Άρθρα

Η μνήμη, το καλύτερο όπλο ενάντια στον φασισμό

Του Γιάννη Ιατρού

Στις 18 Σεπτεμβρίου γιορτάσαμε για έκτη χρονιά μια θλιβερή επέτειο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας: Αυτή της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά.
Παρά την τραγικότητά του, το περιστατικό αποδείχτηκε χρήσιμο για τη σταδιακή αποκαθήλωση του νεοναζιστικού μορφώματος. Η δίκη, που ξεκίνησε με αφορμή τη δολοφονία του νεαρού ράπερ, εξελίχθηκε στην πολύκροτη «δίκη της Χρυσής Αυγής», η οποία, φτάνοντας μετά από έξι χρόνια προς το τέλος της, έχει αποκαλύψει σωρεία εγκληματικών δράσεων και οδηγεί σε καταδίκες κεντρικά στελέχη της.

Η Χρυσή Αυγή βρήκε την ευκαιρία, εν μέσω κρίσης, να απευθυνθεί στα ταπεινότερα ένστικτα ενός λαού κουρασμένου, προδομένου, εξαθλιωμένου, και να σπείρει το μίσος στην κοινωνία. Ο ίδιος λαός, αισθανόμενος πλέον την αισιοδοξία ενός καλύτερου αύριο, αποφάσισε στις τελευταίες εκλογές να της γυρίσει την πλάτη, στερώντας της την είσοδο στη Βουλή.
Η πρόσφατη εγκατάλειψη των κεντρικών γραφείων της στη Μεταμορφώσεως στο κέντρο της Αθήνας ελήφθη από πολλούς ως το κύκνειο άσμα της Χρυσής Αυγής, που μας αφήνει, επιτέλους, χρόνους. Δυστυχώς, όμως, οι απόψεις της είναι ακόμα εδώ. Ίσως, υπό το καθεστώς μιας «σοβαρής Χρυσής Αυγής», όπως επιζητούσε ο πρώην δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ και νυν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Μπάμπης Παπαδημητρίου. Ίσως στην ψυχολογική υποστήριξη που έδινε τηλεοπτικά ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος στον άνθρωπο που δολοφόνησε με μαχαίρι εν ψυχρώ, όταν μας έλεγε πως ο Ρουπακιάς «σε ανθρώπινο επίπεδο πρέπει να είναι ράκος, ενώ η μάνα Φύσσα είναι λυτή», την εποχή που κι εκείνος τελούσε το λειτούργημα του δημοσιογράφου, πριν βρει κι αυτός τη θέση του στα έδρανα της ΝΔ. Ίσως στις παρασκηνιακές συνομιλίες του Τάκη Μπαλτάκου, γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, με τον Ηλία Κασιδιάρη.

Ίσως, ακόμα, στις δηλώσεις του σημερινού αρχηγού της, Κυριάκου Μητσοτάκη, σε ξένο μέσο, πως «η βία και η τρομοκρατία στην Ελλάδα προέρχονται αποκλειστικά από την Αριστερά», ξεπλένοντας με αυτόν τον τρόπο τις δολοφονικές επιθέσεις των Χρυσαυγιτών, οι οποίοι δεν έκρυψαν τη χαρά τους, αναρτώντας τη δήλωση σε περίοπτη θέση στην ιστοσελίδα τους.
Η ρητορική, συχνά είναι κοινή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το προσφυγικό, όπου μιλάνε για μετανάστες – λαθραίους – και λιπόψυχους άντρες που δεν κάθονται σπίτια τους να πολεμήσουν, αξιώνοντας κλειστά σύνορα και αποκρούσεις των ροών, ακόμη και των θαλάσσιων. Στο περιστατικό της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, η θλιβερή επέτειος του οποίου ήταν χθες, μίλησαν για την ανάγκη προστασίας των νοικοκυραίων από τις επιθέσεις στην περιουσία τους, αγνοώντας πως το τίμημα ήταν μια ανθρώπινη ζωή. Στο Μακεδονικό, όμως, τα έδωσαν όλα. Όχι απλά συνυπήρξαν με τους φασίστες στα συλλαλητήρια, υιοθέτησαν – αν δεν προώθησαν – μία ρητορική εθνολαϊκίστικου μίσους, με κραυγές για «ανθέλληνες» και «αναρχοάπλυτους» «εθνοπροδότες». Μίλησαν για «εθνική μειοδοσία» και «συναλλαγή».

Στον δημόσιο λόγο, αυτή η τάση θέλει να συμψηφίσει στην κοινή γνώμη τα ναζιστικά εγκλήματα με τις αντιφασιστικές δράσεις και τον αναρχικό ακτιβισμό, όπως του Ρουβίκωνα, στο πλαίσιο της «θεωρίας των δύο άκρων». Νερό στο μύλο τους έριξε, βέβαια, ο μεγάλος αντιστασιακός Μίκης Θεοδωράκης, όταν, παρευρισκόμενος στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα, έκανε λόγο, ενώπιον ενός ετερόκλητου ακροατηρίου, για «αριστερόστροφο φασισμό»… Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει κόκκινος, κίτρινος, πράσινος ή μπλε φασισμός. Ο φασισμός είναι ένας, μαύρος και άραχνος.
Όπως εύστοχα τραγούδησε η Μαρία Δημητριάδη, πολλά χρόνια πριν: «Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν, μα όχι και το μίσος του για μένα. Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον. Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το