Άρθρα

Η Πολεμική Αεροπορία, τα Rafale και η οικονομική παράμετρος της αγοράς τους

Του Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου*

Ένα σημαντικό γεγονός έλαβε χώρα μεταξύ 2 και 4 Φεβρουαρίου του 2021 στην αεροπορική βάση της Τανάγρας, στην 114η Πτέρυγα Μάχης, στο πλαίσιο της άσκησης της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) με την ονομασία Σκύρος 2021.
Πιο συγκεκριμένα, ελληνικά αεροσκάφη Mirage 2000-5 και F-16 πραγματοποίησαν ασκήσεις από κοινού με αεροσκάφη Rafale της Γαλλικής Αεροπορίας σε διάφορα επιχειρησιακά σενάρια σύνθετων αεροναυτικών επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα, εναέριο εφοδιασμό από ιπτάμενο τάνκερ της Γαλλικής Αεροπορίας, τύπου Α330 MRTT.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του ΥΠΕΘΑ η ΠΑ θα αποκτήσει 12 ελαφρώς μεταχειρισμένα μαχητικά υψηλών επιδόσεων Rafale εντός του 2021 στον πλέον μοντέρνο τύπο F3R, και επιπλέον άλλα 6 καινούργια μαχητικά μέσα στο 2022.

Η ένταξη του συγκεκριμένου τύπου μαχητικού στο οπλοστάσιο της ΠΑ δημιουργεί το έναυσμα να προβούμε σε μια ανάλυση που αφορά μια οικονομική και επιχειρησιακή αποτίμηση που συνοδεύει τη λογική της προμήθειας. Με την παρούσα ανάλυση εστιάζουμε στην οικονομική αποτίμηση της αγοράς.
Το όλο πρόγραμμα προμήθειας θα επιβαρύνει τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό κατά 2,32 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει, το κόστος αγοράς (1,92 δισ. ευρώ) και 400 εκ. ευρώ για τα όπλα (πυραύλους, βόμβες κ.λπ.). Με μια απλή μαθηματική αναγωγή, το ανά μονάδα κόστος του κάθε μαχητικού ανέρχεται σε 128,88 εκ. ευρώ μαζί με το οπλικό του φορτίο. Εννοείται ότι επιπρόσθετα κόστη θα προκύψουν από την ανάγκη για την κατάλληλη δημιουργία υποδομής υποστήριξης, την εκπαίδευση τεχνικών και ιπταμένων, την πιστοποίηση των οπλικών συστημάτων κλπ.
Το 2016 οπότε και σημειώθηκε η μεγαλύτερη εξαγωγική επιτυχία του Rafale προς την Ινδία για προμήθεια 36 μαχητικών, το συνολικό κόστος αγοράς ανήλθε σε 7,87 δισ. ευρώ, και μια απλή μαθηματική αναγωγή μας δίνει ότι το ανά μονάδα κόστος για την προμήθεια αντιστοιχούσε σε 218,61 εκ. ευρώ ανά αεροσκάφος, δηλαδή αρκετά υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος ανά μονάδα της ελληνικής προμήθειας.

Βέβαια εδώ πρέπει να σημειωθεί και μια πολύ σημαντική ποιοτική διαφορά μεταξύ της ελληνικής παραγγελίας σε σχέση με την ινδική: το πολύ μεγάλο υποκατασκευαστικό έργο που περιλάμβανε η συμφωνία της κατασκευάστριας γαλλικής εταιρείας Dassault με την ινδική κυβέρνηση, το οποίο τελικά μεταφράστηκε στο περίπου 50% του όλου έργου. Ουσιαστικά, η αρκετά μεγαλύτερη τιμή αγοράς του Rafale από την ινδική κυβέρνηση σχετίζεται άμεσα με τις σκληρές διαπραγματεύσεις με τον κατασκευαστή, την Dassault, αναφορικά με το συνολικό πακέτο μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας προς τις ινδικές εταιρείες.

Θα μπορούσε δηλαδή κανείς να υποστηρίξει ότι έμμεσα η ινδική κυβέρνηση πλήρωσε μέσω του Rafale για αγορά υψηλής τεχνολογίας. Και φυσικά η απόκτηση ικανότητας κατασκευής υποσυστημάτων υψηλής τεχνολογίας από ινδικές εταιρείες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα συνεισφέρει γενικότερα στην ανάπτυξη της ινδικής οικονομίας στο μέλλον, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι Ινδοί καταφέρουν να συντονίσουν με αποτελεσματικό τρόπο την παραγωγική βάση και τις υπάρχουσες υποδομές τους για την υποδοχή, διαχείριση και κατάλληλη εκμετάλλευση αυτών των νέων τεχνολογιών προς όφελος της εθνικής τους βιομηχανίας.
Αντίθετα, όπως σχεδόν με όλες τις προμήθειες των τελευταίων δεκαετιών, η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν αναμένεται να κερδίσει τίποτα από την αγορά του Rafale. Τουλάχιστον βάσει της υπάρχουσας συμφωνίας. Και αυτό για δυο λόγους.

Πρώτον, λόγω του κατ’ επείγοντος της αγοράς. Μετά από μια δεκαετία ουσιαστικά αποχής από προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων εξαιτίας των περιορισμών που επέβαλλαν τα μνημόνια, γίνεται τώρα η προσπάθεια να καλυφθούν χρονίζουσες αμυντικές ανάγκες. Ουσιαστικά η Ελλάδα αιτήθηκε την αγορά έτοιμων και σχεδόν έτοιμων αεροσκαφών από τις ήδη σε λειτουργία γαλλικές γραμμές παραγωγής, κάτι που είχε κάνει και η Αίγυπτος για το Rafale τον Φεβρουάριο του 2015.

Δεύτερον, ακόμη και αν δεν είχε παρθεί απόφαση κατεπείγουσας αγοράς, αν η εκτέλεση της ελληνικής παραγγελίας ξεκινούσε τώρα, η παράδοση θα μπορούσε να λάβει χώρα γύρω περίπου στο 2025, ενώ η αγορά μόνο 18 Rafale, τουλάχιστον σε αυτή τη χρονική φάση, δεν θα έδινε υψηλό κίνητρο στην Dassault για συμπαραγωγή και μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, έστω σε κάποιο βαθμό, προς ελληνικές εταιρείες. Κι αυτό, γιατί, όπως αναφερθήκαμε ήδη («Θεσσαλία» φύλλο της 17ης Ιαν. 2021), μια βασική αρχή από τη λειτουργία στην πράξη της αμυντικής βιομηχανίας (και όχι μόνο) είναι ότι όσο μικρότερη είναι μια παραγγελία προμήθειας αμυντικού υλικού από μια χώρα, τόσο μικρότερη είναι και η δυνατότητα της χώρας να επωφεληθεί σε όρους βιομηχανικής συμπαραγωγής και μεταφοράς τεχνογνωσίας από βιομηχανικά ανταλλάγματα που θα δεσμεύονταν να παραχωρήσει ο κατασκευαστής.
Για να μπορούσε η Ελλάδα να αξιώσει συμπαραγωγή θα έπρεπε η παραγγελία των 18 αεροσκαφών να αποτελεί τμήμα μόνο μιας ευρύτερης παραγγελίας, λόγου χάρη 60 αεροσκαφών τα οποία η χώρα μας θα μπορούσε να αγοράζει και να αποπληρώνει τμηματικά, με διαδοχικές παραγγελίες, πχ., μέχρι το 2028-2030 από σήμερα.

Εν κατακλείδι, η τιμή των 2,32 δισ. εκ. για τα 18 Rafale είναι φυσικά υψηλότατη, και θα επιβαρύνει περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, που ούτως ή άλλως είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένα για πάνω από μια δεκαετία. Δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι το δημόσιο χρέος, λόγω και της καθίζησης της οικονομίας εξαιτίας του κορονοϊού αναμένεται να υπερβεί πιθανότατα ακόμη και το 205% ως προς το ΑΕΠ όταν κλείσει το οικονομικό έτος 2021, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα ενός νέου είδους μνημονίου από τους Ευρωπαίους δανειστές, τυπικού ή άτυπου.
Όμως από την άλλη πλευρά, η αμυντική θωράκιση της χώρας με νέα συστήματα, όπως το Rafale θα πρέπει να θεωρείται επιβεβλημένη εξαιτίας της συνεχούς κλιμάκωσης της πίεσης που ασκεί η Τουρκία προς την Ελλάδα με απώτερο στόχο να την εξαναγκάζει να συρθεί σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων με την Τουρκία «για τα πάντα» στο Αιγαίο, την Κρήτη, τη Θράκη κ.λπ.

Και για να αποτραπεί αυτό, χρειάζεται το κατάλληλο ρεαλιστικό μείγμα υψηλής στρατηγικής της χώρας μας, το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο την συμμετοχή μας σε διεθνείς οργανισμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση) και διεθνείς συμμαχίες (Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κλπ.) αλλά και την επίτευξη ενός ενδεδειγμένου επιπέδου στρατιωτικής ικανότητας με σκοπό την αποτελεσματική στρατιωτική αποτροπή. Η αγορά του Rafale, λόγω των κορυφαίων τεχνολογιών που ενσωματώνει, εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν τον στόχο.
Θα επανέλθω με τα επιχειρησιακά οφέλη από την προμήθεια των Rafale.
Rafale στα γαλλικά σημαίνει ριπή.

*Ο Εμμανουήλ Μάριος Οικονόμου είναι διδάκτωρ και διδάσκων του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το