θέλουν να την πλησιάσουν.
Ωστόσο με την άσκηση μπορεί κανένας να προσεγγίσει τη φύση, να κατακτήσει τη γνώση της και να φτάσει στην ποθούμενη «αρετή». «Υπάρχει μια πυραμίδα αξιών, στην κορυφή της οποίας δεσπόζει το «αγαθό»», λέει ο Πλάτων. Όμως δίχως άσκηση δεν μπορεί να κατακτηθεί κανένα αγαθό…
Κάθε φορά λοιπόν που περνούσα από την Αγριά, σβάρνιζα το βλέμμα μου σε αυτές τις απρόσιτες «ιδέες» των βράχων, που έστεκαν ως ανατρεπτικές ιδέες στο κατά τα άλλα ομαλό ανάγλυφο των πηλιορείτικων κορυφών.
Ώσπου μια μέρα, πήρα την απόφαση να τις κατακτήσω! Πώς όμως προσεγγίζονται οι ιδέες ενός απρόσιτου φαινομένου ή μιας απρόσιτης ιδέας;


*
Πάνε τριάντα χρόνια που πρωτοείδα αυτά τα δαντελωτά βράχια. Δοκίμασα τότε μια πρώτη απόπειρα να σκαρφαλώσω έως εκεί.
Από την Αγριά πήρα τον δρόμο για τη Δράκεια και κάπου στη μέση είδα ένα χωμάτινο μονοπάτι που ανηφόριζε, μεσ’ από λιοπερίβολα προς τις πριονωτές «ιδέες» του βουνού. Τότε εξαρκούσε η ανάβαση μέχρι το πλησίασμα των βράχων.
Έφτασα έως τη βάση τους. Δοκίμασα έπειτα να αναρριχηθώ, αλλά το μόνο που κατάφερα, ήταν να πλησιάσω τον πρώτο από τους πετρώδεις κυματισμούς της, σημείο που θεωρούσα οριακό.
Το πράγμα ξεχάστηκε, αφού ικανοποιήθηκε η πρώτη και βασική ανάγκη της προσέγγισης του φυσικού τοπίου.
Πέρασαν τα χρόνια. Έσκυψα κάπως περισσότερο στη μελέτη και στην εξοικείωση του περιβάλλοντος.
Είναι αλήθεια πως ποτέ, όπως περνούσα από την Αγριά, δεν ξεχνούσα αυτό που έβλεπα και πάντα με τραβούσε εκείνο το κάτι που δεν ε γ ν ώ ρ ι ζ α ολοκληρωτικά.
Εκπαιδεύτηκα λοιπόν στις έννοιες του φυσικού περιβάλλοντος κι ασκήθηκα στην εφαρμογή της Πρωταγόρειας θεωρίας, γύρω από την ταυτότητα της Φύσης και του προορισμού της.
Πέρασαν τριάντα χρόνια, περίπου, τόσα όσα ορίζουν και οι θεμελιώδεις κανόνες της Πλατωνικής Ακαδημίας, για «να βιώσει κανείς την αποκάλυψη της αλήθειας και της γνώσης».
Τριάντα χρόνια μελέτης και συνεχούς εκπαίδευσης, υποστηρίζει ο Πλάτων, πως «απαιτούνται για να θεωρηθεί κανείς ότι είναι έτοιμος να εισέλθει στο βασίλειο της γνώσης».
Μελέτησα, γι’ αυτό, ένα απόσπασμα από την «Πολιτεία» του, που λέει πως η ανάβαση προς το Αγαθό, προϋποθέτει τη συστηματική χαρτογράφηση των Ιδεών και την αναζήτηση των κριτηρίων της γνώσης και της αλήθειας.
Η θεωρία των Ιδεών, είναι γεγονός, μου προσέφερε το κριτήριο της γνώσης. Κι αυτό γιατί η κατάκτηση των Ιδεών οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Μόνο που αυτή η κατάκτηση, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Γιατί, ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν τη φυσική προδιάθεση ή την ισχυρή βούληση ν’ ακολουθήσουν τις διαδρομές που υποδεικνύει ο Πλάτων προς την κορυφή των Ιδεών.


«Απαιτούνται», σημειώνει ο Πλάτων, «τριάντα χρόνια αυστηρής πειθαρχίας και εκπαίδευσης και επιπλέον αναγκαία γνώση του δρόμου προς τον θάνατο»…
Ε! Αφού πέρασαν τριάντα χρόνια συνεχούς και αδιάκοπης μελέτης κι εμπειρίας στη φύση, ξαναήρθε στην επιφάνεια η πριονωτή κορδέλα των βράχων, ως μία αλήθεια, η κορυφή της οποίας δεν είχε ποτέ κατακτηθεί.
Μπορεί να μου είχε αποκαλυφθεί η φυσική τους οντότητα, αλλά ποτέ δεν πλησίασα την ο υ σ ί α τους και ποτέ δεν κατέκτησα την κορυφή τους, πράγμα που έως τώρα θεωρούσα ανέφικτο.
Η κατάκτηση της ομορφιάς, της γνώσης και της ευδαιμονίας, είναι το ζητούμενο της κάθε α ν ά β α σ η ς προς την κορυφή, όποια κι αν είναι, ανεξάρτητα από τον υψομετρικό της δείκτη.
Αυτή λοιπόν η κατάκτηση τόσον καιρό έψαχνε νάβρει διέξοδο προς την κορυφή της βράχινης δαντέλας.
Επιτέλους πήρα την απόφαση να ριχτώ στην προσέγγιση της κορυφής, με όποιες δυνάμεις και γνώσεις διέθετα έως τότε, για να προσοικειωθώ, το «υπερλογικό στοιχείο» αυτής της παράξενης φύσης.
*
Πήρα τον δρόμο γι’ αυτό που οδηγεί στη Δράκεια. Καθώς ανηφόριζα, σταματούσα κάθε τόσο, για να παρατηρώ το παράξενο σύμπλεγμα των βράχων που έμοιαζε με πλυμένο ρούχο στην κρεμάστρα.
Στη στροφή προς Ανεμούτσα ένας τσιμεντένιος δρομάκος ανηφορίζει μέχρι το ξωκλήσι της Παναγίτσας.
Διασχίζω αγροκτήματα με καλύβια. Αφού διαγράψω δυο τρεις κύκλους ανηφορικούς προσεγγίζω τον αυχένα της Ανεμούτσας, βόρεια από την κορυφή Χτένι.
Μεσ’ από περιβόλια φτάνω μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα.
Ο δρόμος σταματάει εκεί. Η προσπέλαση δεν είναι δυνατή. Συλλογούμαι τότε τον Λουκρήτιο, πώς «διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες και περπάτησε στο απέραντο σύμπαν, με λογισμό και πνεύμα».
Mε λογισμό λοιπόν στράφηκα στην περίφραξη αυτού του χτήματος κι αναζήτησα κάποια τρύπα που να με περάσει στο άβατο των βράχων. Βρήκα ένα κενό, από το οποίο πέρασα στο ξένο κτήμα.
Διέσχισα το ελαιοπερίβολο και στην άκρη του διέκρινα ένα μονοπατάκι, που σκαρφάλωνε στη δύσβατη λόχμη και προωθούνταν βαθιά μέσα στο δασωμένο λόγγο. Το πήρα με κρύα καρδιά.
Προωθήθηκα έτσι για κάμποσο ανηφορώντας δύσκολα, ώσπου έπεσα σε ένα τειχίο από όρθια βράχια. Χρησιμοποίησα και τα χέρια για να καβατζάρω αυτό το όρθιο τείχος. Μπροστά μου τώρα αποκαλύφθηκε ένα αντίκλινο, με απότομες πέτρινες κόψεις και πίσω του μια σέλα διαμελισμένων βράχων, η οποία οδηγούσε στον ποθητό μου στόχο.
Επιχείρησα να ανέλθω τις βαθμίδες των σκαλωτών βράχων, με κάθε τρόπο. Όμως αυτοί είχαν κυματοειδή σύσταση κι έπρεπε να ανεβοκατεβαίνω χρησιμοποιώντας, ασφαλώς, και τα χέρια μου.
Ήταν μια βραχοβελονιά αυτή η τραχιά ραφή της δεσπόζουσας πέτρας, που αποκάλυπτε τη μαγεία ενός πανοραμικού θρόνου.
Έστρεψα το βλέμμα μου στο περιβάλλον. Εδώ πάνω στη ραφή των βράχων, η φύση ακολουθούσε δικό της οργανόγραμμα, αφού έχει τον δικό της τρόπο ν’ αυτορυθμίζεται και να δεσπόζει στις ακρότητες.


Ένιωσα πια πως πατώ εκεί που πατάνε τ’ αγρίμια. Τα κεντίδια των βράχων δεν επιτρέπουν καν τη σκέψη να περάσει αποδώ ο άνθρωπος.
Αμέσως αναλογίστηκα: Ποιος είναι ο ορισμός της κορυφής; Ποια ηδονή προσφέρει η κατάκτησή της;
Η Ιδέα της κορυφής ήταν κοντά. Αλλά πόση μελέτη κι εξοικείωση χρειάστηκε αυτή η Ιδέα, για να πραγματωθεί; Οι δύσβατες διαδρομές, οι δυσκολίες προσπέλασης και όλες οι ενδεχόμενες ανατροπές, είναι σε θέση να αποκαλύψουν τη «βατότητα» της απρόσιτης Ιδέας;
Έφτανα λοιπόν περιδεής στην κορύφωση του δράματος εκείνης της απόπειρας. Ο κυματιστός βράχος με καρτερούσε, για να μου ανοίξει ένα παράθυρο πολυεστιακό, τόσο σε επίπεδο θέας, όσο και ευδαιμονίας που χαρίζει ένα τέτοιο εγχείρημα επίπονης κατάκτησης του θαυμαστού…
Τους περισσότερους τους φοβίζει το κακοτράχαλο έδαφος που μαστίζεται από βράχια. Τα φυσικά εμπόδια τα θεωρούν ανυπέρβλητα. Ο όγκος τούς συνθλίβει. Το περιβάλλον τούς απορρίπτει. Κι όμως, αν οπλιστούν με θάρρος, θα σπάσουν την κρούστα του φόβου.
Κρατώντας σφιχτά το χαλινάρι του λογιστικού μέρους της ψυχής πετούσα κάτω στην ανθρώπινη κοιλάδα των στεναγμών όλα τα περιττά.
Έριξα ένα βλέμμα σε αυτή τη βουερή κοιλάδα, των παθών και των μόχθων. Χιλιάδες εποχούμενοι, με μάταιες ελπίδες και έγνοιες, τρέχανε καβάλα πάνω στα δυο ζαβά άλογα της ανάγκης, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Κι όλο μοχθούσαν, για πλούτο, επιβίωση ή εξουσία.
Ύστερα κοίταξα για λίγο το μεγαλείο της φύσης σταθμίζοντας το θαύμα της πετραίας διαλογής, μιας πολιτείας καταρρακτωδών βράχων που εκτείνονται διακριτοί από το υπόλοιπο περιβάλλον.
Εκεί ψηλά καταλαβαίνεις πως «η αιτία της νόσου των ανθρώπων είναι το δηλητήριο που σταλάζει μέσα τους η καθιστική νοοτροπία».
Μα γιατί, συλλογίστηκα, οι άνθρωποι να μην μπορούν να δουν «καθαρά», τι τους περιβάλλει, τι είναι αυτό που οδηγεί στην αληθινή ζωή, έτσι ώστε ελάχιστοι να έχουν το προνόμιο της διόρασης; Μα γιατί το ά ρ ρ η τ ο δεν λέγεται ούτε μοιράζεται, αλλά ούτε και φανερώνεται.
Ο άνθρωπος, δηλώνει ο Αριστοτέλης, άρχισε να φιλοσοφεί από θαυμασμό. Αλλά ο θαυμασμός αυτός δεν είναι μόνον αισθητικός, είναι πολύ βαθύτερος, φτάνει ίσαμε κει που αγγίζει την υπερφυσική έννοια.
Γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω. Είδα όλη την πορεία που πραγματοποίησα ανάμεσα σε λάσπες, ατραπούς και κακοτοπιές. Διέκρινα όλο τον δρόμο που διάνυσα. Το τερπνό συνδυάστηκε με τη γνώση.
Για τελευταία φορά, πριν τα εγκαταλείψω, ξαναγύρισα το βλέμμα μου κι εστίασα την προσοχή μου καταπάνω στα ανοικτίρμονα βράχια. Ο ατίθασος όγκος τους με συνέθλιβε και με ζωογονούσε ταυτόχρονα.
Μ’ όλα αυτά η παράξενη Πολιτεία των Βράχων στεκόταν πλασματικά απλησίαστη, μα ολόρθη, μέσα σ’ έναν κόσμο απρόσιτων ιδεών που αποκάλυπτε, με την ξεχωριστή, ανυπολόγιστη κι αληθινή ταυτότητα των συναρμογών της, την ουσία της ίδιας της ζωής.
Ήταν σα να είχα βγει από το πλατωνικό σπήλαιο, αντίκρισα το φως της γνώσης και μοιραία έπρεπε να ξαναγυρίσω στη σπηλιά, όπου συνωθούνται όλα τα μίζερα, τα μάταια, τα σκοτεινά…
Κι όμως! Εκεί πάνω είχα βιώσει «το ανάλογον των Πλατωνικών πόλεων στους ουρανούς με το γαλάζιο λάμπος»…

Φλεβάρης του ’15

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το