Τοπικά

Η κρίση «ισοπέδωσε» τα μορφολογικά χαρακτηριστικά στο κέντρο του Βόλου

Η μελέτη – αποτύπωση της μεταβολής των κενών χώρων κατοικίας, γραφείων και καταστημάτων λιανικής σε επίπεδο γειτονιάς σε μια ομάδα οικοδομικών τετραγώνων στον Βόλο σε βάθος δεκαπενταετίας φέρνει στην επιφάνεια τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη συμπαγή αστική μορφολογία και τη φαινομενικά αμβλεία κοινωνική διαστρωμάτωσή της.
Ο συνεχής και κλειστός χαρακτήρας των οικοδομικών τετραγώνων στην πόλη επιδεινώνει την απομόνωση και νέκρωση τόσο των ακάλυπτων χώρων όσο και των δρόμων που τα περιβάλλουν.
Ωστόσο, οι διαμορφούμενες κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν μια προοπτική αναζήτησης νέων ισορροπιών, ένα νέο δυναμικό πλαίσιο, στο οποίο οι αρχιτέκτονες, η κοινωνία και η πολιτεία πρέπει να στραφούν, δηλαδή στη δημιουργία ενός νέου προτύπου αστικού κυττάρου, ενός ανοιχτού – πορώδους οικοδομικού τετραγώνου, με ευέλικτες τυπολογίες υπό τη λογική των κοινών και μορφολογίες ενοποίησης των παραμελημένων αστικών χώρων.
Στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Δημόσιο Χώρο ο Απόστολος Κυριαζής , ο Βολιώτης επίκουρος καθηγητής Αρχιτεκτονικής και Αστικού Σχεδιασμού στο Abu Dhabi University παρουσίασε το πλήρες πλαίσιο, που διέπει τη συνένωση των ακάλυπτων χώρων των οικοδομικών τετραγώνων των ελληνικών πόλεων, με τον Βόλο στο επίκεντρο, καθώς η πιλοτική εφαρμογή της έρευνας έλαβε χώρα στην πόλη, σε δύο επίπεδα: Πρώτον, με μια ανάλυση για όλο το κέντρο της πόλης (σχεδόν 400 Ο.Τ.). Και δεύτερον, σε μια αναλυτικότερη περιγραφή δώδεκα οικοδομικών τετραγώνων που επιλέχθηκαν προσεκτικά, για τους σκοπούς της έρευνας. Καταγράφει η έρευνα σε βάθος δεκαετίας, το πώς η οικονομική κρίση επηρέασε τον αστικό ιστό και τις κοινωνικές ισορροπίες.

Η ιστορία των ακάλυπτων χώρων στις ελληνικές πόλεις ξεκινάει με το σχέδιο Εμπράρ για τη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917, ως το πρώτο σχέδιο που οργάνωνε το εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων με βάση τις απαραίτητες αποστάσεις για την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών.
Ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός αποτέλεσε το κυρίαρχο εργαλείο διαμόρφωσης του δομημένου χώρου στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα, μετατοπίζοντας σταδιακά το σημείο αναφοράς στο μεμονωμένο οικόπεδο. Το οικοδομικό τετράγωνο έπαψε πια να αποτελεί το βασικό δομικό συστατικό του αστικού ιστού. Ως μια φαινομενική εξαίρεση στον κανόνα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η αλλαγή διακυβέρνησης και ιδεολογικής προσέγγισης οδήγησε σε μια νέα θεώρηση του οικοδομικού τετραγώνου και της χωρικής – κοινωνικής του συνθήκης μέσα από τα άρθρα του Γ.Ο.Κ. του 1985 για τα Ενεργά Οικοδομικά Τετράγωνα (και την παραχώρηση σε κοινή χρήση των ακάλυπτων χώρων. Οι ιδέες αυτές υποστηρίχθηκαν από πληθώρα ερευνητικών μελετών για πολλές ελληνικές πόλεις. Ενδεικτικά αναφέρονται μελέτες στον Πειραιά, το Παγκράτι και τα Κάτω Πατήσια, στα Ιωάννινα, στη Θεσσαλονίκη, στα Παλιά Βόλου και στην Καλαμάτα. Ωστόσο, από το 1985 μέχρι και σήμερα, μόνο δύο προτάσεις έχουν υλοποιηθεί στον ελληνικό χώρο, από τις οποίες, η περίπτωση της ανάπλασης των εργατικών κατοικιών του Ταύρου (1983 – 1995) λογίζεται ως καταχρηστική (αφού εκμεταλλεύτηκε τη σχετική νομοθεσία, αποκλειστικά για να καρπωθεί μια αύξηση στον συντελεστή δόμησης).

Η μελέτη του Βόλου
Πώς όμως επηρέασε η οικονομική κρίση τα μορφολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των οικοδομικών τετραγώνων και των ακάλυπτών τους; Διαταράχθηκαν οι ευαίσθητες ισορροπίες της συμπαγούς ελληνικής πόλης;
Για την αποτύπωση των μεταβολών αυτών, χρησιμοποιήθηκε μέρος της πιλοτικής εφαρμογής της διδακτορικής διατριβής του Απόστολου Κυριαζή. Η αρχική μελέτη εκτυλίχθηκε το 2006, επαναλήφθηκε μερικώς σε διαστήματα πενταετίας (το 2011 και το 2016) και επικεντρώθηκε στις μεταβολές των χρήσεων (καταγραφή των κενών διαμερισμάτων με χρήσεις γραφείου ή κατοικίας). Τα κενά αυτά διαμερίσματα αντικατοπτρίζουν ανά πάσα στιγμή τη δυναμική της αγοράς ακινήτων. Τα επιλεγμένα οικοδομικά τετράγωνα βρίσκονται μεταξύ των οδών Ελ. Βενιζέλου, Άνθ. Γαζή, Κ. Καρτάλη και Δημ. Γεωργιάδου στον Βόλο.
Σύμφωνα με τις τρεις καταγραφές, οι κενοί χώροι γραφείου ή καταστήματος αυξάνονται από τους 17 το 2006 στους 29 το 2011 και εκτοξεύονται στους 66 το 2016 (ήτοι μια αύξηση από το 5% στο 20% σχεδόν). Σε τετραγωνικά μέτρα παρατηρείται η ίδια τάση, με διπλασιασμό ανά πενταετία (από το 4.7% στο 10.1% και μετέπειτα στο 19.1% για το 2016).
Αντίστοιχα για τη χρήση κατοικίας, ενώ το 2006 δεν παρατηρείται κανένα κενό διαμέρισμα (ή μονοκατοικία) προς κατοίκηση, το 2011 προκύπτουν εφτά και το 2016 δεκαέξι κενοί χώροι κατοίκησης: δηλαδή μια ποσοστιαία άνοδος από το μηδέν ώς το 5% (σε διαθέσιμες μονάδες) ή 6.6% (σε m²) του συνόλου των ισόγειων χώρων.
Αθροιστικά, οι κενοί χώροι κατοικίας, υπηρεσιών και λιανικής στο ισόγειο των δώδεκα τετραγώνων υπερτετραπλασιάζονται (440.9%) από το 2006 μέχρι και το 2016 και ξεπερνούν το ένα τέταρτο του συνόλου της προσφερόμενης δομημένης επιφάνειας. Επιπλέον, και μόνο για το 2016, το 10.3% της συνολικής δόμησης των κτιρίων ήταν κενό – διαθέσιμο προς πώληση ή ενοικίαση (ανεξαρτήτως χρήσης).

Ερμηνεία των δεδομένων
Από τα δεδομένα της παρατήρησης προκύπτει ότι η μεγάλη αύξηση των κενών χώρων κατοικίας, γραφείου ή λιανικής μπορεί να θεωρηθεί κυρίως ως αποτέλεσμα των σημαντικών αυξήσεων στη φορολογία ακινήτων, αλλά και σε σειρά άλλων παραγόντων, όπως η αύξηση της ανεργίας και η μείωση της ρευστότητας. Ειδικότερα για τα καταστήματα λιανικής και τα γραφεία στο ισόγειο, διαφαίνεται επίσης η αδυναμία της τοπικής αγοράς να ανταπεξέλθει στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
Η αύξηση των κενών διαμερισμάτων κατοικίας κυρίως στα ισόγεια των κτιρίων, σε συνδυασμό με την απομόνωση των ακάλυπτων χώρων, αλλοιώνει τη λογική της ομαλής κατακόρυφης κοινωνικής διαστρωμάτωσης και ακυρώνει ακόμη περισσότερο την αλληλεπίδραση με τη βάση και τα δύο εκατέρωθεν μέτωπα της οικοδομής. Οι ισόγειοι χώροι βρίσκονται στη διασταύρωση των δύο αυτών χαρακτηριστικών του συμπαγούς τετραγώνου και ρυθμίζουν σε σημαντικό βαθμό τις λεπτές κοινωνικές ισορροπίες και την ποιότητα του δημόσιου χώρου που τους περιβάλλει.

Οι συνέπειες της κρίσης στη συνοχή του αστικού ιστού των Ελληνικών πόλεων και ο ρόλος των ακάλυπτων χώρων ως ευκαιρία ανάκαμψης. Μελέτη δώδεκα Ο.Τ. στον Βόλο.
Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση, ότι η πλειονότητα των κενών διαμερισμάτων εντοπίζεται κυρίως στο ισόγειο. Δεδομένης της κατακόρυφης κοινωνικής διαστρωμάτωσης που συναντάται στις ελληνικές πόλεις, όπου τα χαμηλότερα διαμερίσματα προσφέρονται και σε χαμηλότερα ενοίκια, αλλά και του μηχανισμού λειτουργίας της αντιπαροχής (με τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου να τείνει να επιλέγει προς ιδίαν χρήση διαμερίσματα στους υψηλότερους ορόφους), οι κατοικίες των ισογείων αντιστοιχούν σε πιο ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες με μικρότερο εισόδημα. Ωστόσο, τα διαμερίσματα αυτά είναι που συνήθως έχουν πρόσβαση στον ακάλυπτο, διατηρώντας τον ζωντανό. Επομένως, κάθε μακροχρόνιο κενό χρήσης τους επιδεινώνει την κοινωνική και μορφολογική ισορροπία των Ο.Τ. και συρρικνώνει τη λειτουργικότητα των δρόμων, αλλά και των ακάλυπτων χώρων.
Το φαινόμενο αυτό ενισχύει την πιθανότητα ύπαρξης μιας σύνδεσης ανάμεσα στον κοινωνικό πλουραλισμό/ευρωστία και την εύρυθμη λειτουργία των Ο.Τ. ως αστικά κύτταρα. Η σύνδεση αυτή δείχνει να περιγράφεται από έναν ρυθμό, που έχει σχέση με τον «αστικό εμπλουτισμό», υπό μια έννοια περισσότερο κοινωνική παρά μορφολογική.

Σύμφωνα με τον κ. Κυριαζή, η πόλη έχει περιέλθει σε μία μακρόχρονη φάση συρρίκνωσης ως αποτέλεσμα της εν εξελίξει οικονομικής κρίσης και των δημογραφικών πιέσεων σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Διαμορφώνεται μια νέα αστική συνθήκη, στην οποία οι πόλεις πρέπει να ανταποκριθούν, ώστε να αναπτύξουν νέες ισορροπίες. Τα συμπαγή οικοδομικά τετράγωνα έχουν ακόμη μια ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις αναδυόμενες κοινωνικές δυναμικές.
Ερευνητές του αστικού χώρου προτείνουν νέους κοινούς χώρους, με κανόνες χρήσης ανοιχτούς στη διαμόρφωση από τους ίδιους τους χρήστες, ανοιχτές συλλογικότητες κατοίκων – χρηστών (ανοιχτές σε νεοφερμένους), όπου θα αναδύεται μια νέα φιγούρα του «πολίτη», που θα ανακαλύπτει ξανά το νόημα του χώρου ως κοινού αγαθού, όχι γιατί τον οικειοποιούνται απλώς, αλλά γιατί τον πλάθουν. Υπογραμμίζεται επίσης η ενδογενής οικουμενικότητα των πρακτικών αλληλεγγύης στα αναδυόμενα κοινά των ελληνικών πόλεων και το πώς διαπερνούν και υπερβαίνουν το παγιωμένο όριο δημόσιου – ιδιωτικού. Τέλος, πολλές ερευνητικές ομάδες προτείνουν λύσεις για την αρμονική ένταξη εκτοπισμένων κοινωνικών ομάδων μέσω νέων τυπολογικών και μορφολογικών κατευθύνσεων στους ακάλυπτους χώρους με βάση τις αξίες των «κοινών χώρων».
Κοινή συνισταμένη των προτάσεων αυτών είναι η προσαρμογή σε ένα νέο παράδειγμα αστικής οργάνωσης (χωρικά και κοινωνικά) και η ανάδειξη ενός πιο ευέλικτου Ο.Τ., με τη ρύθμιση του βαθμού διαπερατότητάς τους και την ενεργοποίηση των ακάλυπτων χώρων ως μια επένδυση του αποταμιευμένου αστικού χώρου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το