Οικονομία

Η απάντηση της Αθήνας στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου

Μεταφέροντας τη θέση της Αθήνας, ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος καλωσορίζει τη παραδοχή του Ταμείου για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, θεωρώντας, όμως, ότι οι μακρόχρονες προβλέψεις του οργανισμού είναι υπερβολικά απαισιόδοξες σε επίπεδο ανάπτυξης και μακροοικονομικών μεγεθών.
Η κριτική του Έλληνα εκπροσώπου εστιάζεται κυρίως στην αμφισβήτηση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους αλλά και στην επιμονή του Ταμείου για τη διατήρηση ορισμένων μεταρρυθμίσεων όπως αυτή του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων που σχετίζονται με την αγορά εργασίας.

«Οι (ελληνικές) αρχές χαιρετίζουν την αναγνώριση ότι οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό και έχουν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, η έκθεση υποτιμά τον αντίκτυπο αρκετών δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εστιάζοντας περισσότερο στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και σε ό,τι δεν έχει εφαρμοστεί, και όχι στις οικονομικές δυνατότητες 450 νομοθετικών και υλοποιημένων δράσεων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, η οποία συνοδεύεται από την επιστροφή σε συνθήκες μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας», αναφέρει η τοποθέτηση του Έλληνα εκπρόσωπου.

Επιπλέον, ο κ. Ψαλιδόπουλος αναφέρεται στη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που επετεύχθη, εστιάζοντας στην ικανότητα που επέδειξε η χώρα για τη παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Υπενθυμίζεται ότι το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων και αυτό της αύξησης του ΑΕΠ αποτελούν τα στοιχεία πάνω στα οποία το ΔΝΤ στηρίζει τις αμφιβολίες του για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

«Η Ελλάδα υπερέβη τους κύριους δημοσιονομικούς της στόχους με ένα ευρύ περιθώριο για τρία συναπτά έτη, υποδηλώνοντας την ικανότητα της οικονομίας να παράγει βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα. Οι αρχές ζητούν από το ΔΝΤ να αναγνωρίσει τη σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια και την ικανότητα της οικονομίας να παράγει σημαντικά πλεονάσματα στο ευνοϊκό περιβάλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, το οποίο καθορίζει τους στόχους για τη δημοσιονομική πολιτική και τις δεσμεύσεις των χωρών της ζώνης του ευρώ… Χωρίς να έχουν ληφθεί διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα από το 2017 και με χαμηλότερο αποτελέσματα ανάπτυξης του ΑΕΠ από ότι προέβλεπε τότε το ΔΝΤ, οι αρχές χαιρετίζουν την πρωτογενή αναθεώρηση του Ταμείου για το πλεόνασμα κατά 3,5% για την περίοδο 2018-2022, υποδεικνύοντας ότι οι προηγούμενες δημοσιονομικές προβλέψεις του Ταμείου ήταν σημαντικά πιο απαισιόδοξες, με περιθώριο τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ σε διαρθρωτικούς όρους», σημειώνει ο κ. Ψαλιδόπουλος στη τοποθέτηση του.

Όσον αφορά το σκέλος των μεταρρυθμίσεων, ο Έλληνας εκπρόσωπος επισημαίνει το εύρος της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια. Στο σημείο αυτό ασκεί κριτική στην έκθεση, καθώς δεν τη θεωρεί «ισορροπημένη», υποστηρίζοντας ότι εστιάζει υπερβολικά σε ορισμένα συγκεκριμένα ζητήματα και έτσι παραβλέπει τη μεγάλη εικόνα του μεταρρυθμιστικού έργου που έχει επιτευχθεί. Ορισμένα από τα παραδείγματα που αναφέρει σχετίζονται με το εμπόριο της Κυριακής αλλά και τη πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς, όπως υποστηρίζει, η έκθεση επικεντρώνεται ιδιαίτερα στη κριτική και δεν καταγράφει τη πρόοδο που έχει σημειωθεί σε σχετικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.

«Η έκθεση θα επωφεληθεί από έναν πιο ισορροπημένο τόνο όσον αφορά τα επιτεύγματα και τον πιθανό αντίκτυπο αυτών των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Αντί να τονίσει τι έχει γίνει και να αναλύσει τον αντίκτυπο των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, η έκθεση παρουσιάζει μια υπερβολικά αρνητική εικόνα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δίνοντας έμφαση στις καθυστερήσεις χωρίς να δοθεί πίστη στα επιτεύγματα…. Οι αρχές εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι η έκθεση δεν αναγνωρίζει πλήρως την πρόοδο που σημειώθηκε και για να αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο των ευρύτατων μεταρρυθμίσεων στο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας», τονίζει ο κ. Ψαλιδόπουλος στη τοποθέτηση του.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος εκφράζει την έντονη αντίθεση της Ελλάδας στη διατήρηση των μέτρων για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις, καθώς, όπως υποστηρίζει, η αναθεώρηση τους δεν συνιστά αθέτηση των υποχρεώσεων της Ελλάδας δεδομένου ότι είχε συμφωνηθεί εξαρχής ότι η αναστολή τους θα είχε προσωρινό χαρακτήρα και προέβλεπε την αποκατάσταση τους με τη σύμφωνη γνώμη όλων των αρχών.

«Οι αρχές λαμβάνουν γνώση της άποψης του ΔΝΤ σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τους κατώτατους μισθούς, αλλά δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην άποψη αυτή και παραμένουν πεπεισμένοι για την ανάλυση που έχουν παράσχει μέχρι στιγμής. Οι αρχές υπενθυμίζουν ότι οι αρχές της παράτασης και της ευνοϊκής μεταχείρισης ανεστάλησαν προσωρινά το 2012 με καθορισμένο χρονικό ορίζοντα για την αποκατάσταση. Επιπλέον, στο πλαίσιο της τρίτης αναθεώρησης του προγράμματος ESM, δημιουργήθηκε μια ανεξάρτητη ομάδα εμπειρογνωμόνων με τη συναίνεση όλων των συνομιλητών, οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί με την αξιολόγηση αυτών των αρχών. Οι εμπειρογνώμονες τάχθηκαν υπέρ της επαναφοράς των δύο αρχών: ομόφωνα υπέρ της άρσης της αναστολής της αρχής της παράτασης και της πλειοψηφίας υπέρ της άρσης της αναστολής της αρχής της ευνοϊκής μεταχείρισης. Δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις αυτές ανεστάλησαν προσωρινά με ακριβή ημερομηνία επανένταξης, οι αρχές διαφωνούν με την άποψη ότι η επαναφορά αποτελεί αντιστροφή της πολιτικής», εξηγεί ο κ. Ψαλιδόπουλος στη τοποθέτηση του.

ΔΝΤ: Αβέβαιες οι προοπτικές του χρέους μακροπρόθεσμα
Νωρίτερα, την εντατικοποίηση των προσπαθειών για τον περιορισμό των κόκκινων δανείων ώστε να ισχυροποιηθούν οι ισολογισμοί των τραπεζών, πλήρη εφαρμογή των προνομοθετημένων μέτρων δηλαδή τη μείωση των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου, διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος όσον αφορά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και πολύ περιορισμένες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό ώστε να μην θιγεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ζήτησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέσω της έκθεσης για την ελληνική οικονομία.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι δεν απαιτούνται νέα δημοσιονομικά μέτρα από την Ελλάδα αλλά αλλαγή στο «μείγμα» της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να αντιμετωπιστούν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΝΤ ζητά από την κυβέρνηση να μην κάνει πίσω στο θέμα μείωσης των συντάξεων και να διαθέσει τους πόρους που θα εξοικονομηθούν για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων αλλά και την καταβολή στοχευμένων κοινωνικών επιδομάτων. Επίσης, επιμένει ότι η μείωση του αφορολογήτου συνιστά απαιτούμενο μέτρο για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να χρηματοδοτηθούν μειώσεις φορολογικών συντελεστών.

Το ΔΝΤ χρησιμοποιεί τη λέξη «αβέβαιες» για να χαρακτηρίσει τις προοπτικές εξυπηρέτησης του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση ενώ σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση, εκτιμάται ότι τα μέτρα διευθέτησης του χρέους που συμφωνήθηκαν με τους Ευρωπαίους, ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους και διευκολύνουν την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.

Το ΔΝΤ προβλέπει:
1. Ανάπτυξη 2% για φέτος, 2,4% για το 2019 και 2,2% για το 2020. Για το επόμενο διάστημα όμως, προβλέπει κάμψη στον ρυθμό ανάπτυξης: 1,6% για το 2021 και 1,2% για το 2022 και για το 2023.
2. Μείωση της ανεργίας στο 19,9% για το 2018, στο 18,1% για το 2019, στο 16,3% το 2020, στο 15,2% το 2021, στο 14,4% το 2022 και στο 14,1% για το 2023.
3. Το δημόσιο χρέος, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί φέτος στο 188,1% του ΑΕΠ (από 181,8% το 2017) για να περιοριστεί στο 177,1% το 2019, στο 169,6% το 2020, στο 162,9% το 2021, στο 155,3% το 2022 και στο 151,3% το 2023.

Στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που επίσης ενσωματώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ, οι συντάκτες διατυπώνουν για μια ακόμη φορά τις επιφυλάξεις τους για την δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράξει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% σε μακροπρόθεσμη βάση.
Έτσι, κατεβάζει τον πήχη στο 1,5% ως βασική παραδοχή για την έκθεση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ουσιαστικά, το ΔΝΤ, θεωρεί ως χρονιά «καμπή» για το χρέος το 2038. Μετά τη συγκεκριμένη χρονιά, εκτιμά ότι θα ξεκινήσει και πάλι ο ανοδικός κύκλος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Γι’ αυτό και ζητά περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του και σε μακροπρόθεσμη βάση.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το