Άρθρα

Η έξοδος και η άφιξη των προσφύγων στο έργο του Καζαντζάκη

Tης
Αρετής Τζανετοπούλου,
διευθύντριας Μουσικού
Σχολείου Βόλου,
δρ. Φιλολογίας

Η Έξοδος
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ο πρώτος νεοέλληνας συγγραφέας που κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση και απέκτησε ένα πλατύ και φανατικό αναγνωστικό κοινό, ο πρώτος που κίνησε το ενδιαφέρον του κοινού αυτού με τις ιδέες του και που η ζωή του προκάλεσε τόσες συζητήσεις όσες και τα βιβλία του. Η Μικρασιατική καταστροφή άσκησε στον συγγραφέα πολύ μεγάλη επίδραση. Στο έργο του συναντάμε το χαρακτηριστικό μοτίβο της τελετουργικής πορείας των προσφύγων είτε όσον αφορά στην αναχώρησή τους από την πατρίδα τους που περιγράφεται στις Αδελφοφάδες1 είτε στην άφιξή τους στη νέα τους πατρίδα στο Χριστός ξανασταυρώνεται2. Στην Αναφορά στο Γκρέκο3 ο Καζαντζάκης καταγράφει την εμπειρία του κατά την οποία συνόδευσε τη μεταφορά Ποντίων στη Μακεδονία ενώ στο Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά4, καθώς ο συγγραφέας εμφορείται από την ιδέα ότι η «σκέψη δεν γεννάει ζωή και μόνο η δράση κάνει τον άνθρωπο υπεύθυνο απέναντι στο πεπρωμένο του», αναγνωρίζει στους πρόσφυγες τη δύναμη της ελληνικής φυλής που ακολουθεί το πεπρωμένο της.
Ειδικότερα στο και Βίο Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά οι αναφορές στους πρόσφυγες χρησιμοποιούνται στην αφήγηση για να τονιστούν τα βάσανα και τα πάθη της φυλής μας αλλά και για να υμνηθεί η ελληνική ράτσα που έχει τη δύναμη να επιβιώσει και να ριζώσει ακόμη μια φορά στην πορεία της ιστορίας της.
Άκουγα και καμάρωνα κρυφά την αντοχή της ρωμαίικης ράτσας, γιατί εκεί που μοιρολογούσαν τους εδικούς που χάθηκαν και τα σπίτια τους που κάηκαν και την πείνα και τις τρομάρες που τράβηξαν, άξαφνα ένας πετούσε ένα χοντρό χωρατό κι όλη η συμφορά αφανίζουνταν και σηκώνουνταν πάλι αψηλά τα κεφάλια5.
Στην εικόνα του πρόσφυγα ο συγγραφέας βλέπει το αρχέτυπο του Έλληνα που ονομάζει Ακρίτα, λέξη σύμβολο στην οποία ενώνεται η Ανατολή και η Δύση, λέξη που συνοψίζει τους αγώνες των ανθρώπων αυτών στο σύνορο των δύο κόσμων. Στις Αδελφοφάδες η αφήγηση δομείται από λέξεις όπως θρήνος, αποχαιρετισμός, μισεμός, χώματα, εξορία. Δραματική στιγμή είναι αυτή στο νεκροταφείο όπου οι ζωντανοί αποχαιρετούν τους νεκρούς τους.
Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν’ αποχαιρετίσουν τους προγόνους.[…]. Δεν έψελναν, έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου μια γυναίκα, στέναζε, ένα βαθύ Κύριε ελέησον ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους6.
Οι Μικρασιάτες αποχαιρετώντας τους νεκρούς τους επιδίδονται σ’ ένα δραματικό χορό που παραπέμπει σε κορυφαίους τραγωδίας άλλωστε για τους Μικρασιάτες το γεγονός της καταστροφής και του ξεριζωμού ήταν η τραγωδία της ζωή τους.
Στο νεκροταφείο σκορπίστηκαν στους αγαπημένους τάφους «έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα. Οι άντρες ορθοί έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. […]
Σηκώθηκε ο λαός από τα μνήματα, με τα χώματα ακόμα στα μαλλοκέφαλά τους και στα μούτρα, πήραν κι αυτοί κουράγιο, άπλωσαν έσμιξαν τα χέρια, σα να’ θελαν να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον και, χωρίς να το’ χουν στον νου τους, πήραν γαληνά, αργοκίνητα γύρα από τους τάφους να χορεύουν. Κι ήταν τα μάτια τους καρφωμένα στους ξύλινους σταυρούς, συλλάβιζαν τα χαραγμένα απάνω τους αγιασμένα ονόματα, κοίταζαν ολούθε αρπαχτικά λες κι ήθελαν να πάρουν μαζί τους όλους ετούτους τους μουσκεμένους σταυρούς και τις φωτογραφίες και τα τενεκεδένια στεφάνια και τα κυπαρίσσια και τα χώματα και τα κόκαλα που ήταν απλωμένα κάτω από τα χώματα. Να τα πάρουν μαζί τους και να φύγουν7.
Κατά τη γνώμη μας, η απόγνωση αυτή περιγράφεται μέσα από τη σκηνή κατά την οποία οι κάτοικοι του χωριού καίνε τα εικονίσματα.
Την άλλη μέρα το πρωί πρωί, φόρτωσαν τα γαϊδουράκια τους και τα μουλάρια, βροντές ακούστηκαν, άρχισε να πέφτει ψιλή βροχή. Μονητάρισαν, όλα μαζί, τα πρόβατα και τα γίδια του χωριού και τα βόδια, κοντοστέκουνταν ακόμα οι νοικοκυράδες στα κατώφλια των σπιτιών, δεν τους έκανε καρδιά να ξεκολλήσουν. Στην αυλή της εκκλησιάς ο παπά –Γιάνναρος είχε σωριάσει τα κονίσματα που δε θα’ παιρναν, έκαμε τον σταυρό του και τους έβαλε φωτιά! Οι Χριστοί, οι Παναγιές, οι Απόστολοι, οι Άγιοι, έγιναν στάχτη. Μ’ ένα ξύλινο φτυάρι ο παπά Γιάνναρος σήκωνε ψηλά τη στάχτη και τη λίχνιζε στον αέρα.
Έτοιμοι. Έκαμαν το σταυρό τους, έπεσαν όλοι χάμω και φίλησαν τα χώματα. Έζησαν εδώ χιλιάδες χρόνια, γενεές και γενεές παππούδες, όλα ετούτα τα χώματα ήταν καμωμένα από τα αίματα και τον ιδρώτα. Τα φίλησαν, έσκαβαν με τα νύχια τους, έπαιρναν ένα σβώλο χώμα και τον έκρυβαν στον κόρφο τους. Έκαναν υπομονή, μουρμούριζαν από μέσα τους: Ο θεός αγαπάει τους ανθρώπους, ο Θεός ό,τι κάνει το κάνει για το καλό μας8.

Η έλευση των προσφύγων
Στην έλευση των προσφύγων στην Κρήτη και στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να δημιουργήσουν μια καινούρια ζωή η λέξη ρίζωμα είναι η λέξη που κυριαρχεί και σε συνδυασμό με τη λέξη χώματα ολοκληρώνουν σε λεκτικό αλλά και σε νοηματικό επίπεδο τη διαδικασία του ριζώματος, της σφοδρής επιθυμίας των προσφύγων. Η πορεία των προσφύγων παρουσιάζεται ως μερμηγκιά, ως μια λιτανεία. Οι γηγενείς, θεατές – βουβά πρόσωπα παρακολουθώντας τη λιτανεία εμπλέκονται στη διαδικασία της αποπομπής ή της αρωγής των προσφύγων.
Κοιτάχτε… Κοιτάχτε βρε παιδιά! Φώναξε ο Γιαννακός, τι’ ναι αυτή η μερμηγιά που ξεπρόβαλε από τον κάμπο; Σα λιτανεία. […] Μακρόσυρτη λιτανεία γυναίκες, άντρες, ξετυλίγουνταν ανάμεσα από σπαρμένα, περνούσαν τ’ αμπέλια, έτρεχαν θαρρείς, θα’ χαν ξαγναντέψει το χωριό και βιάζουνταν.
Κι ακούτε; Έκαμε ο Μιχελής. Σαν να ψέλνουν.
Σαν να κλαίνε είπε ο Μανολιός, ακούω κλάματα9. […]
Σ’ αυτόν τον αγώνα επιβίωσης πρωταγωνιστεί ένας πρωτεϊκός άνθρωπος, ο παπά Φώτης, ο παπάς των προσφύγων, ένας προμηθεϊκός χαρακτήρας που ζητεί την πρώτη ύλη, το χώμα, να τη δώσει στον λαό του.
Το φως του δειλινού αποκρατούσε ακόμα, τώρα που ζύγωσαν έβλεπαν καθαρά. Μροστάρης πήγαινε ένας παπάς ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές κάτω απ’ τα’ άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε πετραχήλι.
Θα ρίξουμε πάλι ρίζες στο χώμα, δε θα χαθεί το γένος10. […]
Τι καπετάν παπάς και τούτος! Συλλογίστηκε πάλι ο καπετάν Φουρτούνας. […] Μα τη θάλασσα, θαρρώ κι έχει δίκιο. Εμείς οι Ρωμιοί είμαστε αθάνατη ράτσα, Μας ξεριζώνουν, μας καίνε, μας σφάζουν, μα εμείς δε το βάζουμε κάτω11!
-Όλα αυτά καλά κι άγια γέροντα, είπε. Μα τώρα τι ζητάτε από μας;
-Χώματα, αποκρίθηκε ο παπά Φώτης, χώματα να ριζώσουμε! Έχουμε ακουστά πως έχετε περισσευούμενα χωράφια χέρσα – δώσετέ τα μας να τα μερώσουμε. Να τα σπείρουμε, να τα θερίσουμε, να κάνουμε ψωμί, να φάει το γένος12.
-Ποιοι είστε; Ρώτησε. Γιατί φύγατε από τα σπίτια σας; Τι γυρεύετε εδώ;[…] -Είμαστε χριστιανοί κι εμείς, […] είμαστε Έλληνες μεγάλη γενιά, δεν πρέπει να χαθούμε! αδέλφια, μη φοβάστε, χριστιανοί κατατρεμένοι Ρωμιοί!…
Θα ρίξουμε πάλι ρίζες στο χώμα, δε θα χαθεί το γένος. Ο επικεφαλής των προσφύγων πληροφορεί για τις δραματικές στιγμές των Μικρασιατών.
-Γέροντά μου, αποκρίθηκε ήσυχα κι αποφασισμένα ο παπάς της προσφυγιάς, εγώ ‘ μια ο παπά Φώτης από ένα μακρινό χωριό, τον Αϊ – Γιώργη, και τούτοι είναι οι ψυχές που μού μπιστεύτηκε ο Θεός. Μας κάψαν οι Τούρκοι το χωριό, μας διώξαν απ’ τα χώματά μας, σκότωσαν όσους μπόρεσαν, εμείς γλιτώσαμε, πήραμε τα μάτια μας, μπήκε ο Χριστός μπροστά κι ακολουθούμε. Γυρεύουμε καινούρια χώματα να πιαστούμε13.
Ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί τις λέξεις ξενοφερμένοι και ξενομπάτες, λέξεις με πρώτο συνθετικό το ξένος που τονίζουν την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο εμείς vs άλλοι και πολιτογραφούν τον πρόσφυγα ως ξένο.
Οι άνθρωποι της Λυκόβρυσης διώχνουν τους πρόσφυγες. Μπορεί να είναι Ρωμιοί, χριστιανοί αλλά είναι ξένοι: να φύγετε, να φύγετε μη μας κάψετε, να φύγουν, να φύγουν14. Αυτή η επιταγή έρχεται να αντιπαρατεθεί με τον παρακλητικό αλλά και υπερήφανο τόνο του πρόσφυγα που η ψυχοσύνθεσή του καταγράφεται από τις λέξεις: πετροχελίδονα και γεράκια, ψυχές άγριες και πονεμένες. Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως θύματα ενός άδικου διωγμού, απελπισμένοι από τον ψυχικό πόνο, αποφασισμένοι όμως να επιβιώσουν και να ριζώσουν σε μια νέα πατρίδα καθώς έρχονται με τα σύνεργα της δουλειάς και τον σπόρο του ανθρώπου.
Ανθρώποι είμαστε, καταδιωγμένοι από τους ανθρώπους, πετροχελίδονα και γεράκια, ψυχές άγριες και πονεμένες, καλώς να μας δεχτείτε! Φέρνουμε τα κόκαλα των πατέρων μας και τα σύνεργα της δουλειάς και τον σπόρο του ανθρώπου. Στ’ όνομα του Θεού! Να πιάσει στις ακατοίκητες τούτες πέτρες και να ριζώσει το Γένος15!
Και στάθηκαν ο ένας ακουμπώντας στον άλλον και κοίταζαν την προσφυγιά ν’ ανηφορίζει. Μπροστά ο παπάς και το λάβαρο κι οι γέροι με τα κονίσματα κι ο εκατοχρονίτης με το σακί με τα κόκαλα. Κι η μια πίσω από την άλλη οι γυναίκες με τα μωρά παιδιά τους στον κόρφο, κι οι ολαστερνοί, σφαλώντας την πορεία, οι άντρες16.
Οι πρόσφυγες σηκώνουν πάλι τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και ξεκινάνε για άλλη μια φορά, αλλά παρ’ όλη τη συμφορά που τους έχει βρει, νιώθουμε κι εμείς, ως αναγνώστες, ότι θα συνεχίσουν ν’ ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά το μονοπάτι της αντιξοότητας του κόσμου τούτου.
Ύστερα από λίγη ώρα, ο παπά Φώτης, σήκωσε το χέρι, έδωσε το σημάδι: -Στ’ όνομα του Θεού! Μουρμούρισε, ξαναρχίζει η πορεία. Κουράγιο παιδιά μου!
Και πήραν πάλι τη στράτα, κατά την ανατολή17.

 

1. Ν. Καζαντζάκης, Αδελφοφάδες, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1982.
2. Ν. Καζαντζάκης, Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1982.
3. Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα 1961.
4. Ν. Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα 1959.
5. Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σελ. 518.
6. αυτόθι, ό.π., σελ. 15.
7. Ν. Καζαντζάκη, ό.π., σσ. 16-17.
8. αυτόθι, σσ. 17-18.
9. Ν. Καζαντζάκης, ό.π., σελ. 47
10. Ν. Καζαντζάκης, ό.π., σελ. 39.
11. αυτόθι, σελ. 43.
12. αυτόθι, σελ. 48.
13. αυτόθι, σσ. 35-36.
14. Ν. Καζαντζάκης, ό.π., σελ. 51.
15. αυτόθι, σελ. 56.
16. αυτόθι, σελ. 57.
17. Ν. Καζαντζάκης, ό.π., σελ. 464

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το