Άρθρα

Η ποιότητα του πολιτικού λόγου, τα Μέσα Ενημέρωσης και Κοινωνικής Δικτύωσης

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Τις τελευταίες μέρες επανέρχεται δριμύτερο το ζήτημα της ποιότητας του δημόσιου λόγου και του πολιτικού πολιτισμού. Η συζήτηση επίσης περιστρέφεται στο πώς τα ειδησεογραφικά μέσα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) επηρεάζουν τους πολίτες και τα γεγονότα. Και ενώ το ζήτημα της δημοσιοποίησης θυμάτων και θυτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μετά από τις καταγγελίες που έρχονται στο φως για σεξουαλική και λεκτική κακοποίηση σε συνδυασμό με τη σεξουαλική παρενόχληση σε παιδιά, επαναφέρει τη συζήτηση για τον δημόσιο λόγο, τον πολιτικό πολιτισμό, την παραπληροφόρηση (fake news) καθώς και τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Επιπρόσθετα, γεννούνται ζητήματα για τον καταγγελτικό λόγο (ανώνυμα ή επώνυμα ή διαστρεβλωμένα) που διατυπώνεται μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης, σπρώχνοντας την πολιτική ζωή στον «βούρκο» και στην περαιτέρω ανυποληψία ή σε ένα δημόσιο σύστημα ελέγχου της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής;
Όπως και αν έχει η κοινωνία φαίνεται πως καταδικάζει απερίφραστα κάθε μορφή σεξουαλικής και λεκτικής παρενόχλησης – κακοποίησης, καθώς επίσης είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε ζητήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ωστόσο σε διάφορα διαδικτυακά περιβάλλοντα μέσω της παραπληροφόρησης (μοντάζ φωτογραφιών, πλαστά γεγονότα) επιχειρείται ένας αποπροσανατολισμός και ένα παιχνίδι επηρεασμού της κοινής γνώμης. Έτσι από τη μια πλευρά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοηθούν στον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, διότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζεται δημόσια και να διατυπώνει πολιτικό λόγο, στην άλλη όχθη όμως επιχειρείται μια συστηματική προπαγάνδα με στόχο τη μεταφορά ή την αποποίηση πολιτικών ευθυνών.

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί ότι η κρίση του κορωνοϊού αύξησε κατακόρυφα την επισκεψιμότητα των ενημερωτικών ιστότοπων και γενικότερα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά τηλεοπτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, έντυπες εφημερίδες), τα οποία κάθε φορά εκφράζουν την κυρίαρχη ιδεολογία και συνήθως ελέγχονται ως ένα βαθμό από ισχυρά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, η γκάμα του διαδικτύου προσφέρει χώρο στον αντιπολιτευτικό, αντι-ηγεμονικό λόγο καθώς και σε αποκλεισμένες ομάδες ή κινήματα που μπορούν να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν γρήγορη πρόσβαση και προβολή. Συνεπώς ζούμε στην εποχή όπου το διαδίκτυο είναι στο επίκεντρο των πρακτικών πληροφόρησης και έκφρασης.
Γι’ αυτόν λοιπόν τον δημόσιο ψηφιακό χώρο γεννούνται διάφορα ερωτήματα σε σχέση με την παραπληροφόρηση που μοιραία συνδέεται με τον λαϊκισμό, τον νέο δημόσιο πολιτικό λόγο και την ίδια την κοινωνία. Ας δούμε όμως κάποια από αυτά τα ερωτήματα: Υπάρχει ανησυχία για έκθεση των πολιτών σε παραπληροφόρηση σε διαφορετικά διαδικτυακά περιβάλλοντα; Οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν για τις επισκέψεις τους σε ιστοσελίδες των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης; Οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν για την παραπληροφόρηση που πηγάζει από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα ή τους πολιτικούς; Οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν για την παραπληροφόρηση που πηγάζει από δημοσιογράφους ή ειδησεογραφικούς οργανισμούς; Οι Έλληνες πολίτες ανησυχούν για την παραπληροφόρηση που συναντούν σε διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Οι παραπάνω ανησυχίες για την παραπληροφόρηση συνδέονται με τις διάφορες ηλικίες (άνω των 65 και νέοι); Στην Ελλάδα ποια είναι τα επίπεδα εμπιστοσύνης στις ειδήσεις;

Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα μπορούμε να αναζητήσουμε στην ετήσια Έκθεση για τις Ψηφιακές Ειδήσεις (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις (Οργανισμός Έρευνας και Ανάλυσης) η οποία δημοσιεύει τα βασικά ευρήματα που αφορούν στην παραπάνω ετήσια Έκθεση για το έτος 2020 στην Ελλάδα «το 63% των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου ανησυχούν για την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο των 40 χωρών του δείγματος (56%). Επίσης σχετικά με την ανησυχία για την έκθεση σε παραπληροφόρηση σε διαφορετικά διαδικτυακά περιβάλλοντα, οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν κυρίως για τις επισκέψεις τους στις ιστοσελίδες των μέσων ενημέρωσης (33%) και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, το YouTube ή το Twitter (32%). Επίσης οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν κυρίως για την παραπληροφόρηση που πηγάζει από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα ή τους πολιτικούς (43%), και από δημοσιογράφους ή ειδησεογραφικούς οργανισμούς (29%). Σχετικά με την ανησυχία για την έκθεση σε παραπληροφόρηση σε διαφορετικά διαδικτυακά περιβάλλοντα, οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν κυρίως για τις επισκέψεις τους στις ιστοσελίδες των μέσων ενημέρωσης (33%) και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, το YouTube ή το Twitter (32%). Oι ερωτηθέντες άνω των 65 ετών ανησυχούν περισσότερο για την παραπληροφόρηση που συναντούν στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης (43%) παρά για την παραπληροφόρηση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (26%), σε αντίθεση με τους νεότερους. Επιπρόσθετα η συζήτηση για την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο είναι συνυφασμένη τόσο με τις «ψευδείς ειδήσεις» όσο και με τον ρόλο των πολιτικών διαφημίσεων στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, ιδιαίτερα μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016. Τέλος, στην Ελλάδα διαχρονικά παρατηρούμε χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στις ειδήσεις. Μόλις το 28% των ερωτηθέντων απαντούν πως «εμπιστεύεται τις ειδήσεις τις περισσότερες φορές».
Από τα παραπάνω προκύπτει

Σήμερα το παγκόσμιο κίνημα Me Too, ή αλλιώς #MeToo, μαζί με όλες τις παρόμοιες εκδοχές του ανά την υφήλιο, ως ανεξάρτητο κοινωνικό κίνημα είναι ενάντια στη σεξουαλική κακοποίηση και τη σεξουαλική παρενόχληση, οποιασδήποτε μορφής. Οι υποστηρικτές του κινήματος δημοσιοποιούν, ή προτρέπουν τη δημοσιοποίηση και τη νομική καταγγελία όλων των μορφών σεξουαλικής βίας ή κακοποίησης ή κατάχρησης εξουσίας που έχουν υποστεί.
Αν δεν υπήρχε όμως το διαδίκτυο για την καταγγελία των παραπάνω ζητημάτων αλλά και για ζητήματα κατάχρησης της εξουσίας γενικότερα, πώς θα εκφράζονταν τέτοιου είδους κινήματα όπως το #MeToo και άλλες πρωτοβουλίες ομάδων ή ενεργών πολιτών. Επίσης αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, αλλά μόνο τα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης πώς θα έρχονταν στο φως κρίσιμα γεγονότα ή πολιτικές αυθαιρεσίες που πιθανά θα αποκρύπτονταν λόγω φίλτρων του εκάστοτε πολιτιστικού συστήματος.
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ποιότητα του πολιτικού λόγου σχετίζεται με την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους πρώτα από όλα από τους ίδιους τους πολιτικούς οι οποίοι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί, πιο μετριοπαθείς, πιο διαλλακτικοί και τέλος πιο συγκαταβατικοί. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης χρειάζονται κανόνες και όχι να χρησιμοποιούνται από τους πολιτικούς και τα κόμματα σύμφωνα με το πότε τους συμφέρει ή όχι.

Πηγές:
Καλογερόπουλος, Α. (2020). «Οι Ψηφιακές Ειδήσεις Στην Ελλάδα Το 2020, Η ετήσια Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης περιλαμβάνει χρήσιμες πληροφορίες για την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο στην Ελλάδα». Αθήνα: διαΝΕΟσις, Διαθέσιμο στο: https://www.dianeosis.org/2020/06/psifiakes-eidiseis-stin-ellada-to-2020/

Σμυρνάιος Ν. (2020). «Οι επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού στον ψηφιακό δημόσιο χώρο». Διαθέσιμο στο: http://dimosiografia.com/i-epiptosis-tis-krisis-tou-koronoiou-ston-psifiako-dimosio-choro/

*Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας, μεταδιδακτορικός Ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ., και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το