Άρθρα

Η πόλη και το Κοιμητήριο

του Γιάννη Πολυμενίδη*

Ο Lewis Mumford (1961), ιστορικός της Πολεοδομίας, τονίζει ότι η Πόλη των Νεκρών προηγήθηκε της Πόλης των Ζωντανών. Όπως έγραψε στο Ή Πόλη στην Ιστορία’: «… ο νεκρός ήταν ο πρώτος, που είχε ένα σταθερό κατάλυμα έναν τόπο, που οι ζωντανοί μπορούσαν να επισκεφθούν συχνά τους προγόνους τους…..η συλλογή της τροφής και το κυνήγι δεν ενθάρρυνε τη σταθερή κατοχή ενός και μόνου τόπου, ο νεκρός όμως απαιτούσε τουλάχιστον αυτό το προνόμιο….έτσι η Πόλη των Νεκρών είναι ο πρόδρομος, σχεδόν ο πυρήνας κάθε πόλης».
Η πόλη και το κοιμητήριο είναι στην πραγματικότητα χωρικές αναφορές σε δύο διαφορετικές φυσιολογικές καταστάσεις του ανθρώπινου σώματος στον χώρο. Η πόλη είναι ο χώρος που έχει οριστεί για τους ζωντανούς, και το κοιμητήριο ο χώρος που έχει οριστεί για τους νεκρούς.
Το κοιμητήριο, το έφερε μέσα στις πόλεις ο χριστιανισμός, με τον ενταφιασμό των μαρτύρων και των αγίων. Πάνω στο λείψανο του αγίου, χτίζονταν ο ναός, στον οποίο υπηρετούσαν μοναχοί και γύρω του ήθελαν να ταφούν οι χριστιανοί. Αυτή η συγκέντρωση μαρτυρά πόσο δυνατή ήταν η επιθυμία να ταφεί κανείς κοντά στους αγίους (Aries 1988). Το κοιμητήριο ήταν ενταγμένο μέσα στην πόλη και αποτελούσε έναν δημόσιο χώρο.

Ο 18ος και 19ος αιώνας όμως, ήταν ορόσημο στη χωρική σχέση της πόλης και του κοιμητηρίου. Η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων, η χαμηλή ποιότητα των κανόνων υγιεινής, οι συνεχείς επιδημίες, δημιούργησαν δυσμενείς συνθήκες στο αστικό περιβάλλον και συνεπώς την ανάγκη εξωραϊσμού των πόλεων. Το κοιμητήριο ήταν το πρώτο που ενοχοποιήθηκε και για λόγους υγιεινής και ασφάλειας, εκτοπίστηκε έξω από τον αστικό ιστό. Στην Αγγλία, στη Βικτοριανή εποχή, δημιουργήθηκαν προαστιακές νεκροπόλεις, για να επιλύσουν τα προβλήματα υγείας των πόλεων. Στην Αμερική δημιουργήθηκε το κίνημα των «rural cemeteries» (αγροτικών κοιμητηρίων) με υπέροχες νεκροπόλεις, έξω από τον αστικό ιστό των πόλεων. Το κοιμητήριο, όχι μόνο εκδιώχθηκε από την πόλη, αλλά κυριολεκτικά «ξεριζώθηκε».
Βέβαια η εξέλιξη των πόλεων και η εκρηκτική, κυρίως μεταπολεμικά, ανάπτυξη και επέκτασή τους, μετέτρεψε τα περιφερειακά πάρκα-νεκροταφεία σε εσωτερικούς, κεντρικούς πολλές φορές, θύλακες πρασίνου (Κουμαριανού, 2008). Λόγω της επέκτασης της πόλης του Λονδίνου, η Βικτοριανή νεκρόπολη, που βρισκόταν κάποτε στα προάστια, έγινε αναπόσπαστο τμήμα του αστικού ιστού (Amadei, 2006). Αντίστοιχα το Père-Lachaise, όταν πρωτολειτούργησε βρισκόταν στην ύπαιθρο, ενώ σήμερα είναι μέρος του αστικού ιστού του 11ου διαμερίσματος του Παρισιού (Worpole, 2003).

Χαρακτηριστική περίπτωση, είναι το κοιμητήριο «Ταξιαρχών», στη Ν. Ιωνία του Βόλου. Ο τότε δήμαρχος του Παγασών (Βόλου) Γεώργιος Καρτάλης, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους (1880) εφαρμόζοντας την ισχύουσα νομοθεσία, και προβλέποντας τη μακροχρόνια αύξηση της πόλης, ίδρυσε το κοιμητήριο «Ταξιαρχών», στη σημερινή του θέση, τον Ιούλιο του 1882 (Γιασιράνη, 1996).
Στις εικόνες, παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη της χωρικής σχέσης του κοιμητηρίου «Ταξιαρχών» με την πόλη του Βόλου, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα.

Αναλυτικά, φαίνεται η θέση του σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του «Ξηρόκαμπου» όταν ιδρύθηκε το 1882, μακρυά από την τότε πόλη του Βόλου, στη συνέχεια στην ίδια περιοχή εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1923. Οι πρόσφυγες, ήταν και οι ιδρυτές του μετέπειτα Δήμου Ν. Ιωνίας και μάλιστα χρησιμοποιούσαν τον υπάρχοντα ναό του κοιμητηρίου «Ταξιαρχών», για τις λατρευτικές τους ανάγκες (Γιασιράνη, 1996). Στην τρίτη εικόνα, φαίνεται προπολεμικά, το έτος 1930, όπου επεκτείνεται ο Βόλος, αλλά κρατά ακόμη αποστάσεις από την περιοχή του κοιμητηρίου. Μεταπολεμικά, η πόλη του Βόλου και Ν.Ιωνίας, ακολούθησαν την εκρηκτική εξέλιξη των άλλων ελληνικών πόλεων. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, είναι το έτος 1956, να επεκταθεί και να ενσωματώσει και πάλι το κοιμητήριο «Ταξιαρχών», μέσα στον αστικό ιστό, το οποίο το είχε εξοβελίσει πριν από 80 χρόνια περίπου (εικόνα 4). Τέλος στην εικόνα 5 φαίνεται η σημερινή κατάσταση.
Βέβαια η ιστορία μπορούμε να πούμε, ότι επαναλαμβάνεται. Ο Δήμος Βόλου, απενεργοποίησε το κοιμητήριο «Ταξιαρχών», στην αρχή του 21ου αιώνα, σταμάτησε τις ταφές και ίδρυσε νέο σύγχρονο κοιμητήριο. Φυσικά, το χωροθέτησε πολύ μακριά από την πόλη, και πάλι σε περιθωριοποιημένη και πολεοδομικά υποβαθμισμένη περιοχή. Το κοιμητήριο «Ταξιαρχών» σήμερα, έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γιατί αποτελεί έναν σημαντικό χώρο της πόλης, με αξιόλογα γλυπτά, με καθένα απ’ αυτά να αποτελεί έργο τέχνης στο είδος του, ενώ στο σύνολό του αποτελεί ένα ανοιχτό μουσείο γλυπτικής.

Όλα αυτά τελικά δικαιολογούν την άποψη ότι η εξέλιξη της πόλης και του κοιμητηρίου ήταν πάντα παράλληλες στην ιστορία, δεν θα μπορούσε κανείς να υπάρξει χωρίς τον άλλο. Η σχέση τους ήταν πάντοτε αλληλένδετη, αλλά έντονα πολωμένη (Amadei 2006).
Όσο και να θέλει η ίδια η πόλη να εκδιώξει το κοιμητήριο από τον αστικό ιστό, στο τέλος δεν μπορεί, γιατί είναι σαν να διώχνει την ίδια τη μνήμη της, την ιστορία της και την πολιτιστική της παράδοση.

* τοπογράφου μηχ. – υποψ. διδάκτορα Πολεοδομίας Χωροταξίας
αν. δ/ντή κοιμητηρίων Δήμου Βόλου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το