Άρθρα

Η πικρή Άνοιξη της Πράγας

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει
(Στέλιος Σπεράντσας)

Στην Πράγα σε συνεπαίρνει πάντα η ξεχωριστή ατμόσφαιρα που αναδεικνύει την ψυχή της πόλης. Σε κάθε βήμα, αντανακλάσεις του παρελθόντος αναμιγνύουν περιόδους οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης με γεγονότα έντονης πολιτικής δυσανεξίας. Αυτός ο αέναος κύκλος της επιστροφής δημιουργεί απατηλές εντυπώσεις όπου πρόσωπα και γεγονότα, σε μια σύνθεση μοναδική με τις όψεις των επιβλητικών κτιρίων, καθρεφτίζονται στα νερά του Μολδάβα. Εικόνες που εναλλάσσονται με άξονα ιστορικά ορόσημα που σκιάζουν ακόμη τη ζωή των ανθρώπων. Μέσα στα δρομάκια που αποπνέουν την αύρα ενός κοσμοπολιτισμού αισθάνεσαι, όπως περιέγραφε ο Κάφκα, όλη την πόλη σε κάθε ψυχική της κατάσταση. Η Πράγα, μια μητρόπολη στο σταυροδρόμι τριών πολιτισμών, του Βερολίνου, της Βιέννης και της ίδιας της Πράγας, μωσαϊκό πολιτισμών και αντιθέσεων με τη λογοτεχνική πρόκληση της μεγάλης πόλης να περνάει από ένα λαβύρινθο «ετεροτοπιών» που αποκρυπτογραφεί και ορίζει τους πραγματικούς τόπους συμβολικής έκφρασης. Η πόλη κρύβει μέσα από το παιχνίδι της επιστροφής τις φαινόμενες αναδύσεις των μικρών ιστοριών, έρωτες, υπαρξιακές αναζητήσεις, αφέσεις, που υφαίνονται στον κύκλο των ιστορικών συμβάντων. Θέματα προσφιλή στο έργο του Κούντερα, όπως αφηγήθηκε στο δυστοπικό σκηνικό της ψυχροπολεμικής περιόδου. Στο επίκεντρο της αφήγησής του άτομα που παλεύουν με την ιστορία, την πολιτική, το πεπρωμένο τους. Πρόσωπα αντιμέτωπα με την αναζήτηση νοήματος στην ύπαρξή τους.

Η «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» διαδραματίζεται στην Πράγα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Μια τοιχογραφία της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της τσεχικής κοινωνίας κατά την κομμουνιστική περίοδο, από την Άνοιξη της Πράγας έως την εισβολή των Σοβιετικών το 1968. Οι κύριοι χαρακτήρες είναι ο Tomáš, χειρουργός, η σύζυγός του, η Τερέζα, μια φωτογράφος που βιώνει με άγχος τις απιστίες του άντρα της. Η Sabine, ερωμένη του Tomáš, καλλιτέχνιδα με διάχυτη σε κάθε της κίνηση την απελευθερωμένη από συμβάσεις και κοινωνικά δεσμά προσωπική ζωή και ο Franz, ένας Ελβετός ακαδημαϊκός ερωτευμένος με τη Sabine. Κάθε ένας και κάθε μια από αυτούς τους τέσσερις χαρακτήρες ενσαρκώνει μια μεταφορική μορφή. Άλλος είναι αμφιλεγόμενος στις επιλογές του και στη στάση του, δηλαδή ταυτόχρονα δέσμιος μιας ηθικής αλλά και μιας αισθητικής. Άλλη υπέρμαχος μιας άδολης αγάπης, ενώ στον αντίποδα η αντίζηλος είναι η προσωποποίηση της ελαφρότητας, αντιπροσωπευτική παρουσία της νεωτερικότητας, όταν οι υπόλοιποι συγκροτούν τη βαρύτητα που αντιπροσωπεύουν οι κοινωνικές συμβάσεις, μια ανιαρή προσωπική ζωή ως απότοκος των αντιλήψεων ενός κόσμου ξεπερασμένου πλέον από τη δυναμική της ζωής.
Εμφανείς οι επιρροές της μουσικής στο ψυχογράφημα των ηρώων του Κούντερα. Ως γιος Μουσικολόγου είναι εξοικειωμένος με τη μουσική του Leoš Janáček με τη ρυθμική πολυπλοκότητά και την κατακερματισμένη ενορχήστρωση που δίνουν κάποιες φορές την αίσθηση της αδεξιότητας. Γοητεύεται όμως και από τους παραδοσιακούς ύμνους της Μοραβίας, με τη χορωδιακή κατάνυξη και την υμνωδία προς τη ζωή, στοιχεία φαινομενικά αντιφατικά που εκφράζουν όμως τη διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση των πρωταγωνιστών στην «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» και στο «Αστείο». Η αποκάλυψη του ψυχισμού πραγματοποιείται όπως στο εξωτικό, μυστηριώδες και υποβλητικά ερωτικό σκηνικό του χορού μιας γυναίκας στις Χίλιες και μια Νύχτες, που πετάει τα πέπλα της το ένα μετά το άλλο. Τελετουργικό που επανέρχεται μέσα από τη διαιώνιση της παράδοσης.

Τη δεκαετία 1950-1960 με τη Σοβιετική κυριαρχία να ρίχνει το βαρύ πέπλο του αυταρχισμού σε μια χώρα, σε μια πόλη όπως η Πράγα, η ζωή ήταν στυφή. Λιγοστές οι ευκαιρίες και σπάνια τα στέκια για να απολαύσει κανείς μια μπύρα και να συζητήσει, με τον διαρκή φόβο της κατάδοσης, για όσα ελαφρύνουν τη ζωή από την ταφόπλακα την καθημερινή. Γιατί εντέλει η ελαφρότητα της ζωής είναι η συνεχής αναζήτηση της ελευθερίας. Οι ελαφριοί χαρακτήρες είναι ερωτικοί και η ερωτική τους ζωή είναι μια δημιουργική δραστηριότητα που περιφρονεί τον εγκλεισμό που επιβάλλει το καθεστώς. Αν ο ερωτισμός της Sabina συνδέεται με τη φαντασία, όπως στην τέχνη, στους περίκλειστους στις προκλήσεις της ζωής χαρακτήρες της Tereza και του Franz διαβλέπει κανείς τον έρωτα να βαρύνεται από την ενοχή και αρνείται πεισματικά να ενδώσει στη δύναμη της αποπλάνησης.
Η ακρωτηριασμένη από τους βομβαρδισμούς των Ναζί πρόσοψη του νεογοτθικού κτιρίου που στεγάζει σήμερα το δημαρχείο και οι αποθηκευμένες στα υπόγεια πέτρες των ερειπιών είναι μια απροκάλυπτη χειρονομία επίδειξης του πόνου, της ασχήμιας, της βίας της αθλιότητας. Είναι ο καθρέφτης της ερωτικής οδύνης που κατατρέχει την Τερέζα, πληγές σε κοινή θέα που επιζητούν τον οίκτο.

Στην αιώνια Παρμενίδεια κίνηση του κόσμου με τα ζεύγη των αντιτιθέμενων οντοτήτων: φως / σκοτάδι, ον / ανυπαρξία, θετική οντότητα από τη μία πλευρά και αρνητική από την άλλη ο Κούντερα αντιπαραθέτει την αμφισημία της ελαφρότητας. Γιατί η ελαφρότητα άλλοτε είναι θετική, έμπλεη μιας ζωής σε αναζήτηση της ελευθερίας και άλλοτε αρνητική υπό το βάρος του κενού που αφήνει η ελευθεριάζουσα καθημερινή σχόλη. Η ζωή είναι εντέλει ένα αφερέγγυο, άλυτο παράδοξο. Καθένας μας τείνει προς έναν πόλο αντίθετο από την αρχική του επιλογή. Όμως τα άτομα είναι ελεύθερα να επιλέξουν. Η μοίρα μας είναι μια συνεχής περιπλάνηση στην αναζήτηση του ονείρου που κουβαλάει μαζί της την επισφάλεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Την ευφορία και την ελαφρότητα της καθημερινότητας που αποτόλμησαν οι Τσέχοι με την Άνοιξη της Πράγας το 1968, αποκαθηλώνοντας προσωρινά το δικτατορικό καθεστώς, διέκοψαν βίαια τα σοβιετικά στρατεύματα. Η Τερέζα ως φωτογράφος γίνεται μάρτυρας της «γιορτής του μίσους». Στην πλατεία Wenceslas η Τσέχες θα αντισταθούν στην παρουσία των Σοβιετικών αρμάτων με την περίκομψη παρουσία τους, το ντύσιμό τους με κοντές φούστες, κρατώντας την εθνική σημαία, αντιπαραθέτοντας στο αποκρουστικό πρόσωπο των εισβολέων την ελαφρότητα μιας ζωής που κυματίζει στον άνεμο της ελευθερίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας θα βρεθεί απομονωμένος και σε ένα μικρό διαμέρισμα, υπό συνεχή παρακολούθηση. Στο έργο του θα υπερασπισθεί το άβατο του ιδιωτικού χώρου, το απαράβατο της οικειότητας που φωλιάζει τα όνειρα των ανθρώπων, τον έρωτα.
Ο τραγικός, μελαγχολικός επίλογος αυτής της αριστοτεχνικής παρτιτούρας θα γραφεί από τον Κούντερα στο Παρίσι, όπου θα καταφύγει εξόριστος το 1975. «Η Πράγα έγινε άσχημη», λέει η Τερέζα και συμφωνεί μαζί της ο Τόμας, «καλύτερα να φύγουμε από εδώ» λέει χαμηλόφωνα η Τερέζα. Ο τόπος της αναγκαστικής εξορίας στην εξοχή θα τους χαρίσει έναν χώρο ελευθερίας, αλλά θα το τίμημα θα είναι βαρύ, η αισθηματική αποξένωση. Γιατί μια φορά διατρέχουμε το μονοπάτι της ζωής.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το