Άρθρα

Η ιστορία της ελληνικής σημαίας

Της Ουρανίας Σταματιάδου-Κουτσογιάννη

Η ιστορία της ελληνικής σημαίας άρχισε από τους χρόνους της Αλώσεως μαζί με τους πόθους του υπόδουλου Ελληνισμού για την ελευθερία, διαμορφώθηκε στα χρόνια της Επαναστάσεως και έφθασε ώς τις μέρες μας.
Από την επομένη της Αλώσεως, δεν έλειψαν τα επαναστατικά κινήματα του Έθνους. Ασύντακτα όμως και ασυντόνιστα καταπνίγονταν στο αίμα και οι εξεγέρσεις συνεχίστηκαν έως τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821. Σε όλες αυτές τις επαναστάσεις, υψωνόταν κι από μία σημαία – εν πανίον – αυτοσχέδια επινόηση του κάθε αρχηγού. Όλες όμως είχαν κοινά χαρακτηριστικά και κύριο γνώρισμα τον Σταυρό. Το λαϊκό αίσθημα συνέδεε το έθνος και την ελευθερία με τη θρησκεία και τον σταυρό. Συνδύαζε τη βυζαντινή πορφύρα και τον δικέφαλο με τα φλάμπουρα και τον σταυραετό των αρματολών.

Κατά την Τουρκοκρατία, σύντομα αναπτύχθηκε ο Αρματολισμός. Αρματολοί και Κλέφτες είχαν τις σημαίες τους, τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια. Αλλά και οι θαλασσινοί καταδρομείς είχαν τις σημαίες των πλοιαρίων τους, τις παντιέρες όπως τις ονόμαζαν. Τα φλάμπουρα ήταν συνήθως μονόχρωμα και έφεραν τον σταυρό. Μ’ αυτά παρουσιάζονταν οι αρματολοί στις γιορτές και τα πανηγύρια, ενώ τα μπαϊράκια ήταν οι πολεμικές τους σημαίες. «Θ’ ανοίξω μπαϊράκι της Λευτεριάς» ήταν η συνηθισμένη έκφραση του αρματολού. Αυτά ήταν συνήθως δίχρωμα, το κόκκινο κυριαρχούσε σε συνδυασμό με το κυανό ή το λευκό και είχαν πάντα τον σταυρό.
Πολλές φορές τα φλάμπουρα, αλλά και τα μπαϊράκια, είχαν παραστάσεις με τον Χριστό, την Παναγία ή έναν άγιο, πολύ συχνά τον Άγιο Γεώργιο. Ο μαύρος αετός με την κορώνα ή ο δικέφαλος στόλιζαν τα μπαϊράκια μόνο. Δεν έλειπε όμως ποτέ ο σταυρός, που ήταν το κύριο γνώρισμα της κλέφτικης σημαίας.
«Είχε φλάμπουρο κόκκινο και γαλάζιο. Είχε Σταυρό, είχε Χριστό, είχε και Παναγία» λέει η λαϊκή μας Μούσα.
Κατά την επανάσταση του Μοριά το 1769, αλλά και γενικότερα στην Πελοπόννησο, επικράτησαν οι παραστάσεις με τον Άγιο Γεώργιο ή με τον Σταυρό και το «Ιησούς Χριστός Νικά», μονόχρωμες σταυροφόρες σημαίες, λευκές ή γαλάζιες.

Η σημαία που πρότεινε ο Ρήγας ήταν τρίχρωμη: Κόκκινο – άσπρο – μαύρο σε τρεις οριζόντιες ζώνες, με το ρόπαλο του Ηρακλέους και τρεις σταυρούς

Η σημαία που πρότεινε ο Ρήγας ήταν τρίχρωμη: Κόκκινο – άσπρο – μαύρο σε τρεις οριζόντιες ζώνες, με το ρόπαλο του Ηρακλέους και τρεις σταυρούς.
«Η σημαία όπου βάνεται εις τα μπαϊράκια και παντιέρες της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι εν ρόπαλον του Ηρακλέους με τρεις σταυρούς επάνω, τα δε μπαϊράκια και παντιέρες είναι τρίχρωμα, από μαύρον, άσπρον και κόκκινον, το κόκκινον επάνω, το άσπρον εις το μέσον και το μαύρο κάτω. Το κόκκινον σημαίνει την αυτοκρατορικήν πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού. Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της τυραννίας. Το μαύρο – άσπρο – κόκκινο σημαίνει τον υπέρ πατρίδος και ελευθερίας ημών θάνατον» (Πολίτευμα του Ρήγα – Παράρτημα).
Η σημαία που για πρώτη φορά ύψωσε στο Ιάσιο, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ευλόγησε ο μητροπολίτης Βενιαμίν στη Μονή των Τριών Ιεραρχών (26 Φεβρ.) ήταν τρίχρωμη και αυτή, μαύρο – άσπρο – κόκκινο. Από τη μία όψη έφερε τον μυθικό Φοίνικα με την επιγραφή κυκλικά «εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι» και από την άλλη πλευρά είχε σταυρόν ερυθρόν μέσα σε στέφανο δάφνης και την επι¬γραφή «εν τούτω νίκα». Με τη σημαία αυτή πολέμησε και θυσιάστηκε ο Ιερός Λόχος.
Με την κήρυξη της Επαναστάσεως και καθ’ όλο το πρώτον έτος της Ελευθερίας, τα διάφορα σώματα έφεραν το καθένα τη δική του σημαία. Δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση και δεν ήταν συνεπώς δυνατόν να επικρατήσει ευθύς εξ αρχής ένας τύπος σημαίας.
Όταν ένα σώμα εστερείτο προκατασκευασμένης σημαίας, προέβαινε στην κατασκευή μιας αυτοσχέδιας, από απλό πανί. Ακόμα και οι «τσεμπέρες», τα καλύμματα κεφαλής των γυναικών, χρησίμευσαν για σημαίες την πρώτη στιγμή. Οι οπλαρχηγοί διατηρούσαν την παλιά αρματολική παράδοση με τα μπαϊράκια τους και τα φλάμπουρα με τον σταυρό, ενώ τα χωριά ξεσηκώνονταν και ακολουθούσαν το λάβαρο της εκκλησίας με τους αγίους, η κάθε ενορία το δικό της.

Για την επανάσταση στην Πελοπόννησο, είναι κοινή η πεποίθηση ότι στις 21 Μαρτίου 1821 οι συγκεντρωμένοι στην Αγία Λαύρα πρόκριτοι, αρχιερείς και οπλαρχηγοί «αναπέτασαν» τη σημαία της Ελευθερίας. Η σημαία «αυτή δεν ήταν όμως άλλη από το πορφυρό και χρυσοκέντητο παραπέτασμα της ωραίας πύλης, με την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τη μνήμη της οποίας τιμούσε και τιμά η ιερά μονή της Αγίας Λαύρας και το οποίο κατά πάσα πιθανότητα φιλοτεχνήθηκε στη Σμύρνη στα τέλη του 16ου αιώνα. Το έργο είχε αναλάβει η κεντήστρα Χρύσω με βοηθούς της έναν αγιογράφο και οκτώ κόρες αριστοκρατικών οικογενειών της Σμύρνης.
Στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με τον Θεοδ. Κολοκοτρώνη, τον Αναγνωσταρά, Δικαίο, Νικήτα και άλλους, με δύο χιλιάδες οπλοφόρους μπήκαν στην Καλαμάτα, όπου έγιναν δεκτοί μ’ ενθουσιασμό. Τελέστηκε δοξολογία, αναπέμφθηκε δέηση για τη σωτηρία της πατρίδος και ευλογήθηκαν οι σημαίες του σταυρού, στις οποίες ορκίστηκαν οι πάντες.
Στις 24 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ζαΐμης μπήκαν στην Πάτρα, ενώ έφθασαν εκεί ο Μπενιζέλος. Ρούφος και ο Ανδρέας Λόντος, ο οποίος έφερε σημαία αυτοσχέδια ερυθρά που από τη μία μόνο όψη της είχε μαύρο σταυρό. Όλοι τους υποδέχτηκαν με την ευχή «Και στην Πόλη να δώσει ο Θεός». Ύστερα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τη σημαία αυτήν και «ενέπηξε» έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου και όλοι έτρεχαν να προσκυνήσουν και να τον ασπαστούν ορκιζόμενοι Ελευθερία ή Θάνατο.
Στη Στερεά η επανάσταση εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα μ’ εκείνη της Πελοποννήσου. Πρόκριτοι και καπεταναίοι ύψωσαν τις σημαίες του σταυρού. Πρώτα κινήθηκαν τα Σάλωνα (Άμφισσα) στις 27 Μαρτίου και ο Πανουργιάς ύψωσε τη σημαία της ελευθερίας.

Στη Θετταλομαγνησία και το Πήλιο επαναστάτησε ο Άνθιμος Γαζής με τους ντόπιους οπλαρχηγούς και ύψωσε τη σημαία της ελευθε¬ρίας στις Μηλιές, η οποία ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό και με τέσσερις μικρότερους σταυρούς στα λευκά τετράγωνα της σημαίας

Στη Θετταλομαγνησία και το Πήλιο επαναστάτησε ο Άνθιμος Γαζής με τους ντόπιους οπλαρχηγούς, τον Βασδέκη, τον Γαρέφη και άλλους και ύψωσε τη σημαία της ελευθερίας στις 7 Μαΐου 1821 στις Μηλιές. Η σημαία αυτή ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό και με τέσσερις μικρότερους σταυρούς στα λευκά τετράγωνα της σημαίας, και κεντήθηκε από την αδελφή του Φιλικού Γιάννη Δήμου, Ασημώ, σύζυγο του επίσης Φιλικού Νικολάου Ραζή.
Η Δυτική Ελλάδα βράδυνε να ξεσηκωθεί. Υπήρχε όμως βορειότερα το προπύργιο του Σουλίου και συνεχιζόταν ο αγώνας των στρατευμάτων του Χουρσίτ με τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Στη Μακεδονία η βαρβαρότητα των Τούρκων, αλλά και η παρουσία ισχυρών δυνάμεων στρατού παρεμπόδιζαν την επανάσταση. Παρά ταύτα, οι κάτοικοι της Χαλκιδικής ξεσηκώθηκαν και η σημαία του Σταυρού με τον Φοίνικα στήθηκε στην Κασσάνδρα και τα Μαδεμοχώρια. Αργότερα, κατά την επανάσταση της Νάουσας το 1822, υψώθηκε σημαία ελληνική με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» από τη μία πλευρά και το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» από την άλλη.
Όσον αφορά στην Κύπρο, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο διασώθηκε σημαία Κυπρίων αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον Αγώνα. Λευκή με γαλάζιο σταυρό έφερε την επιγραφή «Σημαία Ελληνική – Πατρίς Κύπρου».

Οι επαναστατικές σημαίες των ναυτικών νήσων ήταν διάφορες από εκείνες της ξηράς, αλλά και μεταξύ τους διέφεραν. Όλες όμως ανεξαίρετα έφεραν τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας.
Στις σημαίες της επαναστάσεως, ιδιαίτερα τις ναυτικές, εκτός από τον Σταυρό επί της ανεστραμμένης ημισελήνου, υπήρχε και η άγκυρα, σύμβολο της σταθερής απόφασης για την ελευθερία. Υπάρχει ακόμα αετός που με το ράμφος κατάτρωγε τη γλώσσα όφεως.
Τον Ιανουάριο του 1822 συνήλθαν στην Επίδαυρο οι «παραστάτες του Έθνους», όπως κλήθηκαν οι αντιπρόσωποι των διαφόρων ελληνικών τμημάτων και στο όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος κήρυξαν «την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν του Ελληνικού Έθνους ενώπιον Θεού και Ανθρώπων».
Στο συνταχθέν πρώτο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» που ψήφισαν (άρθρα ρδ’ και ρε’) ορίζονται τα χρώματα της ελληνικής σημαίας.
ρδ’. Τα χρώματα του εθνικού σημείου και των σημαιών της θαλάσσης και ξηράς διορίζονται τα εξής: Κυανούν και λευκόν.
ρε’. Το Εκτελεστικόν Σώμα θέλει προσδιορίσει τον σχηματισμόν των σημαιών και του εθνικού σημείου.
Εκτός από το ψήφισμα αυτό και το ρδ’ άρθρο του Οργανικού Νόμου της Επιδαύρου, καμία άλλη ένδειξη ή έγγραφο συμπληρωματικό δεν έχει βρεθεί για τη σημαία, ώστε να αιτιολογήσουμε βάσιμα την προτίμηση των χρωμάτων, του κυανού και του λευκού και το είδος και το σχήμα των σημαιών της ξηράς και της θάλασσας. Ότι ο σταυρός ήταν το κύριο γνώρισμα της εθνικής σημαίας, όπως καθορίστηκε, εύκολα μπορεί να εξηγηθεί, αλλά για τις παράλληλες εναλλασσόμενες κυανές και λευκές γραμμές μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν.
Ερμηνεία για τη χρήση των εννέα παράλληλων γραμμών δεν μπορεί να δοθεί, μόνον ότι ο αριθμός εννέα εθεωρείτο ανέκαθεν ιερός και ότι οι παράλληλες κυανές και λευκές γραμμές συμβολίζουν τη θάλασσα με τους κυματισμούς.

Κύριος πάντως λόγος της αντικαταστάσεως της τρίχρωμης σημαίας του Υψηλάντη με τον Φοίνικα, κατά τον Τρικούπη, είναι ότι η Εθνική Συνέλευση θέλησε χάριν των συμφερόντων του Έθνους να αντιπαρέλθει όλα τα Φιλικά σύμβολα που έως τότε έφεραν οι σημαίες της επαναστάσεως, για να δώσει την αίσθηση στην Ευρώπη, ότι πρόκειται για καθαρά απελευθερωτικό αγώνα του Έθνους και όχι για επαναστατικό κίνημα μυστικής εταιρείας, όπως αρχικά θεώρησαν οι αυλές της Ευρώπης την Ελληνική Επανάσταση.
Μετά την εισαγωγή της κυανόλευκης σημαίας παύει βαθμιαία να παρατηρείται η σύγχυση των χρωμάτων και των σχημάτων της ελληνικής σημαίας. Αλλά και μετά την καθιέρωση της εθνικής σημαίας δεν έπαυσε να χρησιμοποιούνται παράλληλα και οι άλλες σημαίες των τοπικών πολιτευμάτων, αφού αυτά συνυπήρχαν και αναγνωρίζονταν κατά το πρώτον έτος της επαναστάσεως. Ακόμα, οι οπλαρχηγοί, ιδιαίτερα στη Ρούμελη, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα μπαϊράκια τους, τις πολύχρωμες πολεμικές τους σημαίες.

Πηγές: Κ. Παπαρηγόπουλου «Ιστορία Έλλην. Έθνους», Κων. Σάθα «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Ι. Φιλήμονος «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επανάστασεως», Σ. Σακελλαρίου «Φιλική Εταιρεία»

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το