Θ Plus

Η διάσχιση του ποταμού Νέστου

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Tα πολυτρίχια των αρχαίων πηγών
συναθροίζουν
τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού»
Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή Συμφωνία

Είναι Δεκαπενταύγουστος! Γιορτάζει όλη η χώρα. Σε κάθε άκρια της ελληνικής περαχώρας αναπέμπεται κι από ένας ύμνος σε πλάγιο ή ευθύ λόγο, που τιμά την ελληνική παράδοση.
Ο όμιλος των «Περιηγητών» της Θεσσαλονίκης, αφού έχει δοκιμαστεί, τις δυο προηγούμενες μέρες, σε σκληρές αναβάσεις – διασχίσεις του παρανέστιου κυκλώματος υδατικών ή παρυδάτιων διαδρομών, τούτη την άγια μέρα λένε να προσκυνήσουν την πανέμορφη διαδρομή – διάσχιση του Νέστου ποταμού – από το ύψος της διαφυγής των ρευμάτων τoυ φράγματος Πλατανόβρυσης ίσαμε τη γέφυρα του Παρανεστίου, στο ύψος δηλαδή της βάσης εξόρμησης των εκδηλώσεων που έχει σχεδιάσει και εκτελέσει ο φίλος Ορέστης Μπόσκος σε ένα παραδεισένιο τμήμα της παρανέστιας ροής του χρυσοφόρου «θεού»….
*
Συγκεντρωνόμαστε στην έδρα της βάσης των εξορμήσεων γύρω στις δέκα το πρωί. Γίνονται οι προεργασίες της προετοιμασίας. Δοκιμάζονται και φοριούνται οι φόρμες, που είναι αδιάβροχες, τα σωσίβια τζάκετ, τα κολλητά ελαστικά παπούτσια και τα κράνη.
Ύστερα γίνεται μια σχετική επιμόρφωση και φορτωνόμαστε μαζί με μεγάλες εννιάχωρες βάρκες σε τζιπ και ξεκινάμε.
Η διαδρομή που ακολουθούμε δίπλα στο ποτάμι του Νέστου, από την αριστερή του όχθη, διασχίζει τμήμα του παρθένου παρανέστιου δάσους, που δεν έχει πειραχθεί από δρόμους, εγκαταστάσεις και οικίσματα.
Σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από την έδρα της βάσης, εγκαταλείπουμε τον δρόμο που οδηγεί στο φράγμα της Πλατανόβρυσης και παίρνουμε μικρό δασικό χωμάτινο δρομάκι δεξιά. Κατηφορίζουμε για τριακόσια μέτρα προσεγγίζοντας μια παραδεισένια κοιλαδίτσα στο παραπλάι της ποτάμιας ροής του Νέστου, ένα κάτι μόλις μετά το δεύτερο φράγμα που αποκαλείται της Πλατανόβρυσης.
Βγαίνουμε από την καρότσα και κατεβάζουμε τη βάρκα στο χείλος της όχθης του ποταμού, δίπλα από θηριώδεις πλατανόριζες, γραφικά σφένταμα και πυκνούς γάβρους.
Παίρνουμε θέση απέναντι από τον νεαρό και πανάξιο οδηγό και συμπλωτήρα μας, τον 28χρονο Δραμινό Γιώργο Τσενέτσογλου.
Γίνεται μάθημα θέσεων, κλίσεων, ασφαλισμού των ποδιών και του σώματος, χρήσης του κουπιού και συγχρονισμού των παραγγελμάτων. Ακολουθεί η πρακτική εξάσκηση, με το κουπί, αλλά και χωρίς αυτό, καθώς και οι λειτουργικές αντιμετωπίσεις συρμών και απώσεων του σώματος από πιθανούς εξοστρακισμούς εξαιτίας των κραδασμών που προκύπτουν από τους ποταμίσιους κυματισμούς.
*


Νιώθοντας «σαν έτοιμοι από καιρό» όπως τόνισε κλείνοντας τον ωραίο λόγο του ο νεαρός Δραμινός, μπήκαμε στη βάρκα με την αίσθηση της απόλυτης «εμπειρίας», πρόσφοροι να οδηγήσουμε δίχως προβληματισμό και τυχόν ανωμαλίες που μπορεί να μας συμβούν.
Είμαστε επτά άτομα, τρεις άντρες και τέσσερις γυναίκες, αλλά το δυνατό και τρυφερό επιχείρημα της συντροφιάς το αποτελεί και το επισφραγίζει η συμμετοχή της δεκαπεντάχρονης Αθηνάς, μιας αληθινής αμαζόνας των λόγγων, των δρυμών και των θαλάσσιων δρόμων.
Δυο – τρεις από μας έχουμε ξανακάνει ράφτινγκ, και διατηρούμε μια σχετική εμπειρία, τόσο από τον Άραχθο όσο και από την κατάβαση του Αχελώου και με βάρκα και με κανό. Ωστόσο η διαδρομή του Νέστου είχε και έχει μεγαλύτερη διάρκεια, πλοήγηση, καθώς και μεγαλύτερο βαθμό δυσκολιών, οι οποίες, σε ορισμένες στροφές, φτάνουν τους 2 με 3 βαθμούς δυσκολίας κατάβασης.
Γέρνουμε στη φουσκωτή βάρκα βρέχοντας τις παλάμες μας και υιοθετώντας με την πρώτη κουπιά το βάρος και το ρίγος μιας αιώνιας διάρκειας. Η βάρκα αρχίζει να χαράζει τον δρόμο της πάνω στον ανεπίστροφο κύμα. Μας παίρνει και μας πάει ένας μυστικός κι αόρατος ρυθμός.
«Aντίκρυ μας ένας αμίλητος θεός/ ήρεμος θα κωπηλατεί/ και στα μαλλιά του θα σπιθίζουν/ θρύμματα διαμαντιών». (*)
Πιάνουμε τα κουπιά σαν από τα μαλλιά μιαν αγαπημένη και πιστεύουμε ότι με την πρώτη κουπιά όλα είναι εύκολα και ομαλά, δίχως φυσικές αντινομίες.
Τραβάμε μπροστά, μας πάει και το πάμε, ο παφλασμός, η ροή, η άνωση, και η πλούσια κίνηση.
Βοηθάει βέβαια σε αυτή την αυτοπεποίθηση και το συνολικό απίστευτο τοπίο που όχι μόνο αιχμαλωτίζει το βλέμμα και τις άλλες πλανεμένες αισθήσεις μας, αλλά μας αποκαθιστά ως κοινωνούς μιας οδύσσειας γεμάτης από εκπλήξεις σειρήνων ήχων και οπτικών θαυμάτων που εξουδετερώνουν κάθε υποψία κινδύνου.
Μια φύση που δεν περιγράφεται άρχισε να «τρέχει» γύρω, δίπλα και μέσα μας…
Ναι! Μοιάζει να τρέχει, με όλα τα κλαδίσματα, τις φτερούγες και τα νεροπλόκαμα των γάβρων, των ιτιών, των σφένταμων, των πλατανιών και των νερόθαμνων, με τις απλωταριές και τους θυσανωτούς κλώνους. Το δάσος αρχίζει να υποκλίνεται και να λυγίζει από το βάρος των κλαδιών. Το νερό άλλοτε ακίνητο σα γυαλί, άλλοτε άγριο και γοργόφτερο κι άλλοτε πάλι ζηλότυπα αινιγματικό, πάντα καθάριο κι ανάλαφρο έτσι που να βλέπεις τους διάφωτους βυθούς, μα πάντα μαβί, κρασάτο και λαχταριστό.
Ένας φρεσκοπλυμένος τόπος που τεντώνει τα καθάρια του νήματα γύρω μας. Κι ένα γλαυκό και βαθυπράσινο χαμόγελο, ίδιο το ενσαρκωμένο φως της άπιωτης κοιλάδας του Νέστου. Οι εσάρπες των φύλλων πλαταγίζουν με ένα δικό τους ανεμολόγιο σκιρτώντας πίσω από τους κουρτίνες των κλαδιών.
Τα ίδια τα κλαδιά, γερμένα στο νερό ραμφίζουνε την επιφάνεια βουτώντας μέσα στους αβαθείς πυθμένες. Αφουγκραζόμαστε την καρδιά των πουλιών και των φύλλων να πάλλει δίπλα από τη δική μας καρδιά.


Τα κάθε τι αποθέτει το μυστικό του βαθιά μες στις παλάμες μας που ανεβοκατεβάζουν το κουπί.
Αρμενίζουμε σαν μέσα από στενά μυθικών πλεγμάτων. Οι λόγγοι αλλάζουνε ρούχα, ενώ το νερό πάντα μας πηγαίνει όπου εκείνο θέλει.
Κι ο ρόλος των κουπιών; Πόση αλήθεια έκρυβε ο λόγος του Γιώργου που ζητούσε τα κουπιά να τελούν την πρώτη και την έσχατη λειτουργία της κινητήριας δύναμης απέναντι στη μυστήρια συνοχή του ποταμίσιου ρεύματος;…
Πολυτρίχια και μυστικά πηγούδια ξεφυτρώνουν από παντού, κρυφοί, ενοχλημένοι κορμοράνοι ξεπετάγονται μέσα από αντιρέματα, ανορθώνοντας το τεράστιο μήκος τους για να πλουτίσουν το παρανέστιο τόξο. Εγκώμια και ύμνοι, και θούρια καμιά φορά, ακούγονται από όλες τις μυστικές γωνιές που διασχίζουμε άφωνοι και μαγεμένοι.
Οι πληθωρικές και ωραιόστηθες ιτιές κι οι γάβροι λαμποκοπάνε με τις φλούδες και τα ριγωτά φουστάνια τους ν’ ανθίζουν σε κάθε ερωτική επαφή με το νερό του ποταμού.
Είναι πια αλήθεια πως το νερό κι ο φυτικός κόσμος μας κάνει να αναλογιζόμαστε ότι επί τέλους αυτή η γη μπορεί να κρατάει μέσα στα χέρια της τόση ευτυχία…
Ολοπράσινοι μηροί και φτερώματα κύκνων, με το σχήμα και τη μορφή της πανέμορφης Λήδας, πλημμυρίζουν το σύμπαν.
Η γύρη από τις φωτεινές στιγμές παίρνει μορφή και σχήμα και στίλβει κάθε μόριο του ιθαγενούς φυτόκοσμου.
Εδώ πια εδρεύει το απόλυτο κι η βασιλεία των χρυσών αισθημάτων. Έρχεται, καθώς κατεβαίνουμε ένα επάργυρο μεσημέρι που καίει τις φλέβες των κλώνων. Ένα υγρό και ζεστό μεσημέρι, σταθμός ανεφοδιασμού του Απειρου και του Σκοπού. Και τούτο γιατί το κύμα γνωρίζει καλύτερα από μας και τη γνώση μας «το σκοπό που λάμνει μέσα στον ατέρμονο σκοπό του»… (*)
Έρχεται όμως έπειτα από όλες αυτές τις δαιμονικές ή θείες εικόνες και αισθήματα το πρώτο πλάγιο ρέμα, ο πρώτος κυματισμός να μας ξυπνήσει με τις στροφοδίνες του. Έπειτα από λίγο το δεύτερο κι ύστερα το τρίτο. Χαλύβδινο κουπί ανακρατάει ο Γιώργος και δίνει το παράγγελμα πώς να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τα δικά μας.
Ύστερα πάλι ηρεμεί το ποτάμι. Αναπλάθονται οι εικόνες από μια μαγική Εδέμ, χωρίς κλυδωνισμούς κι αντερείσματα κυμάτων.
Κάπου εκεί ο Γιώργος θα παρκάρει τη βάρκα μας και θα δέσει το σχοινί της από ένα πλατάνι για να ρίξουμε μια βουτιά από ένα βράχο, ίσαμε τρία μέτρα ύψος. Θα παίξουμε σαν μικρά παιδιά με το ποτάμι, τα κλαδιά, τους βράχους βαφτίζοντας στο παγωμένο νερό του ποταμού όλα μας τα επίγεια όνειρα κι εξοστρακίζοντας συνάμα όλους τους μηχανικούς δαίμονες της ζωής που σφίγγει με θηλιές ασφυχτικές τη ζωή μας.
Ξαναπλέουμε. Περνάμε στη δεύτερη και κρίσιμη αναταραχή των κυμάτων που καθορίζονται βέβαια από τον κροκαλόσχημο βυθό που ταραχοποιεί την επιφάνεια των νερών. Είναι η μεγάλη στροφή που απαιτεί τεράστια προσοχή, γιατί στις όχθες καραδοκούν οι δαίμονες των συμπληγάδων βράχων, έτοιμοι να μας γραπώσουν από όπου βρούνε.
Λίγο πριν φτάσουμε στην ένωση του Αρκουδορέματος παρατηρούμε μιαν αψίδα πουλιών που σχηματίζει ένα ελλειπτικό τρίγωνο πάνω από τα κεφάλια μας. Είναι μια χαλαρή, καμπυλωτή πτήση κορμοράνων που διασχίζει το ουράνιο σέλας.
*
Λίγο πριν φτάσουμε στη σιδερένια γέφυρα του τρένου, όπου και θα τερματίσει η ποτάμια κατηφοριά μας θα ξανακάνει την εμφάνισή του ο ποιητής για να μας καθηλώσει:
«Κωπηλατούμε/ Το παρελθόν ανύπαρκτο/ Το μέλλον ανυποψίαστο/ Παρόντες/ Μες στην πλήρη στιγμή/ Μες στην αιωνιότητα»…(*)
*
Η ποταμίσια πορεία μας, με όλο τον εξοπλισμό της – θαυμάσια ειλικρίνεια βλάστησης και άσπιλη δύναμη ροής – θα λήξει κάπως απότομα, όπως κάθε πράγμα τρυφερό κι ανώδυνο στη ζωή μας, δίχως να το αντιληφθούμε.
Θα πατήσουμε έδαφος στέρεο και αναγκαίο για την «επιβίωσή» μας. Αλλά ποιος μπορεί να πει με σιγουριά πως το νερό στη ζωή μας δεν είναι και δεν ήταν πάντα ο μοχλός και ο άξονας της κινητήριας δύναμης επάνω στην ίδια τη φύση; Είχαν άδικο οι προσωκρατικοί – και ιδιαίτερα ο σοφός Ηράκλειτος – που βλέπαν με δέος και πρόνοια την ακατάλυτη Ισχύ του;

15-8-2018

(*) Γιάννης Ρίτσος, ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το