Θ Plus

H «πολυθρόνα» του Απόλλωνα

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Κατεβαίναμε το ιστορικό μονοπάτι των Δελφών από το Κωρύκειον Άντρον, το οποίο διασχίζει τα υπέροχα λιβάδια της Παρνασσίδας, μέχρι να πάρει τη μελετημένη του κατηφόρα και στροφή (με γεωμετρικό ζικ-ζακ) ίσαμε το πάρκο του αρχαιολογικού χώρου και οριακή κατάληξη το σπίτι της Εύας και του Άγγελου Σικελιανού.
Κατάκοποι, αλλά ευχαριστημένοι προσεγγίζαμε την κάτω πλατεία των Δελφών ψάχνοντας εναγώνια ένα ταξί που θα μας γύριζε στα Λιβάδια του Παρνασσού, για να πάρουμε το αμάξι που το είχαμε αφήσει πεντακόσια μέτρα πριν από τη διάσημη σπηλιά.
Τηλεφωνώντας στο σταθερό νούμερο που ήταν γραμμένο έξω από ένα σταθμευμένο ταξί, πήρε ξαφνικά να κουδουνίζει τρελά το ενσωματωμένο τηλέφωνο της πιάτσας.
Εδέησε κάποτε να κάνει αρχηγική εμφάνιση ο ταξιτζής και με ύφος εντελώς προκλητικό να χλευάσει τη σπουδή μας. Και λέω αρχηγική την εμφάνισή του, διότι είχε πάρει ύφος χιλίων καρδιναλίων κατασαρκάζοντάς μας, επειδή είχαμε απορία, περιέργεια και βιασύνη ως προς την αναζήτησή του.
Μας είπε ότι η βιασύνη σκοτώνει, μας έδωσε μερικές συμβουλές που είχαν να κάνουν με τις συζύγους μας που κατ’ αυτόν είναι οι βασικές αιτίες της αδημονίας των αντρών για να γυρίσουν γρήγορα στα σπίτια τους «ειν’ αυτές που σπέρνουν το βάκιλο της σπουδής», όπως είπε χαρακτηριστικά και καπάκι μάς ενημέρωσε πως ευτυχώς ο ίδιος ήταν ανύπαντρος, φτύνοντας συνάμα τον κόρφο του.

Το χιονισμένο οροπέδιο των Λιβαδιών με τον Παρνασσό στο βάθος

Ήταν ένας μετρίου αναστήματος μεσήλικας, με κορακάτα μαλλιά, έξυπνα κι επιθετικά μάτια, μασέλα του κάτω ούλου σίγουρα, λίγη κοιλίτσα, αργό βάδισμα και πολλή πολλή σπουδαιοφάνεια, που την πολλαπλασίαζε κάποια, όχι κρυφή, οικονομική άνεση.
Μπήκαμε στο ταξί του με ανάκατα συναισθήματα, ενώ εκείνος κατάλαβε απαρχής ότι θέλαμε να πάμε στα Λιβάδια της Αράχωβας, τονίζοντάς μας πως οι Ολλανδοί και οι Γερμανοί που κάνουν το ίδιο με μας οδοιπορικό (από το Κωρύκειο) είναι πιο ράθυμοι και πιο υπομονητικοί.
Έλεγε κι άλλα αναμιγνύοντας ευθυμία, μισογυνισμό, αυθάδεια και ειρωνεία, όταν κατάλαβα πως είχε πάρει λάθος δρόμο (ή μάλλον πήρε λάθος στροφή), για το Κωρύκειον Άντρον.
«Δεν πειράζει», με αποστόμωσε «μη στενοχωριέσαι, εκεί θα ξαναβγούμε», εννοώντας πως θα φτάσει από τον λασπόδρομο που ήταν καλυμμένος από χιόνι μεριές – μεριές, στο ίδιο σημείο, όπου θέλαμε. Είχε εγκαταλείψει την άσφαλτο που ήταν καθαρή κι αντί να συνεχίσει ευθεία στον δρόμο για το Χιονοδρομικό πήγε και χώθηκε μέσα στο χιονισμένο καρόδρομο των Λιβαδιώτικων Καλυβιών.
«Καλύβια τα λένε και σήμερα» μας είπε, «καλύβια ήτανε πάντα, αλλά Καλύβια με black many…» κι άρχισε με στόμφο να πλέκει το ματαιόσπουδο των πάσης φύσεως νεόπλουτων της ελληνικής γκλαμουριάς, μην αφήνοντας κανέναν από τους επώνυμους που έχουν τόσα «αρχοντικά καλύβια», μέσα σε αυτό τον «βούρκο» του Παρνασσού.
Είχε δεν είχε ο κερατάς ο ταξιτζής κόλλησε στη λάσπη πατινάροντας στο χιόνι. Ήρθε κι έδεσε το περίεργο γλυκό με το ντελικάτο ταξί να μουλαρώνει… Ούτε μπρος ούτε πίσω…
«Δεν κατεβαίνετε να βάλετε ένα χεράκι», μας είπε, «ώστε να το ξεκολλήσουμε»…
Στον καρπό του χεριού μου είχα διπλωμένη τη φωτογραφική μου μηχανή, που την έβγαλα και την απόθεσα στο κάθισμα επάνω, προκειμένου να σπρώξω το αμάξι, για να ξεκολλήσει από τη χιονούρα όπου είχε βουλιάξει. Η μηχανούλα μου είχε το ίδιο χρώμα με το κάθισμα του ταξί κι έτσι όταν ξαναμπήκαμε για να μας πάει λίγο παρακατίστα, όπου μας άφησε, ξεχάστηκε από μένα στο πίσω κάθισμα, με αποτέλεσμα ο ταξιτζής να την πάρει – άθελά του βέβαια – πίσω στους Δελφούς.
Εμείς κατόπι ανηφορίσαμε έως τη Φτερόλακα κι από κει θα κατεβαίναμε στην Αμφίκλεια για να επιστρέψουμε στον Βόλο. Εκεί πάνω και καθώς η ατμόσφαιρα ήτανε τζάμι και κατάλευκο το παρνασσικό τοπίο θέλησα να πάρω μια φωτογραφία διαπιστώνοντας συνάμα πως δεν είχα τη μηχανή μου. Άρχισα τότε μαζί με τους φίλους να κάνουμε υποθέσεις πού την ξέχασα.
Θυμήθηκα τη φάση με το χιόνι και το σπρώξιμο, αλλά και τη μηχανή που την είχα θηλιασμένη στον καρπό του χεριού μου κι αμέσως μου ήρθε φλασκιά ότι την είχα ξεχάσει στο πίσω κάθισμα του ταξί.
Έχοντας κρατήσει στο κινητό μας και στη μνήμη του τον αριθμό του τηλεφωνήσαμε του Γιάννη – έτσι ήταν τ’ όνομά του ταξιτζή – και μας είπε, αφού πρώτα έψαξε στο πίσω κάθισμα, πως πράγματι την είχα ξεχάσει εκεί.

««Ελάτε να την πάρετε», μας είπε, «αλλά καλού – κακού θα την αφήσω στα κορίτσια από την Καφετέρια έξω από την οποία παρκάρω».
Ανάγκα και θεοί πείθονται, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στους Δελφούς από Φτερόλακα. Φτάσαμε ύστερα από ένα τέταρτο, ενώ η μηχανούλα μου μας ανέμενε στη ρεσεψιόν του καταστήματος, που ήταν ένα θαυμάσιο μπαλκόνι, στην κεντρική πλατειούλα των Δελφών.
Ο ταξιτζής ήταν αραχτός σε μιαν άκρη απολαμβάνοντας τον απογεματινό καφέ του.
Τον πλησίασα για να τον ευχαριστήσω, αλλά εκείνος σηκώθηκε και μου είπε:
«Είπατε τω βασιλεί… αλλά εμένα δε μου είπατε… να σας τη φέρω στην Αράχωβα… άλλωστε θα ’ρχόμουνα απόψε στην Αθήνα… και θα μπορούσα να σας συναντήσω όπου θέλετε για να σας τη δώσω…».
«Μα δεν είμαστε από την Αθήνα. Εμείς ήρθαμε από τον Βόλο» του αντέτεινα με συγκρατημένο ύφος εξαιτίας της περίεργα υπερβολικής του καλοσύνης…
«Από πού είστε; Απ’ τον Βόλο;» κι άρχισε να αραδιάζει έναν πεντάψαλμο, καταγράφοντας το ίδιο νούμερο σε πέντε διαφορετικούς προορισμούς:
«Δελφοί – Βόλος 250 χιλιόμετρα, Δελφοί – Ολυμπία, 250, Δελφοί – Ναύπλιο 250, Δελφοί – Μετέωρα 250, όσα και Δελφοί – Λευκάδα»… Κατάλαβες γιατί οι Δελφοί είναι το κέντρο της γης;
Μ’ άφησε άφωνο ο ταξιτζής.
«Μα τι ταξιτζής είσαι εσύ;» του απέτεινα τον θαυμασμό μου.
«Παρακαλώ, όχι ταξιτζής… είναι βρισιά…».
«Συγνώμη, σοφέρ, φίλε μου…» το διόρθωσα.
«Α! Τώρα ναι, έτσι το δέχομαι…».
Και αυτομάτως πήρε το φραπεδάκι του κι ήρθε και θρονιάστηκε στο τραπεζάκι μας, όπου είχαμε κι εμείς σκοπό να πιούμε τον δικό μας καφέ, έξω στο μπαλκόνι πάνω σε έναν εξώστη που έσπαγε κόκαλα. Και τι δε βλέπαμε απ’ αυτόν τον εξώστη; Tην κοιλάδα του Πλειστού, την Κίρφη, την Αράχωβα, τον Κορινθιακό, το Γαλαξίδι, την Ιτέα, τον ελαιώνα της Άμφισσας και μέρος της χιονισμένης Γκιώνας…
Όρθιος ο σοφέρ από πάνω μας, είδε που κοιτάζαμε άπληστοι την απέναντι ορθοπλαγιά και άρχισε να μας εκθειάζει τα μονοπάτια που οδηγούν στη Δεσφίνα από τους Δελφούς μέσω του Πλειστού.
Κι ύστερα, δίχως να μας αφήσει να πάρουμε ανάσα, επειδή ήξερε πως είμαστε ορειβάτες και είχαμε έρθει από Κωρύκειο με τα πόδια, μας πέταξε το δέκα το καλό:
«Στην πολυθρόνα του Απόλλωνα έχετε πάει;».
Κι άρχισε να μας περιγράφει τη διαδρομή από τα Λιβάδια προς τα Καλάνια και την Παναγιά, όπου σε μια στροφή υπάρχει μια μαρμάρινη πολυθρόνα, για θεούς, που λένε ότι ήταν αρχαίο έργο τέχνης, αφιερωμένο στον Απόλλωνα…
«Από κει αγνάντευε το Ιερό του Δελφικού τοπίου και τις αλχημείες της Πυθίας», όπως τις αποκάλεσε, τις τελευταίες…
«Μα εσύ είσαι σοφεράντζα», του είπα και του δήλωσα με ικανοποίηση ότι τη λέξη την ξέρω γιατί έτσι αποκαλούσαν τον πατέρα μου που ήταν οδηγός αγοραίου, τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχανε ταξί…

Το εσωτερικό του Κωρύκειου Άντρου

Τι ήτανε να του πω τη λέξη σοφεράντζα, που του καλάρεσε κι άρπαξε μια πολυθρόνα – όχι καρέκλα – και θρονιάστηκε δίπλα μας αρχίζοντας τις ιστορίες από την ταξιτζήδικη (συγνώμη, σοφεραία) ζωή του.
Πως το σπίτι του είναι το πιο ωραίο στους Δελφούς (μας το έδειξε απέναντι από την πιάτσα, πράγματι ωραίο κι αρχοντικό), πως είναι ανύπαντρος από πεποίθηση, πως οι γυναίκες αποτελούν ανάχωμα της δουλείας των αντρών (έτσι το είπε), πως όπου να ’ναι θα σκάσουν μύτη τα γαλλικά σχολειά, κι έτσι το μάτι του θα γυαλίσει από τις γκομενάρες καθηγήτριες των νεαρών βλαστών της Βουργουνδίας και της Λωραίνης, πως τα κωλόπαιδα των Ελλήνων (έτσι τα αποκάλεσε) τα πίνουν και τα σπάνε στις σχολικές εκδρομές τους, πως οι Ολλανδοί είναι οι πιο κύριοι από τους επισκέπτες του δελφικού τοπίου, πως οι Φαιδριάδες ήταν δυο, η Ναυπλία και η Υάμπεια, πως ο Παρνασσός είναι η αδυναμία του, πως τα ταξί με τη μαύρη κορδέλα είναι αυτά που προέρχονται από τα παλιά αγοραία, πως το βουνό απέναντι «ξέρετε ποιο είναι ρε… την τύφλα σας ξέρετε… αυτή είναι η Κίρφη», πως είναι γεννημένος το ’62, άρα τραβάει στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας του, πως στον Βόλο έχει πάει πολλές φορές κι έχει πιει καράφες τσίπουρο, πως αγαπάει τον κόσμο και του κάνει όλα τα χατίρια, πως η κυρία που περνάει τώρα είναι λοξή γι’ αυτό και γέρνει από τη μια πάντα, πως έχει κάνει του κόσμου τις δουλειές, πως στη Γερμανία τον έχουν στα ώπα ώπα, όταν ακούνε πως κατάγεται από το κέντρο της υφηλίου, πως απόψε θα πάει στο Βενιζέλος να φέρει ένα ζευγάρι που έρχεται κάθε χρόνο στους Δελφούς, πως το όνομά του είναι Γιαννακός (όχι Γιάννης), αλλά όλοι εδώ στους Δελφούς τον φωνάζουνε Απόλλωνα, γιατί τους λέει ή τους πάει (ελάτε ρε και σεις να σας πάω) στην περίφημη πολυθρόνα του θεού, πως τελικά… μηκέτι Φοίβος έχει καλύβην (εδώ στους Δελφούς) ουδέ μάντιδα δάφνην, μηδέ παγάν λαλέουσαν, πως απέσβετο και λάλον ύδωρ… πως… πως… πως…
Μάρτης του ’19

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το