Πολιτισμός

Η Νέα Ιωνία Μαγνησίας του 1947 του Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά

Της Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Δεν πέρασε πολύς καιρός που κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη «Δήμος Νέας Ιωνίας Μαγνησίας 1947-2010».
Ο ακάματος και ανήσυχος συγγραφέας-ερευνητής της Νέας Ιωνίας Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς, που πρώτος ξεκίνησε να μαζεύει κομμάτι-κομμάτι την ιστορία του πρώτου προσφυγικού συνοικισμού, που ερεύνησε παλιές εφημερίδες, πήρε μαρτυρίες από εναπομείναντες πρόσφυγες της πρώτης και δεύτερης γενιάς, ένιωθε ότι ακόμη δεν είχε συμπληρωθεί η εικόνα εκείνης της Νέας Ιωνίας.
Ένιωθε ότι υπήρχαν μνήμες που δεν είχαν σωθεί, εικόνες ζωής, ταλαιπωρίας, αλλά ψυχικής ηρεμίας, ψυχικής ανάτασης εκείνων των ανθρώπων που παρόλες τις δύσκολες εποχές του Εμφυλίου αγωνίζονταν να ξεφύγουν, να ερωτευτούν, να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια.
Και το συμπλήρωσε το κενό. Του βγήκε μέσα από το αστείρευτο ταλέντο του δασκάλου που ξέρει με υπομονή να καταγράφει στο μυαλό πρώτα τις ελλείψεις. Έτσι κατάφερε και συμπλήρωσε τον άγνωστο σε μας κόσμο της προσφυγιάς περισσότερο με δικές του μνήμες που συμπλήρωναν την εικόνα εκείνης της φτωχής μεν, ταλαιπωρημένης, αλλά μοναδικής και γεμάτης αγάπη Νέας Ιωνίας.

Το ταξίδι του βιβλίου αυτού ξεκίνησε από το 1947, τότε που ο προσφυγικός συνοικισμός έγινε Δήμος και άρχισε να μετονομάζει τους δρόμους της και να μπαίνουν σε νέο ρυθμό ζωής οι 15.000 κάτοικοί της. Με τις προσωπικές εμπειρίες του ο Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς και με κάποια δημοσιεύματα μας παρουσίασε τη μοναδική πλατεία, που την έκοβε στη μέση η προέκταση της 2ας Νοεμβρίου που την έλεγαν οδός Χαλκηδόνος, αλλά κανείς δεν την έλεγε έτσι, με τη μικρή Ευαγγελίστρια που δεν τους χωρούσε πια και ετοιμάζονταν να την αλλάξουν, που είχε στους τοίχους της και στο ιερό παλιές εικόνες φθαρμένες σε σημεία από φωτιά και κτυπήματα, που τις κουβάλησαν στους ώμους τους πρόσφυγες για να μην τις βεβηλώσει χέρι αλλόθρησκου. Στο νότιο μέρος της κατέγραψε το περίπτερο του Μιλτιάδη Κρούγια που πουλούσε τσιγάρα και σπίρτα και λίγο πιο πάνω στα δεξιά τα υπαίθρια ουρητήρια και τον υποσταθμό της Ηλεκτρικής Εταιρείας, και γύρω χαλίκια και χώματα με μόνη αντίθεση δυο μικρά πλατάνια αναιμικά από την αποτισιά στα νότια της εκκλησίας…
Ήταν και το υπόγειο τσιμεντένιο καταφύγιο σκεπασμένο με τοξωτό σκέπασμα, που τελικά δεν το χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες όταν σφύριζαν οι σειρήνες των εργοστασίων γιατί ήταν χαμηλό και ακατάλληλο γεμάτο νερά. Παραδίπλα ήταν τα τετράγωνα με το πηγάδι για νερό και τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια.
«Οι κάμαρες εκείνες είναι έτσι καμωμένες που ακούς ό,τι γίνεται δίπλα σου και πίσω σου. Ακούγαμε τα ροχαλητά των διπλανών μας, τσ’ ομιλίες τους, τ’ αναστενάγματά τους και δε νιώθαμε τόσο τη μοναξιά μας.
Κι όταν συντροφιάζουν μια ευτυχία μ’ άλλη ευτυχία, μπορεί να γεννηθή ίσως και μια καταστροφή, όταν όμως συντροφιάζουν μια δυστυχία μ’ άλλη δυστυχία, σίγουρα χαρίζουν λίγη ευτυχία και φτώχεια συντροφευμένη μ’ άλλη φτώχεια, μικραίνει τη φτώχεια.
Εκεί στους μαχαλάδες σμίξανε … έλληνες απ’ όλες τις γωνιές της Μικρασίας» που διασώζανε την παράδοση (Παν. Κατσιρέλος).

Το Φαρδύ ήταν το σημείο αναφοράς. «Αχ εκείνο το Φαρδύ, μεγάλη στράτα. Ο δρόμος για τη βρύση, για την εκκλησία, τη δουλειά, τα μαγαζιά, τη βόλτα, ο δρόμος για τα αυτοκίνητα, για τη «Μαυρομάτη», τη γέφυρα, την πόλη, τον άλλο κόσμο, την άλλη νοοτροπία, τις άλλες συνήθειες, τον κίνδυνο, το όνειρο, μπορεί κάποτε και την επιτυχία. Σκέφτεσαι τη λέξη «Φαρδύ» και στο νου σου έρχονται πολυκοσμία, σάλι όλο κρόσσι και δαντέλα, πασουμάκι, ρόμπα μακριά, σεργιάνι, ματιές γεμάτες νόημα, ήχος αμανέ, κίνηση τσιφτετελιού, μυρωδιά ανάμειχτη με μπριγιόλ και άρωμα γιασεμιού ή μενεξέ. Όλα αυτά μόνα και μαζί, κάθε μέρα, όλη τη βδομάδα, πάντα την Κυριακή, για μια ζωή. Τη ζωή εκείνη του χθες που ήταν δική σου, αλλά κι εκείνων όλων» (Γεωργία Καρακατσοπούλου Χαϊδούλη).
«Την Κυριακή το απόγευμα… η παλιά οδός Χαλκηδόνος γέμιζε από κόσμο, από την πλατεία της εκκλησίας μέχρι τη γέφυρα του Κραυσίδωνα, τον ίδιο κόσμο του μεροκάματου και του μόχθου της εβδομάδας, αλλά η όψη και το σκηνικό ήταν τελείως διαφορετικό, είχε άλλον αέρα, άλλη χάρη. Ήταν χαρούμενο, όμορφο, πανηγυρικό, ξένοιαστο από τις σκοτούρες της καθημερινότητας. Το προσεγμένο ντύσιμο των παλικαριών και των μεγάλων με κοστούμι, γραβάτες, μαντηλάκι στην τσέπη του πέτου, τα καλογυαλισμένα παπούτσια… τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία γεμάτα από έναν κόσμο που ήθελε να χαρεί, να γελάσει, να κουβεντιάσει, να ξεχάσει» (Γιάννης Κονταξής).
«Ακριβώς απέναντι από την είσοδο του στενού της Αγ. Βαρβάρας ήταν το ουζερί του Αγγλογάλλου, με τα κρεμασμένα χταπόδια στην πρόσοψή του μέρα νύχτα, και που ο ιδιόμορφος αυτός καταστηματάρχης, απ’ το πρωί που ξυπνούσε, αφού πρώτα κατέβαζε στο λαρύγγι του ένα ρακοπότηρο γεμάτο τσίπουρο, η πρώτη του δουλειά ήταν να βάλει στο γραμμόφωνο τους δίσκους των βάρδων του ρεμπέτικου, με τα μεγάφωνα στη διαπασών και με τις γλυκιές πενιές… να ευφραίνει τ’ αυτιά και τις ψυχές των προσφύγων της γειτονιάς, από τη γέφυρα της Λεύκας μέχρι τη στάση Μαυρομάτη» (Βασίλης Μητσάκης).

«Θα μπορούσα να γράψο πολύ περισσότερα σε λεπτομέρειες, όμως, σκοπός μου ήναι να δυξο σε πόσους τομείς οι άνθρωποι της καταγογής μας έπεξαν σοβαρό ρόλο στην ανάπτηξι της πόλης του Βόλου και πρώτα του Συνηκισμού, γιατί εκεί έριξαν το βάρος τους, γιατί ήξεραν ότι μονάχοι τους θα έσιαζαν (αναπτύσσονταν) όπως αυτοί ήθελαν με σκοπό να δήξουν πόσο άξιζαν. Ρίχτηκαν με πήσμα και άνοιξαν πολλά μαγαζιά στο αλυσμόνιτο Φαρδύ, το οποίο ήταν ο κεντρικός μεγάλος δρόμος, που έσχιζε τη Νέα Ιωνία στα δύο…» (Μανώλης Παρασκευάς).
Ύστερα ξέφυγε από το κέντρο και πήγε δυτικά, πέρα προς τις γραμμές.
«Η σειρήνα των 5 έδινε το ανακουφιστικό τέλος της ημερήσιας εργασίας. Τότε εκατοντάδες των εργατών ανέβαιναν με τα πόδια προς τα πάνω και περνώντας τις γέφυρες που ενώνανε την πόλη με τη συνοικία τους, επιστρέφανε στα σπίτια τους. Λίγο νερό να πλυθούν τα χέρια και το πρόσωπο κι ο άντρας της οικογένειας, μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό που έβραζε στη γκαζιέρα, χωνόταν σ’ ένα από τα πολυάριθμα τσιπουράδικα για λίγη συζήτηση κι ένα εικοσιπενταράκι με λίγο μεζέ» (Λευτέρης Τσίλογλου).
Έφτασε στο Κουφόβουνο.

«Στο λόφο του Κουφόβουνου ήταν το καταφύγιο που οι γείτονες δημιούργησαν για να προφυλάσσονται από τους συνεχείς βομβαρδισμούς των Γερμανικών και Ιταλικών αεροπλάνων. Με κασμάδες και φτυάρια έσκαβαν αρκετές μέρες ανοίγοντας μια μακρόστενη στοά 10 περίπου μέτρων και πλάτους 2 μέτρων. Δεξιά-αριστερά τοποθέτησαν ξύλινους πάγκους για καθίσματα και για φωτισμό χρησιμοποιούσαν μικρά φαναράκια. Έτσι δημιουργήθηκε αυτή η… «αρχιτεκτονική» κατασκευή.
…Εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν αυτή τη σύναξη, γιατί συναντιόμασταν σε έναν περίεργο χώρο, χωρίς να συνειδητοποιούμε την κρισιμότητα των στιγμών» (Τάκης Παντελόπουλος).
Κι ύστερα στην άλλη πλευρά Β.Α., στο γερμανικό νεκροταφείο. «Ο χωμάτινος δρόμος της Αναπαύσεως είχε μόνο μαρμάρινα ρείθρα και μάλλον είχε υπερυψωθεί. Έτσι έπρεπε να κατεβούμε μια κατηφόρα γεμάτη πικραγγουριές και κάπαρη για να φτάσουμε στην είσοδο. Είχε μια χαμηλή σιδερένια πόρτα, που έτριζε χαρακτηριστικά όταν την ανοίγαμε να μπούμε μέσα…
Τη γνωριμία με τον θάνατο την είχαμε από το απέραντο τότε νεκροταφείο των Ταξιαρχών με τα πυκνά πανύψηλα κυπαρίσσια που τραγουδούσαν και αυτά αγριεμένα μαζί με τους αέρηδες για να πνίξουν τον πόνο που βασίλευε στην πολιτεία της σιωπής. Έξω από τη σιδερένια πόρτα, κοντά στο στόμιο στεκόμασταν να πάρουμε στάρι για το συγχώριο» (Βασιλεία Γιασιράνη-Κυρίτση).

Κάπου εκεί κοντά δόθηκε μια εικόνα της σκληρής πραγματικότητας συχνή στην προσφυγούπολη. «Όταν ήρθε η άνοιξη έπρεπε να πηγαίνουμε να βοσκάμε τα κατσίκια με τις μικρότερες αδελφές μου. Εγώ δεν πήγαινα πάλι στο σχολείο, η μαμά μαζί με τη γιαγιά μου είχαν έτοιμη την ίδια συνταγή: τα γράμματα είναι μόνο για τα αγόρια. Όταν έφθασε ο καιρός να γράψουμε διαγωνισμούς, αρχίσαμε από τα αρχαία. Κάπως έτσι άρχιζε το θέμα: Λύκος διοκι Αμνό, ο δε Αμνός εις ναόν καταφεύγη και προ του Λύκου λέγιν… Από τις πολλές απουσίες έμεινα στην ίδια τάξη. Πικράθηκα τόσο πολύ, γιατί …ήθελα να σπουδάσω, να γίνω δασκάλα. Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια και ακόμα θυμάμαι, πως οι δικοί μου, μου στέρησαν το σχολείο» (Δέσποινα Δήμου).

Με το συναξάρι αυτών των εικόνων ο συγγραφέας έδωσε την ολοκληρωμένη μορφή της νέας πόλης. Κι ύστερα ήλθαν οι επιμέρους προσωπικές στιγμές. Χειμαρρώδεις οι μνήμες του για το πατρικό του στην οδό Δορυλαίου. «Είχε περίφραξη με ξύλινα κάγκελα και σκιαζόταν από μια μεγάλη κληματαριά… Κοντά στην πόρτα της αυλής ήταν φυτεμένη μια μουριά από τότε που εγκαταστάθηκε η οικογένεια το 1924. Η αυλή χωμάτινη και αυλόγυρος έγινε με τούβλα εναλλάξ και γέμισε λουλούδια μόλις μπήκε η βρύση στα σπίτια».
Σημείο αναφοράς στο καλό τους δωμάτιο ήταν οι μεγάλες κορνίζες του παππού Γιώργη και της γιαγιάς Δέσποινας φωτογραφημένοι στη Μ. Ασία, στις εποχές της ευημερίας τους.
Έπειτα προστέθηκαν άλλες εικόνες: Ο χώρος που έπαιζε, οι παρέες, τα παιχνίδια, τα ζωάκια της αυλής του, το Νηπιαγωγείο με την κυρία Ζηνοβία… εικόνες και στιγμές μοναδικές που τον σημάδεψαν στη ζωή, εικόνες δύσκολες στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, η φοίτησή του στην Ακαδημία, ο γάμος του με τη Μαρία Παπακώστα, η φιλία του με τον κουμπάρο του Γιάννη Κονταξή, η γέννηση της κόρης τους… η επαγγελματική του καριέρα… Μια ζωή γεμάτη… Και ένας στόχος: Δράση και προσφορά.
Με τη βοήθεια του Γιάννη Κονταξή που σκίτσαρε πολλές εικόνες, κατάφερε ο συγγραφέας ενώνοντας τις σκόρπιες ψηφίδες να φτιάξει τον πίνακα εκείνης της Νέας Ιωνίας του 1947 που πλέον έγινε μια φωτογραφία, που πάγωσε τη ζωή για τους μεταγενέστερους.
Το κατάφερε, ξεπέρασε τη μοναξιά του και με συγκίνηση το αφιέρωσε στη μνήμη της συντρόφου του, που ήταν στήριγμα και καταφυγή του, για το ετήσιο μνημόσυνό της

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το