Πολιτισμός

Η ιστορία της ραπτομηχανής singer και εγώ

ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ-ΚΥΡΙΤΣΗ

Άφθαρτη και σχεδόν καινούργια παραμένει σε περίοπτη θέση του σπιτιού μου μια παλιά ραπτομηχανή Singer της νονάς μου. Στις αρχές του αιώνα η ραπτομηχανή ήταν πλέον απαραίτητο εφόδιο της προίκας κάθε νέας γυναίκας και η βασίλισσα Όλγα προίκιζε τα άπορα κορίτσια με ραπτομηχανές, οι οποίες ονομάστηκαν «όλγες». Την εποχή αυτή στην πόλη του Βόλου άνοιξαν πολλά καταστήματα πώλησης ραπτομηχανών, αλλά εκπρόσωπος της Σίγκερ ήταν, σύμφωνα με τον Εμπορικό Οδηγό Βόλου το 1911, ο Γεώργιος Μαρουσόπουλος.
Η αντιπροσωπεία αυτή πρώτη οργάνωσε σχολή εκμάθησης ραπτικής και κεντήματος και γρήγορα ξεχώρισε από τις άλλες. Εκεί οι οικογένειες των κατώτερων οικονομικά τάξεων έστελναν σωρηδόν τα κορίτσια τους δίνοντάς τους τη δυνατότητα να νοικοκυρέψουν το σπιτικό τους και να αποκτήσουν κάποιο εισόδημα χωρίς να χρειαστεί να βγουν από το σπίτι τους. Η εταιρεία Σίνγκερ διατηρούσε για πολλά χρόνια μεγάλο κατάστημα στην οδό Σταδίου στην Αθήνα και προπολεμικά και μεταπολεμικά έστηνε επαγγελματικές σχολές κεντήματος, κοπτικής και ραπτικής, με τον τίτλο «Κέντρο Οικοκυριακής Μορφώσεως Singer (Σίγκερ)».
Γύρω στο 1930 αντιπρόσωπος και υποκατάστημα της Σίγκερ στον Βόλο υπήρχε στην Ερμού 102 με Παύλου Μελά. Ήταν ένα μεγάλο κτήριο με κυκλική γωνία, όπως ήταν το κατάστημα παπουτσιών του Δαφερέρα, και με είσοδο στην οδό Ερμού, το οποίο λειτούργησε περίπου μέχρι την περίοδο των σεισμών.
Εκείνη την εποχή και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου του 1930, ο παππούς μου Αναστάσιος Μαρμαράς πήγε στο υποκατάστημα του Βόλου, που ήταν εκπρόσωπος της βιομηχανικής εταιρείας «Μπορν και Σία» στην Αθήνα, στην οδό Λυκούργου 12, κατέβαλε το ποσόν αγοράς στον αριθμό λογαριασμού 8029 και έτσι στις 2 Αυγούστου του 1930
αγόρασε τη μηχανή πληρώνοντας 6058, 75 αντί 6.550 δραχμές.

Ο Σίνγκερ

Του έκαναν δηλαδή έκπτωση 7 ½ %, επειδή πλήρωσε όλο το ποσό. Μπήκε το χαρτόσημο, η υπογραφή του διευθυντή της αντιπροσωπείας (διαβάζεται Κουτσούκος) και ο Αναστάσης πήρε στα χέρια του την απόδειξη συμπληρωμένη με μολύβι, και χαρούμενος δώρισε τη μηχανή στην κόρη του Βασιλεία, η οποία είχε μάθει μοδιστρική με γεωμετρία στη σχολή της Σίγκερ και επρόκειτο να εργαστεί στο προσφυγικό καμαράκι της οδού Χαλκηδόνος, τετράγωνο 4 αρ. 44. Οι μαθήτριες, που γράφονταν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα πλήρωναν ένα μικρό αντίτιμο για τη διδασκαλία και για τον ατομικό φάκελο, που τους διέθετε η αντιπροσωπεία και που περιείχε σχέδια, κλωστές, τελάρο και άλλα είδη κεντήματος.
Της παρέδωσε τη ραπτομηχανή, την εγγύηση, το βιβλιαράκι του ειδικού μηχανικού του καταστήματος Σπύρου Τζουμέρτη και της ευχήθηκε καλή αρχή. Η Βασιλεία το άνοιξε αμέσως και είδε να γράφει πολλές συμβουλές για το καθάρισμα, το λάδωμα της μηχανής, τις διορθώσεις των μικρών ελαττωμάτων και πολλές άλλες. Το βιβλιαράκι είχε τυπωθεί στο τυπογραφείο του Διον. Γεωργιάδου στον Βόλο. Με αυτήν τη μηχανή ξεκίνησε να ράβει και να κεντάει τα όνειρά της. Πόσα όνειρα για μια δραστήρια νέα γυναίκα 18 χρονών, που μόλις είχε αποκτήσει μια κόρη και που από την αρχή ο γάμος της ήταν ένα λάθος….

Απόδειξη αγοράς το 1930

Σε αυτήν τη ραπτομηχανή, που όσο ζούσε η νονά μου Βασιλεία κατείχε περίοπτη θέση στο δωμάτιο με τα ξύλινα πορτοπαράθυρα, ράφτηκαν, επιδιορθώθηκαν και μεταποιήθηκαν πολλά ρούχα της γειτονιάς, των συγγενών και των φίλων της οικογένειας, ράφτηκαν υφάσματα από ρούχα έως σεντόνια, από κουρτίνες έως καλύμματα καναπέδων.
Από το πρωί έραβε στη μηχανή, και έραβε μέχρι να τελειώσουν τα υφάσματα, μέχρι αργά ως ότου τελειώσουν οι παραγγελίες των πελατισσών…
Έραβε και μάθαινε στα νεαρά μοδιστράκια της δίνοντας συμβουλές για το ράψιμο, αλλά και για τη ζωή τους. Έραβε και σκεπτόταν την πολιτική κατάσταση της μικρής προσφυγούπολης της Νέας Ιωνίας και τη θέση της γυναίκας και τον Ιανουάριο του 1946 με άλλες 6 ίδρυσαν τον Προοδευτικό Σύλλογο Γυναικών Νέας Ιωνίας, Καπακλί, Νεαπόλεως και Παλαιών Βόλου με σκοπό τη βελτίωση των όρων ζωής της γυναίκας. Έραβε και αγωνιζόταν για τον τόπο της ως εκλεγμένη πρώτη γυναίκα δημοτική σύμβουλος στις δημοτικές εκλογές του 1951 με δημάρχους τον Μιχάλη Τίκογλου και τον Γεώργιο Μπαλή. Έραβε και συμμετείχε στις εκδηλώσεις, που σημάδευαν τον τόπο της με ωριμότητα, σκέψη και ικανότητα. Ώσπου αρρώστησε και γύρω στο 1964 έφυγε για την Αθήνα να ζήσει με την κόρη της, εγκαταλείποντας το παρελθόν και τη δραστηριότητά της. Μετακομίζοντας άφησε τη ραπτομηχανή στη μητέρα μου και αδελφή της, προίκα για τα δυο κορίτσια της που μεγάλωναν.

: Εγγύηση και εγχειρίδιο χρήσης

Η μητέρα μου σκέπασε τη μηχανή με ένα μεγάλο πολύχρωμο κάλυμμα, που της είχε ράψει και τη χρησιμοποιούσε να ράβει, ενώ την άλλη τη δική της την είχε «γυρίσει» προσθέτοντας ένα ποδαράκι στο ασπροκέντημα. Ήταν οι εποχές που το φόρεμα, το παλτό ζακέτα γυριζόταν το μέσα έξω, πλενόταν, ραβόταν από την αρχή και αποκτούσε τη χαρά του καινούργιου. Η μηχανή ήταν εκεί να χαμογελάει και να με περιμένει, να αξιοποιεί κάθε κομμάτι υφάσματος, κάθε μας μικρή ή μεγάλη ανάγκη, αλλά δεν της έδινα σημασία… απλά παρακολουθούσα από μικρή τα πάντα, τα έβλεπα, αλλά είχα τόσα άλλα ενδιαφέροντα να ασχοληθώ… Ήταν η περίοδος που στα καινούρια σπίτια δεν υπήρχε χώρος για τη ραπτομηχανή.
Κάποια στιγμή, όταν έκανα οικογένεια, σε μια περίοδο έντονης θλίψης από τον άδικο χαμό της αδελφής μου, για να ξεχαστώ αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μηχανή Σίγκερ, ρωτώντας τη μητέρα μου και έχοντας εμπειρίες μόνο θεωρητικές. Τη μετέφερα από το πατρικό μου, την ξεσκόνισα, την καθάρισα και γεμάτη μνήμες της παιδικής μου ηλικίας, εκεί πάνω έμαθα να γράφω τα πρώτα μου γράμματα, εκεί πάνω αποκοιμήθηκα στα νυχτέρια τους, εκεί πάνω άκουσα τις ιστορίες για τις αλλοτινές όχι ξεχασμένες πατρίδες, εκεί έκλαψα από χαρά στα πρώτα γυμνασιακά μου βήματα.
Στα συρταράκια της βρήκα μικρούς θησαυρούς. Κουμπάκια, κοψάκια, ανταλλακτικά, τσιγγελάκια, βελόνες, το εγχειρίδιο καλής λειτουργίας της, την απόδειξη αγοράς και το χαρτί εγγύησης.
Τα φύλαξα μαζί με τα οικογενειακά έγγραφα και άρχισα να την χρησιμοποιώ. Σε λίγο καιρό καμάρωνα για τις γνώσεις μου. Ήμουν μια έμπειρη πλέον μοδίστρα, που μπορούσε να ράψει ό,τι επιθυμούσε.
Τα χρόνια πέρασαν, ασχολήθηκα με πολλά, τα παιδιά μου μεγάλωσαν, έφυγαν, έκαναν δικές τους οικογένειες, αλλά η ραπτομηχανή μου έμενε στη θέση της. Τη λάδωνα τακτικά, την καθάριζα, άλλαζα τις σπασμένες βελόνες και την φρόντισα κι εγώ με τη σειρά μου, χάρη στα μαστορικά χέρια του άντρα μου, ενώ μια άλλη χειροκίνητη Singer με σειριακό αριθμό Ε 184107 του 1908, δεν θυμόμουν πως την είχαμε αποκτήσει, με ακολουθούσε ακόμη και τα καλοκαίρια. Η κληρονομιά τους ήταν για μένα μεγάλο δώρο. Ήταν ο θρύλος των 94 και 115 χρόνων της Singer.
Η ιστορία της μηχανής μου με σειριακό αριθμό Υ6307595, που ήταν γραμμένος στο κάτω μέρος της δεξιάς πλευράς, κάτω από το ανάγλυφο σήμα της εταιρίας Σίγκερ, άρχισε από το 1929, το έτος κατασκευής της.

Έγγραφο αγοράς σε χαμηλότερη τιμή

Οι ραπτομηχανές Singer κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά το 1851 από τον Isaak Merrit Singer, ο οποίος γεννήθηκε το 1811 στη Νέα Υόρκη από φτωχούς Γερµανοεβραίους µετανάστες και ήταν το µικρότερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Αναζητώντας τρόπο να βγάλει λεφτά και να ζήσει το «αµερικάνικο όνειρο», το 1850 εγκαταστάθηκε σε ένα υπόγειο,
και διόρθωνε προβληµατικές ραπτοµηχανές, που κατασκεύαζε ο ιδιοκτήτης, επειδή «έπιαναν τα χέρια του». Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι µπορούσε να κατασκευάσει µια ραπτοµηχανή καλύτερη από αυτές που κυκλοφορούσαν στην αγορά, δανείστηκε 40 δολάρια και έπεσε µε τα µούτρα στη δουλειά, δημιουργώντας σε 11 μέρες τη μηχανή, που τον έκανε διάσημο. Η νέα ραπτοµηχανή του τον έφερε αντιµέτωπο µε τον Ελίας Χόου, τον πιο ισχυρό άνδρα της Αµερικής και εφευρέτη της ραπτοµηχανής, ο οποίος ξεκίνησε δικαστική διαµάχη,
την οποία τελικά κέρδισε ύστερα από ένα ιστορικό συµβιβασµό, αποκοµίζοντας 15.000 δολάρια, αλλά και δικαιώµατα επί των πωλήσεων.
Η πρώτη ραπτοµηχανή του Σίνγκερ πουλήθηκε το 1853 100 δολάρια, τιµή αρκετά χαµηλή ώστε να προσεγγίσει τις απλές νοικοκυρές.
Ο ίδιος περιόδευε παντού, σε βιοµηχανίες, διαγωνισµούς, ακόµη και τσίρκα για να προωθήσει τις µηχανές του και σύντοµα έγινε διάσηµος.
Το 1855 η Singer έγινε η μεγαλύτερη εταιρία ραπτομηχανών παγκοσμίως και επεκτάθηκε σε χώρες εκτός συνόρων, ξεκινώντας από το Παρίσι στην Γαλλία ξεπερνώντας τις 500.000 μηχανές παγκοσμίως, ενώ προστέθηκαν και άλλα εργοστάσια στις ΗΠΑ.
Στις αρχές του 20 αιώνα η εταιρεία διέθετε 40 διαφορετικά μοντέλα.

Το 1908 άνοιξε ο «Πύργος της SINGER» στη 149 Broadway στη Ν. Υόρκη, το υψηλότερο κτήριο στο κόσμο με 47 καταστήματα, προσέλαβε νεαρές γυναίκες για να δείχνουν τις ραπτομηχανές του και οι διαφημίσεις του έλεγαν: «Πωλούνται μόνο από τον κατασκευαστή απευθείας στις γυναίκες της οικογένειας». Το 1929 υπήρχαν εννιά βιομηχανίες παγκοσμίως με παραγωγή 3.000 μοντέλα. Η Singer εγκατέλειψε την κατασκευή τους στη δεκαετία του 1960, έδωσαν, όμως, άνεση και χαρά στους ραπτικούς οίκους και στα σπίτια για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Αλλά η κληρονομιά τους ξεπέρασε κατά πολύ τον μύθο τους.
Η μαστοριά της νονάς μου ήταν κομμάτι του πολιτισμού της εποχής της, της ταυτότητάς μας, αλλά και της ψυχής μας. Σήμερα με παρηγορεί το γεγονός ότι υπάρχουν γυναίκες, που ψαχουλεύουν, ανακαλύπτουν, ανακυκλώνουν, ανασύρουν από τα συρτάρια τους ότι παλιό, αξιοποιώντας την παλιά ραπτομηχανή της γιαγιάς ή της μητέρας τους, για βιοποριστικούς λόγους, προσπαθώντας να βρουν με τη γοητεία της την άνεση στη ζωή τους.

Πηγές: Μηλίτσα Ζαρλή-Καραθάνου, «Η πορεία της Βολιώτισσας σ΄ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο από τα τέλη του 19ου αιώνα ώς τις αρχές του 20ου», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμος 17ος, Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος 2008. Εμπορικός οδηγός Βόλου 1911, 1934(αρχείο Αντώνη Ζαβαλιάγκου), μαρτυρία Γιάννη Ζαβαλιάγκου
https://www.singer.gr/el/istορια, https://ismacs.net
Epixeirohttps://www.epixeiro.gr , http://eliaserver.elia.org.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το