Άρθρα

Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά ως εργαλείο διαφύλαξης της συλλογικής μας ταυτότητας

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά αποτελεί ένα από τα τρία είδη πολιτιστικής κληρονομιάς (υλικός, άυλος πολιτισμός και φυσική κληρονομιά) και αφορά παραδόσεις ή ζωντανές εκφράσεις που έχουν κληροδοτηθεί από τους προγενέστερους με τον προφορικό λόγο, όπως οι λαϊκές παραδόσεις, οι γιορτές και τελετές, χοροί, οι παραστατικές τέχνες, οι κοινωνικές πρακτικές, οι γνώσεις και οι τεχνικές.
Για την εφαρμογή στην Ελλάδα της Διεθνούς Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) αρμόδιο είναι το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και συγκεκριμένα η Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΔΙΝΕΠΟΚ). Σκοποί της Σύμβασης είναι: (α) Η προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, (β) ο σεβασμός της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς των ενδιαφερομένων κοινοτήτων, ομάδων και ανθρώπων, (γ) η ευαισθητοποίηση σε επίπεδο τοπικό, εθνικό και διεθνές όσον αφορά τη σημασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και της αμοιβαίας εκτίμησης που πρέπει να τυγχάνει, (δ) η διεθνής συνεργασία και συνδρομή.
Σύμφωνα με Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ήδη από το 2002 η ελληνική πολιτεία έχει υιοθετήσει τον όρο «άυλα πολιτιστικά αγαθά», για να θεσπίσει τη διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς που μέχρι τότε περιγραφόταν ως «παραδοσιακός και σύγχρονος λαϊκός πολιτισμός». Συγκεκριμένα, στον 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153 Α/ 28.6.2002) ορίζεται ότι: «Ως άυλα πολιτιστικά αγαθά νοούνται εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, όπως μύθοι, έθιμα, προφορικές παραδόσεις, χοροί, δρώμενα, μουσική, τραγούδια, δεξιότητες ή τεχνικές που αποτελούν μαρτυρίες του παραδοσιακού, λαϊκού και λόγιου πολιτισμού» (άρθρο 2, παρ. ε’).
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, στις 17 Οκτωβρίου 2003, υιοθετήθηκε από την UNESCO η Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς – Convention for the Safeguarding of the Intangible Cultural Heritage. Η Σύμβαση προχωρεί ένα βήμα σε σχέση με την ελληνική νομοθεσία, αποδίδοντας πρωταρχική σημασία στις κοινότητες-φορείς της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έτσι, στο άρθρο 2, παρ. 1 της Σύμβασης ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά ορίζονται: «Οι πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές, καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και οι πολιτιστικοί χώροι που συνδέονται με αυτές και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και, κατά περίπτωση, τα άτομα αναγνωρίζουν ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους».
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση το 2006, ενώ μέχρι στιγμής (Μάιος 2018) έχει κυρωθεί από 177 κράτη.
Τέλος, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 4 «Οργανισμός Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού» (Φ.Ε.Κ. 7/Α/22-1-2018), για την εφαρμογή στην Ελλάδα της Διεθνούς Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO 2003) αρμόδιο είναι το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και συγκεκριμένα η Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΔΙΝΕΠΟΚ), που ανήκει στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΓΔΑΠΚ).

Η περίπτωση του Αγροτικού Συνεταιρισμού
Ζαγοράς Πηλίου: Συνεργατισμός και Αλληλεγγύη
Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου εγγράφηκε το 2018 στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ήταν το πρώτο στοιχείο που εγγράφηκε στη Θεσσαλία με τίτλο: «Συνεργατισμός και Αλληλεγγύη: Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου».
Σύμφωνα με το δελτίο στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, ως μορφής κοινωνικής και αλληλέγγυας συνεταιριστικής οργάνωσης, έχει βαθιά θεμέλια, τα οποία στηρίζονται στις αρχές του συνεργατισμού και της αλληλεγγύης των μελών του. Από την ίδρυσή του, το 1916, έως σήμερα έχει ως βασικό σκοπό του την αντιμετώπιση των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών, μέσω μιας συνιδιοκτήτης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης. Μέσα στα 101 χρόνια της λειτουργίας του εξελίχθηκε ως κίνημα με κοινωνικό και οικονομικό προσανατολισμό, αποβλέποντας κυρίως στην ανακούφιση των αγροτών και στη συνοχή της κοινότητας, που αρχικά ήταν η περιοχή της Ζαγοράς και αργότερα τα διπλανά χωριά του Πουρίου και της Μακρυρράχης. Ο χειρωνακτικός και ιδιαίτερος τρόπος καλλιέργειας των φρούτων και καρπών στο Πήλιο Όρος, με όλες τις δυσχέρειές του (ορεινό ανάγλυφο, δύσκολες καιρικές συνθήκες, προβληματικά δίκτυα άρδευσης) και η προηγούμενη παράδοση των συντεχνιών του μεταξιού και της μεταποίησης νημάτων στην περιοχή με τα περίφημα Ζαγοριανά καράβια οδήγησε τους ανθρώπους της περιοχής να αναπτύξουν ισχυρή και συμπαγή συλλογικότητα, καταρχάς για την επιβίωσή τους και δεύτερον για να αποφύγουν την εκμετάλλευση των εμπόρων και των μεσαζόντων.

Η σημασία της ύπαρξης του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου, ως πρότυπο συνεργατικότητας, αλληλεγγύης και διαχρονικού μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή της Ζαγοράς και του Ανατολικού Πηλίου είναι τεράστια. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι κάτοικοι της περιοχής, όλων των ηλικιών κατανοούν τη σπουδαιότητα της οργάνωσης, καθώς έχουν γαλουχηθεί από μικρά παιδιά με την έννοια της οικογένειας, της παρέας, των φίλων και των συγγενών που όλοι μαζί παλεύουν και μοχθούν καθημερινά, για να παραγάγουν, να συλλέξουν και να εμπορευτούν τα προϊόντα τους. Η φράση «η ισχύς εν τη ενώσει» δεν είναι μια φράση για τους κατοίκους της περιοχής που έχει απλά ένα διδακτικό μήνυμα, αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα. Άλλωστε, οι δυσκολίες που είχαν προκύψει στη συνεταιριστική οργάνωση της Ζαγοράς μέσα σε αυτά τα 100 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, έδωσαν μαθήματα ζωής στους συνεταίρους και στις συνεταίρες της περιοχής, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τα συμφέροντα των μεσιτών και εμπόρων που τους απειλούσαν. Από τη μια πλευρά οι ανάγκες των κατοίκων να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες, αποκλεισμένοι από τα αστικά κέντρα, τα δίκτυα διανομών και τις αγορές και από την άλλη η μακροχρόνια παράδοση των συντεχνιών του μεταξιού στη Ζαγορά τον 17ο έως 18ο αιώνα, και άλλων καλλιεργειών (αμπελιών και πατάτας) ωρίμασαν σταδιακά τους κατοίκους της περιοχής, και τους ώθησαν να κατανοήσουν τη σπουδαιότητα της συνεταιριστικής διαχείρισης.

Η περίπτωση του Αγροτικού Οινοποιητικού
Συνεταιρισμού Νέας Αγχιάλου «Η Δήμητρα»
Ο Αγροτικός Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου «Η Δήμητρα» εγγράφηκε το 2019 στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ήταν το δεύτερο στοιχείο που εγγράφηκε στη Θεσσαλία με τίτλο «Η αγχιαλίτικη παράδοση καλλιέργειας του αμπελιού από την Αγχίαλο ανατολικής Ρωμυλίας στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας: Ο Αγροτικός Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου «Η Δήμητρα».
Η αγχιαλίτικη παράδοση στην καλλιέργεια του αμπελιού στη Νέα Αγχίαλο είναι συνυφασμένη με την ιστορία της Νέας Αγχιάλου Μαγνησίας. Οι Αγχιαλίτες, μετά την καταστροφή της Παλαιάς Αγχιάλου (Ανατολική Ρωμυλία) το 1906, ίδρυσαν το 1908 τη Νέα Αγχίαλο στη Μαγνησία. Μαζί τους, εκτός από τον πολιτισμό και τις γνώσεις για την αμπελοκαλλιέργεια, έφεραν και τις πραγματικές τους ρίζες, τα κλήματα των αμπελιών τους. Δέκα χρόνια αργότερα, συνειδητοποίησαν ότι οι δυσκολίες στη νέα τους πατρίδα, οι αρρώστιες και η φτώχεια θα αντιμετωπίζονταν μόνο με συνεργασία. Το 1918 οι πρόσφυγες της Νέας Αγχιάλου ιδρύουν τον Συνεταιρισμό με την αρχική επωνυμία «Αγροτική Λαϊκή Τράπεζα Νέας Αγχιάλου «Η Δήμητρα», συνεχίζοντας μια μακροχρόνια αμπελουργική παράδοση με τον ιδιαίτερο τρόπο καλλιέργειας του αγχιαλίτικου αμπελιού.
Ο Συνεταιρισμός της Νέας Αγχιάλου, μέσα σ’ αυτά τα 101 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, συνέβαλε τα μέγιστα στην οικονομική και κοινωνική σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Η συνεισφορά του στη βελτίωση της καθημερινής ζωής, αλλά και των εισοδημάτων των μελών υπήρξε καθοριστική σε μια κοινωνία που δοκιμάστηκε σκληρά, κατάφερε, όμως, να ορθοποδήσει.

Άλλη μία αξιοσημείωτη προσφορά του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Νέας Αγχιάλου «Η Δήμητρα» στην προβολή της περιοχής και, κατ’ επέκταση, των προϊόντων της Νέας Αγχιάλου είναι οι συνεχείς διακρίσεις που έχει επιτύχει η Οργάνωση όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι, από την ανακήρυξη της Νέας Αγχιάλου ως πόλης της αμπέλου και του οίνου από τον πλέον έγκυρο φορέα, όπως είναι το Διεθνές Ινστιτούτο Αμπέλου και Οίνου, έως την απονομή από το Υπουργείο Γεωργίας της «Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας», η Νέα Αγχίαλος ανά την Ελλάδα είναι συνυφασμένη με το αμπέλι, το κρασί και τον Συνεταιρισμό της.
Αδιαμφισβήτητα, ο Συνεταιρισμός της Νέας Αγχιάλου ήταν το σημείο συνοχής και ομοιογένειας όλων των Αγχιαλιτών, όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα. Η εργατικότητα, η κοινή συνεταιριστική δραστηριότητα και η προοδευτικότητα ήταν τα βασικά στοιχεία που στήριξαν την πλούσια δράση της Οργάνωσης και κατ’ επέκταση την περιοχή της Νέας Αγχιάλου.
Σίγουρα η Μαγνησία μπορεί να εγγράψει στο μέλλον αρκετά σημαντικά στοιχεία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και οι Δήμοι και φορείς της Μαγνησίας καλό θα ήταν να εστιάσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα στοιχείο που προετοιμάζεται αυτό το διάστημα για εγγραφή στον εθνικό ευρετήριο είναι «Οι Μάηδες της Μακρινίτσας», ένα σπάνιο χορευτικομιμητικό δρώμενο της άνοιξης που αξίζει να διαφυλαχθεί και να υποστηριχθεί, ενώ υπάρχουν σκέψεις και για τη μελέτη και εγγραφή και άλλων στοιχείων. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να υπάρξει συνεργασία και με το πολιτιστικό φορέα της Ι.Μ.Δ. «Μαγνήτων Κιβωτός, για την ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος» και ελπίζουμε να υπάρξουν συνεργαζόμενοι φορείς και φυσικά πρόσωπα.

*Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ. και οργανωτικός γραμματέας της «Μαγνήτων Κιβωτού». Επίσης είναι συντάκτης των δελτίων για την ένταξη των συνεταιρισμών Ζαγοράς και Νέας Αγχιάλου στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το