Πολιτισμός

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή μέσα από το Πολεμικό Ημερολόγιο του λοχία Παναγιώτη Παναγιώτου

Επιμέλεια
Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά

Τριακοστό πρώτο δημοσίευμα-Φριχτή αιχμαλωσία ζ’
Αυτό είναι το τελευταίο δημοσίευμα από το Ημερολόγιό του Π. Π., που στο τέλος συνοψίζει όλο το δράμα των Ελλήνων στρατιωτών. Οι αιχμάλωτοι Έλληνες, μέσα στο τρένο, επιστρέφουν στη Σμύρνη και περνάνε από σταθμούς και πόλεις που πριν έναν χρόνο χαίρονταν ως νικητές. Το 1923 με το παλαιό ημερολόγιο το Πάσχα γιορτάστηκε στις 26 Μαρτίου! Είναι οι μέρες που γράφει ο Π. Π., ενώ με το νέο ημερολόγιο που καθιερώθηκε, έγινε 8 Απριλίου (13 ημέρες μπροστά). Θυμάται το Πάσχα που πέρασαν το 1920 και 1921 στις ελληνικές στρατώνες, ενώ τώρα γράφει «μας φυλάγουν δέκα και δεκαπέντε γιουρούκια». Ας διαβάσουμε τις σκέψεις που κάνει τώρα αιχμάλωτος στη Σμύρνη, ενώ σε λίγες μέρες θα φθάσουν στου Πειραιά και θα τελειώσει η περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας και φριχτής αιχμαλωσίας του Π. Π. Γράφει:« [Άφιξη στη Σμύρνη. Η εικόνα της Σμύρνης, 25 Μαρτίου 1923]. Από τη Μαγνησία φεύγουμε και αφού περάσαμε το Χορόσκιοϊ, τη Μαινεμένη, φτάσαμε στους ώμορφους πρώτους σταθμούς της Σμύρνης …Παπάς [δυσανάγνωστο], Κορδελιό, [δυσανάγνωστο], [δυσανάγνωστο], [δυσανάγνωστο]. Σ’ αυτούς ερχόντουσαν και μας μιλούσανε αι ώμορφες Ελληνοπούλες π’ αλλάξανε την υπηκοότητα για να σώσουνε την αθάνατη ρωμαίϊκη γλώσσα. Αι καλλονές ήταν θαυμάσιες. Μέσα κανείς σ’ αυτά όλα βλέπει την σημαία την κόκκινη και την πράσινη να κυματίζη. Στο λιμάνι της Σμύρνης βλέπομεν μερικά αμερικανικά αντιτορπιλλικά και δύο βαπόρια του Ερυθρού Σταυρού. Το βράδυ μας πήγαν και κοιμηθήκαμε σε μερικές παράγκες στο Μερσενλή, δικές μας πρώτα. Είναι Μέγα Σάββατο και ολονών μας ο νους γυρίζει στα σπίτια μας. Πώς θα κάμουν το Πάσχα; Με τι όρεξι θα φάνε το ψημένο αρνι; Όλοι στεναχωρούμαστε».
Είναι ημέρα του Πάσχα και ο Π. Π. αισιοδοξεί μαζί με την Ανάσταση του Χριστού να γίνει και η Ανάσταση η δική τους. Διαβάζουμε: «26 Μαρτίου / 8 Απριλίου 1923, Κυριακή του Πάσχα Ξημέρωσε η Κυριακή του Πάσχα, 26 Μάρτης μ’ αέρα λίγο δυνατό, σύννεφα μαύρα στον ουρανό κάνουν τη φύσι σκυθρωπή και φυσικά σκυθρωπούς γιατί και ποιος δε θλίβεται για την απαίσια κατάστασι που μας βρήκε; Πέρυσι και προπέρυσι κάμανε ελεύθεροι το Πάσχα οι φαντάροι μας στη Σμύρνη, ενώ τώρα αυτή την ώρα να μας φυλάγουν δέκα και δεκαπέντε γιουρούκια.
Χριστός Ανέστη! Ναι αληθώς Ανέστη!

Στρατιώτες αιχμάλωτοι, μόλις έφθασαν στην Ελλάδα. Η φωτογραφία τα λέει όλα… (Αρχείο ΕΡΤ/Μουσείο)

Εμείς υπολείπεται ν’ αναστηθούμε από τη σκλαβιά. Μάς λένε ότι μετά το απόγευμα στες 4 η ώρα θα μπούμε στα βαπόρια μας. Σήμερα είναι να μας δώσουνε ψωμί οι Τούρκοι, αλλά, λένε πως οι φούρνοι δεν ζυμώσανε ακόμη και το ψωμί δεν βγήκε. Ημέρα ανάστασις Χριστού και ημέρα πείνας δικής μας.
Στες 3 η ώρα μ.μ. μάς βάζουνε τέσσερες, τέσσερες και φθάνουμε στην Πούντα της Σμύρνης αναχωρούμε από το ωραίο Μερσενλή, αφίνοντας υγεία στον ωραίο του τόπο που πριν 3 χρόνια μας είχε συνδέσει μ’ αυτό. Στες 4 η ώρα είχαμε φθάσει στην αποβάθρα της Πούντας πού ’ταν η αμερικανική επιτροπή παραλαβής αιχμαλώτων. Κατά τας 6 με 6 1/2 η ώρα μάς φώναξαν έναν-έναν το όνομα και ένας-ένας περνούσε από τα κάγκελα. Μόλις μαζευότανε 100, 150 μάς πέρναν και μας πηγαίνανε στο βαπόρι.
Σιγώναμε στα βαπόρια του Ερυθρού Σταυρού, βλέπουμε ότι ήταν τα Ελληνικά «Εσπερία» και «Άγιος Μάρκος-Χίος» με τη σημαία του Ερυθρού Σταυρού. Μόλις μπήκαμε αμέσως αυτού μάς γράψανε, μάς δώσανε από μία κουβέρτα μεγάλη, γαλέττα και σαρδέλλες.
Η χαρά των δυστυχισμένων υπάρξεων που φτηνά γλυτώσανε από τα νύχια του χάρου ήταν απερίγραφτη. Μείναμε εδώ στη Σμύρνη για να ’λθουν κι άλλοι δύο μέρες, την Κυριακή του Πάσχα και τη Δευτέρα μέρα του Πάσχα.
[Αναχώρηση από το λιμάνι της Σμύρνης]

28 Μαρτίου / 10 Απριλίου 1923, Τρίτη ημέρα της Ανάστασης
Αφού ήλθαν και άλλοι αιχμάλωτοι το βαπόρι σφυρίζει, σηκώνει άγκυρα, ο έλικας αρχίζει να γυρνά και τραβά ντωγρού-ντωγρού για τη Μεμλεκέτ. Ρίχνομε τες τελευταίες ματιές μας στην ωραία πριν Σμύρνη, το έξοχο Quais της με τα ωραία πριν σπήτια του και αναλογιζόμεθα τη ζωή που περάσαμε σ’ αυτήν προ καιρού και την ζωήν που θα περάσουμε από δω και πέρα. Ποιος ξέρει θα την ξαναδούμε ποτέ; Ολονών αυτές οι σκέψεις κάνουν τα μάτια μας να βουρκώνουν, τα πρόσωπα σκυθρωπά, το στήθος ν’ ανεβοκατεβαίνη και μια στενοχώρια βαραίνει τις καρδιές μας.
Το βαπόρι ήσυχα-ήσυχα αφίνει το λιμάνι και προχωρεί γοργά-γοργά σαν δελφίνι στο μακρύ πέλαγος. Ταξιδεύοντας κανείς με το βαπόρι, πλέοντας την παραλία της Μικράς Ασίας, βλέπει την άνοιξη στη θάλασσα. Ως πέρα τα κύματα είναι ένα χαλί από πασχαλιές και απάνω αναπαύονται οι γλάροι, όμοιοι σαν λουλούδια πασχαλιάς. Κατά τες μεσημεριανές-βραδυνές ώρες το βαπόρι περνά το στενό της Χίου και Μικράς Ασίας γιατί το βαπόρι ήταν Χιώτικο και πρώτη φορά περνούσε την Χίο από την εποχή που το πήρε η εταιρία.
Ο ήλιος βασιλεύει, η νύχτα ήλθε, λίγη βροχούλα μάς πιάνει, ένας αέρας λιγοστός και μια ελαφρά τρικυμία, κουνώντας το βαπόρι, μάς πιάνει ένας γλυκός ύπνος.
[Άφιξη στο λιμάνι του Πειραιά]
Τετάρτη της Ανάστασης 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1923
Ξημερώνοντας βρισκόμαστε απέξω από το Σούνιον ακρωτήριον, Σαρωνικό κόλπο. Από το βαπόρι βλέπουμε το στέμμα των Αθηνών τον Λυκαβηττό και τον Άγιο Γεώργιο, τον Πειραιά, το Φάληρο, την Καλλιθέα, το Πασα-Λιμάνι και τα εργοστάσια του Πειραιώς.
Μόλις φθάσαμε στον Πειραιά, μάς τράβηξαν κατ’ ευθείαν στα Λοιμοκαθαρτήρια του νησιού Αγίου Γεωργίου. Εδώ μας κρατούνε στα βαπόρια έως την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής. Το Σάββατο μάς βγάλαν από τα βαπόρια και μας πήγαν στο νησί.
(…την Κυριακή του Θωμά ο καθένας για το σπιτάκι του)
Έγινε η απολύμανσι των ρούχων μας και το σχετικό μπάνιο και την Κυριακή του Θωμά, αφού φτιάσαμε τα απολυτήριά μας, τα πήραμε και φύγαμε ο καθένας για το σπιτάκι του.
[υπογραφή]
Π. Παναγιώτου».
[Επιστολή-επίλογος του Παναγιώτη Παναγιώτου (29-03/11-04-1923]
[Στο αρχείο του Π. Παναγιώτου βρήκα και 3 φύλλα – για την ακρίβεια 2 1/2 – όπως τα παραπάνω – που γράφει γενικώς για τις ταλαιπωρίες που υπέφερε. Αρχίζει με την «απαίσια», όπως γράφει ημέρα της αιχμαλωσίας του και τελειώνει με την ευφρόσυνη ημέρα που πάτησε ελεύθερος στον Πειραιά. Φαίνεται σαν επιστολή που την στέλλει σε κάποιον. Αντιγράφω όπως είναι]:
«Allez dit, l’ officier Kemalist, de venir ici,
pour reprendrai les Greces soldats prisonnier
«Πήγαινε να πης του Κεμαλικού αξιωματικού να ’ρθή εδώ
να παραλάβη τους Έλληνας στρατιώτας αιχμαλώτους»
Αγαπητέ!
Μια απαίσια μέρα έχω σημειώσει στα χρονικά της ζωής μου και αυτή είναι για μένα η 29 Αυγούστου (σ. σ. 29 Αυγούστου 1922. Είναι η ημέρα που παραδόθηκε στους Γάλλους εκεί στα Μουδανιά, που νόμιζε πως σώθηκε, αλλά οι Γάλλοι παράδωσαν αυτόν και τους άλλους Έλληνες στρατιώτες στους Τούρκους και άρχισε η «φριχτή αιχμαλωσία που κράτησε μέχρι τις 28 Μαρτίου 1923, δηλαδή 209 μέρες ή 7 μήνες!
Άγριος, άγριος κι ορμητικός ερχότανε ο χάρος με τες μαύρες του μακρυές φτερούγες του και σάρωνε στο διάβα του τα δύστυχα κορμιά κείνη την εποχή.
Φαίνεται πως και μένα δεν μ’ έφθασεν η φτερούγα ή φαίνεται πως ήμουνα πολύ χαμηλά ή κρατήθηκα από κάνα σημάδι ελπιδοφόρου ζωής και γλύτωσα.
Τους άλλους όσους πήρε η μπόρα και η φτερούγα, κοιμώνται τον αιώνιο γλυκό ύπνο και φυλάγουνε δραγάτες (μπεξίδες) (σ.σ. εννοεί αγροφύλακες) στα αιματοβαμμένα χωράφια και βουνά της Μικράς Ασίας. Ας μην τους ανησυχούμε.
Αιωνία να’ ναι η μνήμη τους.
Φριχτή αιχμαλωσία
Η πείρα του στρατού σ’ όλο το διάστημα πού ’χω κάνει πολλά με δίδαξε.
«Καλό αντί καλού»
Πώς ζώ; πώς πέρασα; πώς γλύτωσα;
Μια ανώτερη από μάς δύναμη το ξέρει.
Είναι αλήθεια πως αναπνέω τον γλυκύ αέρα της λευτεριάς ή ονειρεύομαι;

Ο δραματικός επίλογος του Π. Π. :«Άγριος, άγριος κι ορμητικός ερχότανε ο χάρος με τες μαύρες του μακρυές φτερούγες του και σάρωνε στο διάβα του τα δύστυχα κορμιά κείνη την εποχή. Φαίνεται πως και μένα δεν μ’ έφθασεν η φτερούγα ή φαίνεται πως ήμουνα πολύ χαμηλά ή κρατήθηκα από κάνα σημάδι ελπιδοφόρου ζωής και γλύτωσα. Τους άλλους όσους πήρε η μπόρα και η φτερούγα κοιμώνται τον αιώνιο γλυκό ύπνο και φυλάγουνε δραγάτες (μπεξίδες) στα αιματοβαμμένα χωράφια και βουνά της Μικράς Ασίας. Ας μην τους ανησυχούμε. Αιωνία να’ ναι η μνήμη τους.
Π. Παναγιώτου»

Αν δεν γιελιέμαι για σκοτωμένος φερόμουνα σ’ όλο το διάστημα από την εποχή που μας παραδόσανε οι απαίσιοι σύμμαχοί μας και νυν άσπονδοι εχθροί μας Γάλλοι εις τους Τούρκους στρατιώτες (στους γιουρούκους) ή θα φερόμουνα αιχμάλωτος πια, αλλά όχι σ’ ένα πεπολιτισμένο κράτος σαν το Γερμανικό (σ.σ. Εδώ ο Π.Π. κάνει ενδόμυχα σύγκριση της «αιχμαλωσίας» στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας το 1916 που διαβάσαμε στο Β’ Μέρος με τη φρικτή αιχμαλωσία της Τουρκίας) παρά σε ένα βάρβαρο, που μας το διδάξανε από τα μικρά μας χρόνια, σε ένα απολίτιστο, σ’ ένα απαίσιο και ανήθικο κράτος.
Φριχτή και απαίσια αιχμαλωσία πρωτάκουστη! Όργια, εμπαιγμούς, ξυλοδαρμούς, φτυσίματα, ανώτερα από όσα έπαθε ο Χριστός μας σε διάστημα μονάχα μιας ημέρας, μαζύ με το φρικτό σταυρικό του θάνατο.
Πολλάκις γλύτωσα από το μαχαίρι του τυράννου Τούρκου και πολλές φορές από το σκότωμα.
Δεν ξέρω αν παρήλλαξα στην φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά μου. Το μόνο πού ’μαι βέβαιος είναι ότι αισθάνομαι ολίγον τον εαυτό μου γερό και δυνατό. Υπέφερα κατ’ αρχάς και τώρα τελευταία, όχι όμως όλως διόλου σαν άλλους πού ’ναι σκελετοί σαν να βγήκανε από νεκροταφείο για να κάνουνε περίπατο.
Δεν παραλείπω ότι υπήρξαν και για μένα στιγμές χαράς, αλλά τώρα τελευταία, όταν ερχόμασταν για την γλυκειά μας Μεμλεκέτ (πατρίδα) κατόπιν εξαμήνου φριχτής αιχμαλωσίας.
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ Τετάρτη της Ανάστασης
29 Μαρτίου / 11 Απριλίου 1923
[υπογραφή]
Παν.».

Εδώ τελειώνουν όσα έγραψε σε τετράδια και χαρτιά ο λοχίας Παναγιώτης Παναγιώτου από την Αγία Παρασκευή Βόλου για την περιπέτεια της στρατιωτικής του ζωής από το 1915, που κατατάχτηκε κληρωτός μέχρι το 1923, που έληξαν τα βάσανα της αιχμαλωσίας του. Στο επόμενο δημοσίευμα θα παραθέσουμε ένα τελευταίο κείμενο για την ιδιωτική του ζωή εδώ στην Αγία Παρασκευή και τον Βόλο.
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το