Θ Plus

Η μέρα που άλλαξε τη ζωή μας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Αποβραδίς είχαμε ξενυχτήσει. Συμμετείχαμε στις αρχαιρεσίες του τρίτου έτους της Νομικής που θεωρούνταν και οι πιο αποφασιστικές, αλλά και κρισιμότερες, για όλο το φοιτητικό χώρο.
Για το λόγο αυτό διεξάγονταν βραδινές ώρες, σχεδόν πανηγυρικά, στην αίθουσα Σαριπόλου. Και βέβαια συμμετείχαν σε αυτές είτε ως τοποτηρητές είτε ως θεατές και αντιπρόσωποι κάθε άλλης σχολής – και παράταξης -, γιατί από το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών εξαρτιόταν ποια θα ήταν η νικήτρια φοιτητική δύναμη.
Ποτέ δεν έλειπαν οι τραμπούκοι. Αλλά και διάφοροι ψευτοσυνδικαλιστές που ανήκαν στην παράταξη της ΕΚΟΦ. Ειδικά αυτοί οι τελευταίοι ερχόντουσαν με τσαμπουκά για σαματά. Δεν έλειπαν επίσης και εξωφοιτητικά στοιχεία που έμπαιναν στην αίθουσα με πλαστές ταυτότητες.
Είχε μεγάλο χαβαλέ η παρακολούθηση αυτών των αρχαιρεσιών, αλλά και ιδιαίτερη βαρύτητα η κριτική, καθώς και η αντιπαράθεση των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων.
Αν κέρδιζε η Ένωση Κέντρου, θα άλωνε και το σπουδαστικό της ΕΦΕΕ, με μια έδρα παραπάνω στο κεντρικό διοικητικό συμβούλιο της ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών).
Η παράταξη της ΕΡΕ, συνεπικουρούμενη από τις ακροδεξιές δυνάμεις της ΕΚΟΦ, κατέβαζε το καλύτερο υλικό που διέθετε. Αρχηγός της ο Παναγής Παπαληγούρας, γιος του υπουργού της μεταβατικής κυβέρνησης Κανελλόπουλου. Από την άλλη πλευρά ηγούνταν ο Αλαβάνος (ο Κώστας όχι ο Αλέκος) και ο Διαθεσόπουλος (ο σημερινός πρόεδρος της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας).

Γύρω στις δύο τη νύχτα βγήκαν τα αποτελέσματα με κερδισμένη την παράταξη της Ενωσης Κέντρου.
Υστερα από τα επινίκια των μεν και τη χασούρα των ηττημένων, η παρέα μας των πρωτοετών, που βλέπαμε για πρώτη φορά τη διαδικασία των αρχαιρεσιών, μαζωχτήκαμε στο ισόγειο, κρίναμε, γελούσαμε και σχολιάζαμε, με τον καθένα να λέει το κοντό και το μακρύ του.
Σιγά – σιγά πήραμε να σκορπίζουμε στους δρόμους, για τα σπίτια μας, άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Η ώρα είχε πάει μία μετά τα μεσάνυχτα και των λεωφορείων είχανε λήξει τα δρομολόγια…
Λεωφορεία και τρόλεϊ διακόπτανε τη λειτουργία τους από τις δωδεκάμισι, αν θυμάμαι καλά.
Το ρίξαμε στον ποδαρόδρομο, ξεκινώντας από τη Σόλωνος και μέσω πλατείας Κολωνακίου, κατόπιν Βασιλίσσης Σοφίας, κινηθήκαμε προς τους Αμπελοκήπους.
Βαδίζαμε αργά και πάντα σχολιάζοντας τις πρωτόγνωρες εμπειρίες από εκείνη την εκλογή του τρίτου έτους της Νομικής.
Αραιά, πολύ αραιά κυκλοφορία στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και γύρω από το Χίλτον, με μια υπόκωφη ησυχία και ύπουλη γαλήνη να πλανιέται στην ατμόσφαιρα.
Είχε από ώρα φύγει η 20η και εισέβαλε με υπόκωφο τρόπο το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου.
Η παρέα μου διασπάστηκε κοντά στο Χίλτον κι άλλος κίνησε για Παγκράτι, άλλος για Ιλίσια, ενώ εγώ ακολούθησα τους συντοπίτες μου που έμεναν Αμπελοκήπους σε δικό τους διαμέρισμα.
Φτάσαμε γύρω στις δυο – δυο και κάτι στο σπίτι των φίλων και συμφοιτητών μου, που βρισκότανε στην οδό Μικράς Ασίας, τη λεωφόρο που ανέβαινε για το Γουδί. Εκεί θα διανυκτέρευα το βράδυ εκείνο , αφού η δική μου γκαρσονιέρα ήτανε στου Ζωγράφου, αρκετά μακριά για να πάω με τα πόδια τέτοιαν ώρα.
Στην τελευταία στροφή για το σπίτι ακούσαμε πολύ έντονους τριγμούς στο οδόστρωμα και κάποιους μακρινούς περίεργους συρμούς να γδέρνουν τη νυχτερινή γαλήνη.
Δε δώσαμε σημασία, αλλά όταν ανεβήκαμε στο διαμέρισμα, αισθανθήκαμε πολύ εντονότερα τα ηχητικά σκαψίματα της οδού Μιχαλακοπούλου, στην οποία έβλεπε το παράθυρο της κουζίνας.
Περίεργα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε ύπνο και βαλθήκαμε να συζητάμε στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου.
Δε συζητούσαμε τίποτ’ άλλο παρά μόνο τα αποτελέσματα των αρχαιρεσιών.
Γύρω στις τέσσερις, από τη μεριά της κουζίνας που έβλεπε στη Μιχαλακοπούλου, ακούγονταν καθαρά οι ερπύστριες βαρέων στρατιωτικών οχημάτων που διέσχιζαν το ρεύμα καθόδου προς το κέντρο της Αθήνας.
Ανήσυχοι και καχύποπτοι αρχίσαμε τα τηλέφωνα. Επειδή είχα μια σχέση με κάποιο δημοσιογράφο στην εφημερίδα «Καθημερινή», τηλεφώνησα για να μάθω, αλλά με καθησύχασαν ότι επρόκειτο για μιαν άσκηση ετοιμότητας του στρατού.
Έτσι τους είχαν ενημερώσει, τρομάρα τους…
Το πιστέψαμε γιατί στο Γουδί έδρευε η μονάδα των τεθωρακισμένων της Αττικής.
Σε λίγο όμως ακούσαμε καθαρά κι έναν πυροβολισμό που έσκισε την ησυχία της νύχτας. Κι ύστερα ένα δεύτερο.
Στο επόμενο τηλεφώνημα, στα γραφεία της «Καθημερινής», δεν απαντούσε πλέον κανείς. Σίγησαν τα πάντα. Και σίγησαν «διαπαντός»…
*
Όταν ξυπνήσαμε γύρω στις έντεκα, έξω επικρατούσε ένας ανεξήγητος αναβρασμός κι αναδυότανε ένας ανεξήγητος και ζοφερός ορυμαγδός από χύδην κραυγές και λόγια του αέρα. Πλανιόταν δε στην ατμόσφαιρα γενικά ένα θολό τοπίο που ωστόσο μύριζε άνοιξη. Η αδυσώπητη αυτή αναταραχή στους δρόμους μας οδήγησε γυμνούς στο μπαλκόνι. Από μια κοπέλα του διπλανού διαμερίσματος που διατήρησε την ψυχραιμία της καθώς μας είδε έτσι, μάθαμε ότι επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος κι έπρεπε να παραμείνουμε όλη μέρα σπίτι, για την ασφάλειά μας.
Ωστόσο κάτω στο δρόμο, ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος και λεηλατούσε καταστήματα φεύγοντας φορτωμένος σακούλες με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.
Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Ντύθηκα βιαστικά και πήρα μια λινάτσα από το αποθηκάκι κατεβαίνοντας τα σκαλιά με σβελτάδα.
Απέναντι από την πολυκατοικία ήταν ένα μανάβικο, στο οποίο ο κόσμος είχε κάνει πλιάτσικο, με τον μανάβη να τραβάει τα μαλλιά του. Μόνο που δεν έκλαιγε. Του είχαν κάνει το μαγαζί γήπεδο. Τα τελευταία κασάκια που φαινόντουσαν να έχουν κάποιο εμπόρευμα μέσα ήταν δυο μισοάδεια τελάρα με κρεμμύδια.
Κοίταξα μια τον μανάβη και μια τα τελάρα. Υστερα από ελάχιστη ή καθόλου σκέψη όρμησα στο εσωτερικό με τα άδεια κασόνια και πάσχισα να γεμίσω τη λινάτσα με όσα κρεμμύδια είχαν απομείνει. Όμως τα περισσότερα ήταν φλούδια. Ζήτημα αν είχε μείνει κανένα ατόφιο κρεμμύδι.
Ύστερα έριξα το βλέμμα μου σε ένα μπακάλικο που βρισκότανε λίγο πιο κάτω. Απ’ έξω στεκότανε ο μπακάλης μαζί με δυο τρεις νταγλαράδες που φράζανε την είσοδο για το ενδεχόμενο γιουρούσι του ασυγκράτητου όχλου.
Τότε μου ήρθε η σκέψη: Mα τι κάνει ο κόσμος και γιατί αρπάζουνε τα τρόφιμα; Μήπως έρχεται Αρμαγεδώνας;
Αλλά κι αν έρχεται σε τι θα ωφελήσουν οι προμήθειες;
Έσυρα τη λινάτσα απογοητευμένος. Ανηφόρισα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας, χτύπησα το κουδούνι και στο άνοιγμα της πόρτας επέδειξα, λυπημένος, στους προσωρινούς συγκατοίκους, το ανώφελο και ατυχές τρόπαιο της λαφυραγωγίας μου.
Όλη μέρα καθαρίζαμε κρεμμύδια για να φτιάξουμε στιφάδο με το μοσχαράκι που υπήρχε ακόμη στο ψυγείο.
*
Τα νέα ήταν καταιγιστικά. «Η χώρα σώθηκε ως εκ θαύματος», έλεγαν οι ειδήσεις από το ραδιόφωνο, «καθώς εξεδιώχθησαν οι πολιτικοί όλων των κομμάτων και η διακυβέρνηση ανετέθη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου» παίζοντας συνεχώς εμβατήρια. Ακόμη δε έλεγαν ότι είχε επέμβει ο στρατός και ότι ουσιαστικά αυτός κρατούσε την τύχη της χώρας στα χέρια του.
Συνάμα πληροφορηθήκαμε ότι ανεστάλη η ισχύς κάμποσων άρθρων του Συντάγματος, αυτών που είχαν σχέση με τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία μετά τις εφτά το απόγευμα. Ούτε η συγκέντρωση επιτρέπεται με πάνω από πέντε άτομα. Τη σύγχυση επέτεινε η αντήχηση από τη ρίψη σποραδικών πυροβολισμών.
Ύστερα από ώρες και καθώς πιάσαμε κι άλλους σταθμούς, μάθαμε ότι στο κόλπο ήτανε κι ο βασιλιάς μαζί με μια χούντα ανώτερων – και όχι ανώτατων – αξιωματικών. Κι ότι τάχα κουμάντο έκανε ένας συνταγματάρχης, γνωστός από τον ΙΔΕΑ και από την επιτυχή «αποκάλυψη» που είχε κάνει, ενός κομμουνιστικού σαμποτάζ στον Έβρο.
*
Τα νέα όμως που κυκλοφορούσαν δεν ήταν έγκυρα, καθώς ακούγονταν φήμες για πολιτικές δολοφονίες και εκτοπισμούς σημαντικών ανθρώπων της Τέχνης και ιδιαίτερα της Αριστεράς που ωστόσο δεν είχαν σχέση με την πρώην διακυβέρνηση της χώρας.
Μείναμε όλη μέρα στο σπίτι και την άλλη, ανάμεσα πάντα σε συνεχείς, μακρινούς πυροβολισμούς, πληροφορηθήκαμε πως άνοιξαν οι δρόμοι – και οι συγκοινωνίες – και πως θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στην πατρίδα μας, για το Πάσχα. Ξημέρωνε η μέρα του Λαζάρου.
*
Φύγαμε εσπευσμένα και σαν κυνηγημένοι, με έναν πελώριο φόβο στην ψυχή, μη μας πετύχουνε τυφλές σφαίρες, όπως ακούγαμε από το ΒΒC, και μας σταματήσουνε στο δρόμο για εξακρίβωση και δεν ξέρω γω τι άλλο.
Περπατώντας στην άδεια Αθήνα, νιώθαμε όπως οι σημαδεμένοι από ακροβολισμένους ελεύθερους σκοπευτές, λες και είμασταν στο στόχαστρο ενός αόρατου κυνηγού κεφαλών που ζητούσε να μας εξοντώσει.
Κάναμε ολόκληρη τη διαδρομή από τους Αμπελοκήπους μέχρι το σταθμό των υπεραστικών, στη Λιοσίων, με τα πόδια κουβαλώντας ό,τι μπορέσαμε να πάρουμε από το ρουχισμό και τα τσουμπλέκια που βρήκαμε μπροστά μας. Μας πήρε μιάμιση ώρα εκείνη η απόσταση και φυσικά δεν ήταν για ψυχαγωγία ούτε διασκεδαστική πεζοπορία. Περιμέναμε κανένα δίωρο μέχρι να βρούμε θέση στο λεωφορείο που έπρεπε να ελεγχθεί πρώτα κι έπειτα να πάρει άδεια αναχώρησης και ταξιδιού.
Μπήκαμε στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ, παστωμένοι πενήντα – εξήντα άνθρωποι περίπου, άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί, ανά τρεις σε κάθε διπλό κάθισμα. Δεν κοιτούσαμε πίσω μας κι ούτε μας ένοιαζε η ράθυμη ζωή που εγκαταλείπαμε στην Αθήνα, των σπουδών, του σουλάτσου, των ατέλειωτων διαλόγων και της εικοσιτετράωρης πάλης με όλα τα θεριά του κόσμου.
Το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν πώς θα φτάσουμε σώοι και αβλαβείς στην πατρίδα μας κι ας γινόταν η Αθήνα Γης Μαδιάμ.
Ξεχάσαμε και τις εκλογές και φυσικά γίνανε στάχτη και μπούλμπερη όλες οι συζητήσεις για την προχθεσινή ψηφοφορία στη Νομική, όπως κι εκείνο το βράδυ που ανηφορίζαμε τη Βασιλίσσης Σοφίας, δίχως να πονηρευτούμε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε κάτω από τα πόδια μας.
Α, εκείνο που μας πόνεσε ήτανε το γιαχνί με τα κρεμμυδάκια και το στιφάδο που ξεχάσαμε στην Αθήνα, αφού, από την τρομάρα και τη βιασύνη μας να φύγουμε άρον άρον, έμεινε στο ψυγείο.
Νηστικοί αλλά ακέραιοι φτάναμε ύστερα από πέντε ώρες στο Βόλο και πατούσαμε το πόδι μας σε έναν τόπο που δεν έδειχνε στο παραμικρό τι είχε συμβεί στην Αθήνα.
Έτσι κάναμε την πρώτη μουδιασμένη Πασχαλιά στη ζωή μας χωρίς φιοριτούρες και πανηγυράκια.
Θ’ αργούσε η Ανάσταση βέβαια, καθώς θα μπαίναμε για κάμποσο καιρό στο γύψο της Μεγάλης Παρασκευής…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το