Άρθρα

Η αποτυχία πώς θα ήταν;

Toυ Γιάννη Ιατρού

Οι εικόνες από την καταστροφή της φλεγόμενης Μόριας, των οποίων γίναμε όλοι μάρτυρες την προηγούμενη εβδομάδα, θέτουν εκ νέου και εμφατικά επί τάπητος το ζήτημα της αντιμετώπισης του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος από την ελληνική Πολιτεία, αλλά και από το σύνολο της ευρωπαϊκής ηγεσίας.
Οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μεγάλες. Η Ένωση των λαών, της αλληλεγγύης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφήνει μια μικρή χώρα των 11 εκατομμυρίων να επωμιστεί το συντριπτικό βάρος μιας πρωτοφανούς ανθρώπινης τραγωδίας, των μεγαλύτερων μεταναστευτικών ροών των τελευταίων ετών σε παγκόσμιο επίπεδο, δίχως επαρκή οικονομική και έμπρακτη στήριξη. Κλειστά σύνορα, άρνηση υποδοχής μεταναστών αναλογικά σε όλες τις χώρες της Ένωσης, ενώ η οικονομική συμβολή είναι πενιχρή.
Σε συνδυασμό με τη φοβική στάση της Ένωσης στις τεταμένες σχέσεις μας με την Τουρκία, θα έπρεπε να επανεξετάσουμε την ένταση με την οποία τίθενται τα ζητήματα αυτά στο πλαίσιο της Ένωσης και των Συνόδων Κορυφής, τη μαχητικότητα και την αποτελεσματικότητα της ελληνικής διπλωματίας και της άσκησης πίεσης στους κατ’ ευφημισμόν συμμάχους μας. Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σε μεγάλο βαθμό, η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της «πολιτισμένης Δύσης», μέρος της οποίας αποτελούν και οι ισχυροί της ΕΕ, είναι αυτή που εξαναγκάζει αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, αναζητώντας σε μερικές περιπτώσεις μια καλύτερη ζωή, αλλά σε πολλές άλλες την ίδια τη ζωή – σκέτο.

Ας περάσουμε όμως στα καθ’ ημάς. Σύμφωνα με την αντιπολιτευτική ΝΔ, τους μετανάστες σε μεγάλο βαθμό τους προσκαλούσε στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κατά δήλωση του νυν πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στις 15/04/2015 «δεν έχει συμβεί κάποιο γεωπολιτικό γεγονός στην ευρύτερη περιοχή το οποίο να δικαιολογεί αυτήν την αύξηση των ροών». Μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, τα πράγματα ήταν διαφορετικά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο πως «το 2015 Σύριοι οι οποίοι έφευγαν απεγνωσμένοι εγκαταλείποντας τις εστίες τους για να γλιτώσουν από τον πόλεμο αντιπροσώπευαν περίπου το 75% των εισερχόμενων στη χώρα μας. Προφανώς ήταν σχεδόν όλοι πρόσφυγες».
Μπορεί να του πήρε 4,5 χρόνια, αλλά ο πρωθυπουργός της χώρας έλαβε ενημέρωση για τις συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της χώρας της οποίας έχει την πρωθυπουργία – θα έλεγε κανείς πως αυτή η άγνοια, αν δεν ήταν υποκριτική, κάτι που θα τον καθιστούσε πολιτικό απατεώνα που ψαρεύει στα θολά εκλογικά νερά της ακροδεξιάς, είναι επικίνδυνη για κάποιον που διεκδικούσε και εν τέλει απέσπασε μια τόσο κρίσιμη θέση εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρόδρομος της αντιφατικής πολιτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση σε αυτό το ζήτημα. Κατ’ αρχάς, άμα της εκλογής της κατήργησε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ασύλου – άκουσον άκουσον – σε μία χώρα με τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές παγκοσμίως! Χρειάστηκε να περάσουν κάποιοι μήνες για να καταλάβουν ότι η διαχείριση ενός τόσο ευαίσθητου αλλά και κρίσιμου ζητήματος απαιτεί την ύπαρξη του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου. Γι’ αυτό και το επανασύστησαν, τοποθετώντας όμως επικεφαλής τον ανεπαρκέστατο Νότη Μηταράκη, ο οποίος σύμφωνα με δημοσιεύματα μάλιστα πραγματοποιεί υπερκοστολογήσεις των καταλυμάτων που μισθώνει το ελληνικό Κράτος για τους πρόσφυγες, αφήνοντας υπόνοιες για μίζες και διαφθορά.

Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της παραγγελίας του πλωτού φράγματος, λες και σοβαρά πίστευε κάποιος ότι μπορείς να φράξεις τα θαλάσσια σύνορα μίας θαλασσοδαρμένης χώρας με κάτι που θυμίζει δίχτυ για καλαμάρια… Τα 2,5 χιλιόμετρα κόστισαν 500.000€, ενώ λίγες μέρες μετά την παραλαβή του και αφού διαπιστώθηκε το μάταιο του εγχειρήματος, διακινήθηκαν δημοσιεύματα σε φιλοκυβερνητικά έντυπα που μας ενημέρωναν πως «ψάχνουν πού να βάλουν το πλωτό φράγμα»… Και η απάντηση ίσως ήταν εύκολη για κάποιους πολίτες.
Άλλωστε, οι παλινωδίες, οι αστοχίες και η έλλειψη στρατηγικής στόχευσης και πλάνου διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού έγινε ακόμη πιο αισθητή στην περίπτωση της απόβασης των ΜΑΤ στα νησιά, προκειμένου να ξυλοκοπήσουν τους κατοίκους για να επιβάλλουν τη δημιουργία κλειστών κέντρων – τύπου φυλακών. Τελικά η κυβέρνηση οπισθοχώρησε, δίνοντας στον Άδωνη Γεωργιάδη το επιχείρημα πως «οι νησιώτες φταίνε που κάηκε η Μόρια, εμποδίζοντας τη δημιουργία κλειστών κέντρων». Στις αιτιάσεις των δημοσιογράφων πως αυτό φανερώνει αδυναμία της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει την πολιτική της, ο υπουργός Ανάπτυξης απάντησε με έντονο ύφος «δηλαδή θέλατε να τους δείρουμε;» – λες και δεν τους δείρανε, ούτως ή άλλως.

Τη Μόρια τη δημιούργησε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2013, ωστόσο τη χρεώνεται εν πολλοίς ο ΣΥΡΙΖΑ – και σωστά, διότι δεν την άλλαξε, αν και συγκριτικά και εκ του αποτελέσματος τη διαχειρίστηκε καλύτερα. Όταν έφυγε από την κυβέρνηση την άφησε με 5.500 και τότε όλοι ομοφωνούσαμε ότι ήταν πολλοί. Η ΝΔ μιλούσε προεκλογικά με ένταση για λιγότερους «λαθρομετανάστες», όπως υποτιμητικά αρέσκονται στελέχη της να αποκαλούν τους ανθρώπους που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον. Αντίθετα, επί των ημερών της η Μόρια έφτασε σε κάποιο σημείο τους 22.000, και κάηκε με 13.000…!
Οι ευθύνες της κυβέρνησης για την ανικανότητα διαχείρισης ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος που, καλώς ή κακώς, έλαχε πρωτίστως στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει, είναι τεράστιες. Όταν στοιβάζεις ανθρώπινες ψυχές, αντιμετωπίζοντας έννοιες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα ως ψιλά γράμματα, είναι αναμενόμενο η κατάσταση να φτάσει κάποια στιγμή στο απροχώρητο. Σε κάθε περίπτωση, η Μόρια κάηκε. Αντί να αποτελέσει αυτή η καταστροφή δίδαγμα για να αναθεωρηθεί το modus operandi της κυβέρνησης και να αναλάβει τις ευθύνες της για αυτό που συνέβη (ίσως κάποια στιγμή να δούμε και καμία παραίτηση), δια στόματος Άδωνη Γεωργιάδη ακούσαμε πως «η κυβέρνηση στον ένα χρόνο που κυβερνά, στο μεταναστευτικό ζήτημα, έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία επιτυχίας».
Αν αυτό είναι η επιτυχία, η αποτυχία πώς θα ήτανε, κύριε Γεωργιάδη;

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το