Πολιτισμός

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή μέσα από το Πολεμικό Ημερολόγιο του λοχία Παναγιώτη Παναγιώτου

Επιμέλεια
Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά

Εικοστό έβδομο δημοσίευμα-Φριχτή αιχμαλωσία γ’
Συνεχίζει ο Παναγιώτης Παναγιώτου την περιγραφή της «φριχτής αιχμαλωσίας» στα μέρη που πριν δυο-τρία χρόνια ο ελληνικός στρατός και ο ίδιος με την πυροβολαρχία του έκαναν νικηφόρο προέλαση, απωθώντας τα κεμαλικά στρατεύματα πέραν του Σαγγαρίου… Εδώ ξαναβρήκε τούρκικες οικογένειες με τις οποίες είχε συνδεθεί τότε με φιλία. Διαβάζουμε:
«[Αναχώρηση από την Προύσα και περιποίηση στα χωριά Κεστέλ και Τύμπος από τούρκικες οικογένειες]
«19 Φεβρουαρίου 1923 [με κόκκινο μελάνι]

Φύγαμε λοιπόν από την Προύσα, που μας συνέδεσε δυο, τρία χρόνια, στις 19 Φλεβάρη του 1923 στες 8 η ώρα. Κατά τας 11 η ώρα φθάσαμε στο Κεστέλ της Προύσης. Εδώ βρήκα τους άλλοτε φίλους μου Μεμέτηδες, Χασάνηδες κ.λπ. Εδώ βρήκα και το ώμορφο Τουρκάκι του Κιαμήλ, παιδί του Χασάν του μπαξεβάνι, πού ’χει μπαξέ κατά το όμορφο Σουσουρλού. Μόλις με είδε αμέσως πέταξε από τη χαρά του, αμέσως οι φίλοι μου Τούρκοι με προσφέρανε κάθισμα να καθήση ο Τσαούσης των ο Παναγιώτης. Μού ’παν αν πέρασα καλά στο διάστημα της αιχμαλωσίας κι έφαγα ξύλο ή με κακοποιήσανε οι Τούρκοι στρατιώται. Εγώ τους είπα ότι στην μπόρα την μεγάλη έφαγα ξύλο και κοντακιές. Ο Κιαμήλ λυπήθηκε κατάκαρδα και μού ’πε «Γιατί μπε σεν καλό άντρωπο», «Αι βρε Κιαμήλ όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίσα». Μου πρόσφεραν καφέδες, τσάϊ. Συστάσεις ότι ήμουν καλός δώκανε σ’ ένα γιουρούκι αξιωματικό Τούρκο και τον καταστήσανε προσεκτικό μήπως στο δρόμο γίνη καμμιά παρεξήγηση από τους χωριάτες και με πειράξουνε. (Εκεί μάθαμε από κάτι γνωστούς καλούς πολίτες Τούρκους ότι θα πάμε στο Ισμίτ (Νικομήδεια). Μού’ δωκαν θάρροςότι θα πάμε στο Ισμίτ (Νικομήδεια) και από κει θα μας διώξουνε για την Μεμλεκέτ. Τους αποχαιρέτησα και αφού με εφοδιάσανε από καπνό, ψωμί και άλλα τρόφιμα με αποχαιρέτησαν με το «Χαΐρ ολσούν!!…»[=με το καλό]. Κατά τες βραδυνές ώρες φθάσαμε στο χωριό Τύμπος, όπου άλλοτε είχαμε αφίσει το άχρηστο υλικό της Πυροβολαρχίας μας).

Σελίδα από το Ημερολόγιο του Π. Π.: «…Στο άνω μέρος της πόλεως της Νίκαιας είναι η σπηλιά της. Η απαίσια σπηλιά της που σφαγήκανε μέσα της στες περασμένες Ελληνικές προελάσεις 1.500 Ελληνικά γυναικόπαιδα…»

Εδώ βρήκα τον Μουχτάρη (πρόεδρο) του χωριού, βρήκα τον γείτονά μου τον Αλή πού ’χε την ώμορφη και σεμνή κοπέλλα τη Χατηψιέ, την μόλις δέκα οχτώ χρονών. Δάκρυα κυλούνε στα μάτια μου και στα μάτια της Χατηψιές που μ’ έβλεπε σ’ αυτά τα χάλια. «Είναι αλήθεια τσαούση μου πως σε βλέπω αιχμάλωτο στους δικούς μας; Γιατί αυτά τα χάλια!; Την λυπήθηκα την κακομοίρα γιατί μ’ όλο ότι ήμουνα στην θρησκεία της ένας γκιαούρης χάλασε η καρδιά της. Παρακάλεσε τον αξιωματικό και τον δεκανέα Τούρκο να με αφήσουνε να πάγω στο σπήτι τους να μου δώσουνε τίποτε καπνό και τσάϊ να φάγω, αλλά ο αξιωματικός και ο δεκανέας επειδή εφοβούντο μήπως με κακοποιήσουν δεν εδέχετο να με αφήση λέγων ότι «ό,τι θέλετε να του φέρετε, φέρτε τα εδώ και τα δίνουμε». Κατόπιν ήλθεν ο Μουχτάρης και του είπε πως ήμουνα καλός και ότι δεν ήμουνα από εκείνους που λέγαν «Μπες γιαμουρτά μπιρ νταούκ τσαμπούκ, τσαμπούκ» [= δώσε μας 5 αυγά και 1 κότα, γρήγορα-γρήγορα] και έτσι μ’ άφησεν ο αξιωματικός να πάγω στον Αλή. Με χαρές με πήγε στο σπήτι της πού ’ταν και δικό μου σπήτι, όταν ήμουν άλλοτε στες δόξες και αφού πρώτα πήραμε το τσάϊ και τον καφέ, έστρωσε τον φτωχικό τους σοφρά και καθήσαμε και φάγαμε. Ώρες, ώρες δάκρυα κυλάγανε στα μάτια της Χατηψιές, του Αλή και της γυναίκας του της Φατιμές. Αλησμόνητη θα μου μείνη αυτή η βραδυά. Βραδυά χαράς, βραδυά αφοσίωσις, βραδυά του μουχαμπέτ. Το βράδυ μου στρώσαν και κοιμήθηκα καλά στα παχειά φτωχικά παπλώματα. Την άλλη μέρα ξημέρωσε η 20 Φεβρουαρίου 1923. Το βράδυ μείναμε στο Τύμπος.
20 Φεβρουαρίου 1923 [το γράφει ως επικεφαλίδα με κόκκινα γράμματα]


Το πρωΐ προτού σηκωθώ βάλανε και ζεστάνανε νερό για να πληθώ. Μου πρόσφεραν τσάϊ, καφέ και κατά τας 5 1/2 φεύγουμε. Με αποχαιρέτησαν με κλάματα στα μάτια, μου δώσανε καπνό και ψωμί και έτσι τραβούμε για το Γενή Σεχήρ. Το πρωΐ ξεκινήσαμε για το Γενή Σεχήρ δίχως τροφή, γιατί αυτή που μας είχαν δώσει είχε φαγωθεί έως ότου φθάσουμε στο χωριό Τύμπος. Το βράδυ φθάσαμε αφού περάσαμε τα χωρία Σεϊμάν-Κιόϊ, Κοϊνισάρ, Μεντεσέ, το Γενή Σεχήρ.
21 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1923 [ως επικεφαλίδα με κόκκινα γράμματα]

Σήμερα το πρωΐ φύγαμε από Γενή Σεχήρ με τροφή 3 ημερών. Ξερό μαύρο ψωμί. Τες πρωϊνές ώρες ανεβήκαμε τα υψώματα του Παπουτζ-Δερβέν. Από τα υψώματα ξαγναντεύουμε την ασημένια λίμνη (Λίμνη της Νικαίας) κατά τες 12 η ώρα το μεσημέρι φτάνουμε απέξω από την αρχαία πόλι της Νίκαιας σ’ ένα τούρκικο χωριό. Η Νίκαια η ξακουσμένη από τες πολύκροτες οικουμενικές της Συνόδους των 318 πατέρων της Εκκλησίας, είναι ωραία πόλις και δίπλα της η λίμνη φέρνει μεγαλείον θέαμα και θέλγει τον καθένα. Στο άνω μέρος της πόλεως της Νίκαιας είναι η σπηλιά της. Η απαίσια σπηλιά της που σφαγήκανε μέσα της στες περασμένες Ελληνικές προελάσεις 1.500 Ελληνικά γυναικόπαιδα. Απ’ όλα αυτά μονάχα μια ώμορφη Ελληνοπούλα γλύτωσε από τη σφαγή χάρη στη μαγευτική της καλλονή, η οποία και έγινε δια της βίας γυναίκα του μεγάλου Χριστιανομάχου Τούρκου και διοικητού της ΧΙ Τουρκικής Μεραρχίας του Τζεμάλ Πασσά».

Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου συνήλθε το 787 μ.Χ. η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος και καταδίκασε την Εικονομαχία. Το 2012 μετατράπηκε σε τζαμί (φωτογραφία από το Διαδίκτυο-Βικιπαίδεια)

Για την ιστορική πόλη της Νίκαιας, θεωρώ αναγκαίο να προσθέσουμε περισσότερες πληροφορίες: Ο Λυσίμαχος, ένας από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου, το 301 π.Χ. έδωσε το όνομα της πόλης, Νίκαια. Η Νίκαια της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας έγινε γνωστή, στους χριστιανικούς χρόνους, γιατί εκεί συνήλθε η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. επί Μ. Κωνσταντίνου, όπου συνήλθαν οι 318 Πατέρες και καταδίκασαν την αίρεση του Αρείου και συνέταξαν τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως (Πιστεύω). Επίσης εκεί συνήλθε και η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος το 787 μ.Χ. στον εκεί ναό της Αγίας Σοφίας, που σώζεται μέχρι σήμερα, με την οποία καταδικάστηκε η Εικονομαχία και αναστηλώθηκαν οι εικόνες. Η Νίκαια καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1331, οι οποίοι την ονόμασαν Ιζνίκ (εις την Νίκαιαν). Έπεσε αργότερα σε παρακμή, όταν αναπτύχθηκε η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στους επόμενους αιώνες η σημασία της πόλης υποβαθμίστηκε, ενώ οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής αναδείχθηκε η Προύσα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι πόλεμοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η σφαγή των Αρμενίων και αργότερα – κατά τη μικρασιατική εκστρατεία – η σφαγή των Ελλήνων της πόλης, συντέλεσαν στην παρακμή της. Σήμερα η Νίκαια είναι ένα μικρό αστικό κέντρο 20.000 κατοίκων, στο οποίο σώζονται τα τείχη, οι ρωμαϊκοί και βυζαντινοί προμαχώνες, περιμέτρου 4,5 χιλιομέτρων, καθώς και ο Ναός της Αγίας Σοφίας, που από το 2012 λειτουργεί ως μουσουλμανικό τέμενος. Και συνεχίζει ο Π. Π.

«Το βράδυ μείναμε σ’ ένα χωριό απέξω από την Νίκαια (Ισνίκ) μια ώρα. Και αυτό το χωριό, ως και άλλα που περάσαμε είναι καμμένο. Μας τοποθετήσανε σ’ ένα μικρό καμαράκι πού ’ταν το πολύ για 3 1/2 άτομα 40 τον αριθμό αιχμαλώτους. Ο κόσμος πού ’χαν τα σπήτια τους καή, δεν μας κυττάζανε με καλό μάτι, αλλά διαταγές αυστηρές του αξιωματικού και ενός δεκανέως, πού ’χε κάνει άλλοτε αιχμάλωτος στον Ελληνικό στρατό κατά τον νικηφόρο μας πόλεμο του 1912, ξέροντας ότι η αιχμαλωσία είναι λίγο άσχημο πράγμα και ότι δεν πέρασε άσχημα ως αιχμάλωτος είχε κάνει δε ως αιχμάλωτος στο Βόλο. Στο σπήτι πού ’μασταν 40 ο ένας πάνω στον άλλο σαν σαρδέλλες ήλθαν από βραδίς τα παιδιά, οι πολίται και μας πείραζαν και μας πέρνανε τα αντίσκηνα όσοι είχανε. Κατά τας 12 η ώρα με 1 η ώρα μετά το μεσονύκτιον ήλθαν δυο άτομα και με πέτρες και με ξύλα γκρέμισαν τον τοίχο του σπητιού πού ’μασταν εμείς με τον σκοπό να μας κακοποιήσουνε ή να σκοτώσουνε κανέναν. Μόλις τους αντιληφθήκαμε αμέσως βάλαμε τες φωνές, καλώντας τον σκοπό να ’ρθή σε βοήθειά μας: «Νεμπεκτσί γκελ, νεμπεκτσί γκελ, γκελ»[= φρουρέ έλα]. Τες περισσότερες φωνές τες έβγαλε ο φίλος μας Γιάννης Στεργιόπουλος λοχίας κι αυτός του Πυροβολικού από την Βόνιτσα της Αιτωλοακαρνανίας. Μετά από 1/4 της ώρας ήλθε ο σκοπός και μας έλεγε τι πάθαμε. Του δείξαμε τον γκρεμισμένο τοίχο και του ’παμε ότι φοβόμαστε. Αυτός μας διαβεβαίωσεν ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε και έφυγε. Όλη την νύκτα δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε και να κλείσουμε μάτι. Την άλλη μέρα ετοιμαζόμασταν για δρόμο».
Εδώ ο Π. Π. τελειώνει το τρίτο μέρος από τη «φριχτή αιχμαλωσία» στα χέρια των Τούρκων. Στις επόμενες σελίδες του Ημερολογίου του θα συνεχίσει την περιγραφή.

Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το