Πολιτισμός

H πρώτη συγγραφική απόπειρα του Θεοφάνη Παπαδόπουλου – «Είκοσι τσουβάλια λίρες»

 

Της
Γιώτας Κούγιαλη

Η νουβέλα «Είκοσι τσουβάλια λίρες», εκδόσεις Ελκυστής (2022), είναι η πρώτη συγγραφική απόπειρα του Θεοφάνη Παπαδόπουλου. Προέκυψε ύστερα από μία εξομολόγηση ζωής του σε μία Γερόντισσα και τη διαπίστωσή της ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει ένα καλό βιβλίο.
Ο Θεοφάνης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στο Περιθώρι Δράμας το 1962. Από το 1982 ζει στον Βόλο με την οικογένειά του έχοντας αποκτήσει δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος για είκοσι επτά χρόνια και τελευταία ως αγρότης.
Η αφήγηση της ιστορίας «Είκοσι τσουβάλια λίρες» είναι συγκλονιστική. Τοποθετείται στις δεκαετίες εξήντα και εβδομήντα και εξελίσσεται σε τρία μέρη. Σε ένα χωριό της Ελλάδας, σε ένα ίδρυμα και, για λίγο, στη Γερμανία. Κεντρικός ήρωας είναι ο μικρός Στέφανος. Για τα υπόλοιπα πρόσωπα και τις καταστάσεις μαθαίνουμε μέσα από τις διηγήσεις του και από τη δική του οπτική γωνία.
Ο συγγραφέας με γλώσσα στρωτή και ρέουσα, χωρίς λογοτεχνικά τερτίπια, μας βάζει αβίαστα στην ψυχολογία ενός παιδιού που θρηνεί τον αποχωρισμό και την απόρριψη από τη μάνα και έκπληκτο προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. Καταδεικνύεται η σπουδαιότητα της παρουσίας του γεννήτορα στην ψυχική και συναισθηματική ισορροπία του ατόμου.
Η νουβέλα είναι χωρισμένη σε πολλά μικρά κεφάλαια όπου κάθε φορά περιγράφεται ένα τραυματικό επεισόδιο, που μας βάζει πιο βαθιά στην προσωπική περιπέτεια του ήρωα. Η αφήγηση ξεκινάει σε τρίτο πρόσωπο, όπου παρουσιάζεται η παρούσα οικογενειακή και ψυχολογική κατάσταση του Στέφανου, συνεχίζεται με πρωτοπρόσωπη όπου ο αφηγητής μας λέει τις ιστορίες του που συνθέτουν όλη τη ροή της παιδικότητάς του και στο τέλος επιστρέφει τη διήγηση σε τρίτο πρόσωπο όπου κάνει μία σύνδεση της αρχής του βιβλίου με το τέλος.
Είναι μία ιστορία με αληθινά γεγονότα που καταθέτει με ρεαλισμό ο συγγραφέας. Κάθε κεφάλαιο είναι και ένας λυγμός του παιδιού, ο συνεχής θρήνος του για την άγνωστη και απούσα αγκαλιά της μάνας του.
Η γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο, δεν αποκαλείται ούτε μία φορά μέσα στο βιβλίο με το όνομά της. Αυτό που σύντομα γνωρίζουμε είναι ότι άφησε το μωρό της στη γιαγιά και έφυγε να δουλέψει στη Γερμανία. Μία ημέρα το παιδί οδηγούμενο από μία άγνωστη κυρία μεταφέρθηκε σε παιδόπολη. Το άσχημο και απόλυτα αντιπαιδαγωγικό ήταν ότι κανείς δεν το προετοίμασε γι’ αυτή την αλλαγή. Τη μία ημέρα βρισκόταν στο γνωστό του περιβάλλον με τους συγγενείς του και την επόμενη βρέθηκε τρομαγμένο και απορημένο στο θάλαμο ενός ιδρύματος με άλλα παιδιά, που κατά τη δήλωσή του, το μόνο μέσο διαπαιδαγώγησης ήταν το ξύλο.
Πίσω από τις λέξεις διαβάζουμε τη μοναξιά που βίωνε αυτό το αγόρι και τη δυσκολία του ή τη συνειδητή άρνησή του να ενταχθεί στο νέο περιβάλλον. Παρακολουθούμε την επώδυνη και μοναχική πορεία του, που τα χείλη του είναι σφιχτά και αμίλητα, αλλά η ψυχή του κραυγάζει, «Γιατί, γιατί μάνα».
Οι πληροφορίες για το ίδρυμα στο οποίο βρίσκεται περιορίζονται στον μικρό κύκλο των συνομηλίκων του και στη γενικότερη αίσθηση που είχε αποκομίσει από αυτό ως παιδί. Είναι τόση η λαχτάρα του μικρού Στέφανου να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από εκεί ώστε όταν τελειώνει το Δημοτικό αποφασίζει να μη συνεχίσει γυμνασιακές σπουδές, αλλά να μάθει ένα επάγγελμα που θα απαιτούσε το μισό χρόνο της παραμονής του στην παιδόπολη, τρία αντί για έξι έτη.
Η γιαγιά του και οι θείοι φαίνονται ως τα μόνα πρόσωπα που, στον βαθμό των δυνατοτήτων τους, το περιέθαλψαν και το αγκάλιασαν. Η παραμονή του, όμως, για χρόνια στο ίδρυμα ραγίζει τη συνέχεια της αγαπητικής σχέσης με τους συγγενείς του.
Μέσα από τις περιγραφές του για τη ζωή στο χωριό, παίρνουμε μία ιδέα για τον τρόπο που λειτουργούσε η αγροτική οικογένεια στην Ελλάδα. Τα παιδιά αντιμετωπίζονταν σαν ενήλικες. Έφευγαν το πρωί με τα ζωντανά και γύριζαν στο σπίτι τους το βράδυ, όταν ο ήλιος ακουμπούσε σε ένα συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα.
Η μητέρα του εμφανίζεται άστοργη, προτάσσει το δικό της συμφέρον και τις δικές της επιθυμίες, χωρίς να νοιαστεί ποτέ για την τύχη του. Όταν πέρασαν τα χρόνια, του ζητάει να τη γηροκομήσει. Ποτέ δεν τον ρώτησε τι έκανε ως παιδί, πώς έζησε, πώς ένιωθε και πώς νιώθει, αντίθετα έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει μία τέτοια συζήτηση. Όπως διαβάζουμε στη σελίδα 13 «Θυμήθηκε ακόμα που, όταν καθόταν δίπλα της, εκείνη του διηγούνταν την ιστορία της ζωής της και ο ίδιος δεν προλάβαινε να πει τίποτα. Μιλούσε ακατάπαυστα η μάνα του και χωρίς να το καταλάβει εκείνη επαναλάμβανε κάθε φορά τις ίδιες ιστορίες και ο Στέφανος έπρεπε να φέρεται σαν να τις άκουγε πρώτη φορά…».
Η εγκατάλειψη ή η απόρριψη του παιδιού είναι μορφή κακοποίησής του και ο Στέφανος, ως τέτοιο παιδί, κατακλύζεται από ενοχές, νομίζει ότι δε φέρεται σωστά. Στη σελίδα 19 διαβάζουμε «Έλλη μου, εδώ και ένα χρόνο, παλεύω με τη συνείδησή μου και δε στο είπα τόσο καιρό, γιατί δε θέλω να σε στενοχωρώ με τα δικά μου προβλήματα… Αλλά τώρα πρέπει να στο πω γιατί δεν αντέχω άλλο…» της είπε και στο πρόσωπό του φάνηκε εκείνη τη στιγμή όλη η στενοχώρια που περνούσε τόσο καιρό. «Κορίτσι μου, δεν ξέρω πόσες φορές εσύ μπορεί να έχεις πάρει τη μαμά σου αγκαλιά όλα αυτά τα χρόνια από την ημέρα που σε γέννησε και πόσες φορές μπορεί να το έκανες για να της δείξεις το πόσο την αγαπάς, εγώ, όμως, τη δική μου μάνα, ούτε μία φορά… Ούτε μία φορά δεν κατάφερα να την πάρω μια αγκαλιά, ακόμα και τον καιρό που την είχαμε κοντά μας. Δεν το έκανα ακόμα και την ώρα που έμπαινε στο χώμα…» και παρακάτω «…Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα πιάσει το χέρι σου ούτε μία φορά…».
Δεν είχε ακουμπήσει το χέρι της ούτε μία φορά. Και πώς να το ακουμπήσει αφού το χέρι της ήταν η απόληξη της αφιλόξενης αγκαλιάς της.
Όλο το κείμενο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μία μεγάλη επιστολή στη μητέρα του, σ’ αυτή απευθύνεται. Κάθε μικρό κεφάλαιο είναι μία εξομολόγηση, μία έκφραση παράπονου και απευθύνεται πάντα σε κείνη, που όφειλε να είναι δίπλα του ή έστω μακριά του, αλλά να νοιάζεται γι’ αυτόν. Πολλές προτάσεις του αρχίζουν ή τελειώνουν με τη λέξη μάνα. Χρησιμοποιεί παντού αυτή τη λέξη «μάνα», που φέρει το ειδικό βάρος της μητρότητας και των ευθυνών της. «Άραγε, μάνα, έκανες ποτέ μια προσευχή εσύ για εμένα; Είπες ποτέ «Θεέ μου, πρόσεχε εκείνο το μωρό μου;»». Με τη συχνή επανάληψη αυτής της λέξης είναι σαν να της θυμίζει τον ρόλο της και τι περίμενε ο ίδιος από αυτή ως παιδί.
Η λέξη «μαμά» δείχνει μία οικειότητα, χτίζεται με αγάπη. Χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, στο τέλος του βιβλίου, εκεί όπου ο αναγνώστης πιστεύει, ή υποθέτει, ότι ο ήρωας βρίσκει την ισορροπία του, έχει πει τον καημό του, η χειμαρρώδης εξομολόγησή του, εικάζεται ότι έχει απαλύνει το ψυχικό του άλγος.
Το βιβλίο συγκινεί και γράφει βαθιά στην ψυχή του αναγνώστη. Είναι αφιερωμένο σε εκείνα τα παιδιά που δεν γνώρισαν την αγάπη των γονιών τους και ειδικά της μάνας.
Τελικά, τι αξίζει περισσότερο, ένα παιδί ή είκοσι τσουβάλια λίρες;

 

 

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το