Άρθρα

Η μητρική παραβατικότητα στον Παπαδιαμάντη

 

Της
Σοφίας Κανταράκη,
φιλολόγου, ιστορικού

Ο Παπαδιαμάντης προβάλλει μέσα από τον τόπο της δικής μας προσωπικής αλήθειας, καταθέτοντας ευθαρσώς και με κάθε ειλικρίνεια μια ζωντανή εμπειρία και μια αλήθεια ζωής. Το μεγαλείο του λόγου του δεν κρύβεται μόνο στο ερωτικό, πολιτικό, κοινωνικό κύτταρο που μπορεί να συνθέτει τον κόσμο του, αλλά και στα στοιχεία εκείνα, που υποσυνείδητα αφήνουμε αχαρακτήριστα, ακατανόητα και συχνά τα προσπερνάμε. Τέτοιας απόχρωσης είναι το θέμα με τις αρές και βλασφημίες που εκτοξεύονται περιέργως από μητρικά χείλη. Είναι στιγμές που ο ρόλος της μάνας μετατρέπεται σε ρόλο εκδικητή παραβαίνοντας την ιερότητα, αλλά και τη δοσμένη από τη φύση μοναδικότητα αυτού του δεσμού. Δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτιέται τι είναι εκείνο, άραγε, που οδηγεί τη μάνα να καταστρατηγήσει την ίδια της τη φύση, ξεστομίζοντας λόγια ανείπωτα και βαριά που αποδεδειγμένα κατακερματίζουν κομμάτια δικά της. Ο Παπαδιαμάντης διεισδύει στις ψυχές τέτοιων γυναικών μεταφέροντας μια σκληρή – ακόμη και για σήμερα – πλευρά μιας μητρικής παραβατικότητας.
Ένας ανεξερεύνητος, μύχιος, εσωτερικός κόσμος μιας μάνας με ακαταλόγιστες κινήσεις, εντελώς αταίριαστες του ρόλου, στον οποίο έχει ταχθεί, αντιτάσσεται, ευθέως και ευθαρσώς, χωρίς ίχνος ενδοιασμού στη γυναικεία, ευαίσθητη φύση του, η οποία είναι ρομαντική, αλλά και απόλυτα εξισορροπημένη με τη συνέχιση της ζωής. Η ανυπέρβλητη αξία του μητρικού ρόλου χάνει για λίγο τα σκήπτρα της και υποκλίνεται στα άγρια ένστικτα μιας πρωτόγονης συμπεριφοράς. Μιας συμπεριφοράς που καλείται να υποσκάψει το ασυνείδητο, ως καταφύγιο μιας αλλοτινής καταπίεσης και ενός παρελθοντικού απωθημένου.
Παιδοκτονία διαπράττεται στον Παπαδιαμάντη μόνο στη «Φόνισσα», που πληροί όλες τις προϋποθέσεις κοινωνικής ανισορροπίας και απωθημένης κοινωνικής καταπίεσης από μια μάνα που εν πλήρει συνειδήσει καταβαραθρώνει τον μητρικό της ρόλο στο όνομα της λύτρωσης και παράλληλης σωτηρίας αυτών των εκκολαπτόμενων κορασίδων – υπηρετριών. Όση δύναμη κατέχει η ευχή της μάνας για πρόοδο και ευημερία άλλη τόση κατέχει και η κατάρα της. Ακούγεται, όμως, κάπως περίεργα, αφού η κατάρα εξολοθρεύει ό,τι η ίδια δημιούργησε, κατακρημνίζοντας έτσι τον συνδυασμό της ευαισθησίας και της γλυκύτητας που τη χαρακτηρίζουν.
Στο διήγημα για παράδειγμα «Στρίγγλα – μάννα» συναντάμε αυτή τη μορφή μάνας. Διαπράττεται εμμέσως φόνος με τους ιοβόλους εξακοντισμούς αρών, οι οποίες κατά περίεργο τρόπο κατασπαράσσουν τα ανύποπτα θύματά τους. Έντονη η γραφή του πεζογράφου, και κάπως τρομακτική στο διήγημα, καθώς τονίζεται η συναισθηματική πίεση και το ψυχικό φορτίο της μάνας, η οποία καταρρακωμένη από τα χτυπήματα της μοίρας φαίνεται να αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και καταριέται τα παιδιά της, με αποτέλεσμα να τα «σκοτώσει». Αφηγείται ο πεζογράφος πως «είχε δύο θυγατέρας, και ήτον χήρα, και οι υιοί της την είχαν παραιτήσει, κ᾿ έκλαιε και ωδύρετο, κ᾿ «εψήλωνεν ο νους της»! …Πώς θα τας υπανδρεύσῃ, πώς θα τας αποκαταστήσῃ! … Και τας εβλασφήμει, και τας κατηράτο, να μην είχαν ποτέ γεννηθή, να μη σώσουν να πάνε παραπάνω!… …Και τας υπάνδρευσε καλά… Τας εστόλισε και τας εστεφάνωσε, την μίαν κατόπιν της άλλης… και τας εσκέπασε και τας εκουκούλωσε με το χώμα… «Πήραν την πλάκα πεθερά», πήραν το μνήμα προίκα, το μαύρο χώμα σύντροφο!… Τα δύο κορίτσια, ως φαίνεται, είχαν γίνει φθισικά, και απέθαναν όπως είχαν γεννηθή η μία δεκαοκτώ μήνας κατόπιν της άλλης… Κ᾽ έτσι η μάννα τους δεν είχε πλέον καημόν, πώς θα τας υπάνδρευεν… Έλεγεν ο κόσμος ότι αυτή τας είχε ψωμοφάγει με την γρίνια, με τη στριγλιά της, με τις βλασφημίες και τις κατάρες… Κ᾽ αι δύο κόραι ετάκησαν κ᾽ εμαράνθησαν, κ᾽ εκοιμήθησαν βαθιά εις τον τάφον, και δεν ήτο φόβος πλέον να της ζητήσουν προικιά!… Κι αυτή τας εμακάριζε, διότι επήγαν, αθώες, εις τον Παράδεισον».
Σκληρή και αρκετά ρεαλιστική περιγραφή. Ίσως και για αυτό ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει την ηρωίδα του από την αρχή με τη φράση «στρίγγλα μάννα». Και πραγματικά αυτή η μάνα ήταν στρίγγλα ακόμη και με τον γιο της, αφού «η ίδια η μάννα του τον είχε τρελάνει με τις στριγγλιές και τις βλασφημίες της». Ήταν επίσης καταπιεστική αφού «αυτή η ίδια τον εβίαζε να πηγαίνη με τις βάρκες. Αυτή τον ηνάγκαζε να πάη να σκάψη το αμπέλι – γιατί δεν είχε να πληρώσει μεροκάματα. Αυτή τον υποχρέωνε να κάμνη όλες τις δουλειές». Μιλούσε αυταρχικά στον γιο της, όταν αυτός περνούσε την ώρα του τραγουδώντας: «Βρε συ, τίνος το λέω; θα τσακιστείς από κει γλήγορα ή θαρθώ να σου κάμω τα μούτρα σου μαύρα σαν το μπουζούκι;». Και σε άλλη περίπτωση: «Σαν είδε η Ζωγάρα ότι ο υιός της είχεν κωφεύσει εις τας δύο προσκλήσεις της, επήρε μίαν μακράν στρβολέκαν ή μαγκούρα, την οποίαν είχε διά στήριγμα εις τας εκδρομάς της ανά τους αγρούς (…) και κατέβη από τον δρόμον (…) -Γρεμοτσακίσου τώρα κι άφησε το μπουζούκι σου». Ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει επίσης «άστοργη»: «Ο κόσμος έλεγεν, ότι αυτή, με την αστοργίαν της, τους είχε αποξενώσει, αυτή τους είχε κάμει να σουρτουκέψουν (…). Και τους εβλασφήμει και τους κατηράτο, να μην είχαν ποτέ γεννηθή, να μην σώσουν να πάνε παραπάνω (…) Έλεγεν ο κόσμος ότι αυτή τους είχε ψωμοφάγει με τη γρίνια, με τη στριγγλιά της, με τις βλασφημίες, με τις κατάρες…». Ο κόσμος, οι συντοπίτες της την θεωρούσαν γρουσούζα: «Σιμά εις όλα τα άλλα, ο κόσμος την είχε διά «γρουσούζα» διά «γουρουνοπόδαρην». Ήτο απαισία».
Το διήγημα «Θάνατος της κόρης» αναφέρεται σε μια άγαμη κοπέλα, τη Σειραϊνώ, η οποία μέχρι να παντρευτεί ζούσε στο πατρικό της σπίτι με τους γονείς και τον μεγαλύτερο αδερφό της με τη γυναίκα του. Εξαιτίας του δυναμικού χαρακτήρα της η Σειραϊνώ συχνά καυγάδιζε με την «ανδραδέλφη» της, δηλαδή τη γυναίκα του αδερφού της, στεναχωρώντας την καλοσυνάτη μητέρα της, η οποία έσπευδε πάντα να τις χωρίσει. Μέχρι που κάποια μέρα η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο: Η μητέρα της εξοργίστηκε τόσο πολύ με εκείνη και χωρίς να την αφήσει να της εξηγήσει τι είχε συμβεί την καταράστηκε, κάτι που φυσικά δεν γινόταν διόλου συχνά. Οι κατάρες πραγματοποιήθηκαν και έτσι τα άτυχο κορίτσι, αφού εκπλήρωσε πρώτα ένα-ένα τα στάδια της κατάρας της μητέρας της, πέθανε.
-Λούφαξε, σου είπα· δεν θα μου σταίνης καυγά στο σπίτι… Να έχῃς ένα λόγο παρακάτω απ᾿ τη νύφη… Άκουσες τι είπε· η θέσις της εδώ μέσα κατάντησε ανυπόφορη!
-Για μένα κατάντησεν ανυπόφορη! υπέλαβε μετά κλαυθμού η Σειραϊνώ… Αλήθεια, καλύτερα να μην έσωνα να βρεθώ εδώ μέσα.
-Να μη σώσῃς!… Να σε κουβαλήσω μιαν ώρα αρχύτερα… Να σε νεκρασπασθώ… Να μη σαραντίσῃς!…
Ήτον τόσον σπάνιον πράγμα να καταρασθή η γρια-Σοφούλα· και όμως κατηράσθη. Λέγουν ότι οι κατάρες εκείνων των γυναικών πιάνουν, αίτινες σπανίως καταρώνται…Η Σειραϊνὼ είχε πέσει εις την κλίνην την επαύριον μετά την σκηνήν, την οποίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω. Την τρίτην ημέραν απήντα εις τον πατέρα της ότι είναι «καλύτερα» και «δεν έχει τίποτα». Την εσπέραν της ιδίας ημέρας εβάρυνε και ο πυρετός ηύξησε. Την τετάρτην ημέραν έχασε την φωνήν της· δεν ηδύνατο πλέον να ομιλήση. Η μητέρα της ως πρώτην κατάραν είχε τοξεύσει κατ᾿ αυτής «να πιαστή η γλώσσα της». Η ασθενής έδειξεν ότι εκαλυτέρευεν ολίγον κατά τας επομένας ημέρας. Μετά τρεις ημέρας νέα επιπλοκή επήλθεν… Τέλος μετά πέντε εβδομάδας και ημίσειαν, η αγωνία έλαβε τέλος. Έφυγεν η νόσος, απήλθε και η ζωή μετ᾿ αυτής. Η μήτηρ της την είχε καταρασθή «να μη σαραντίση», και δεν εσαράντισεν. Απέθανε πράγματι την τριακοστήν ενάτην ημέραν από της σκηνής εκείνης!».
Ο θάνατος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, προσκεκλημένος από την ίδια την πηγή της ζωής. Ο θάνατος που είναι πανταχού παρών σ’ όλο το έργο του Παπαδιαμάντη μας υπενθυμίζει έντονα το πρόσκαιρο της ύπαρξής μας, αλλά και τη ματαιότητα των πράξεών μας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το