Άρθρα

H παιδική λογοτεχνία ως κοινωνικό εργαλείο για την επίλυση συγκρούσεων στο σχολείο

Της Έλενας Χ. Στανιού*

Το σχολείο και η οικογένεια αποτελούν το φυσικό περιβάλλον του παιδιού. Σκοπός της οικογένειας είναι η ανατροφή και η παροχή των βασικών στοιχείων που θα βοηθήσουν στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού και του σχολείου να μεταδώσει ακαδημαϊκές γνώσεις στο παιδί και να συμβάλλει στην κοινωνικοποίησή του. Η επίτευξη αυτών των στόχων εξαρτάται σε έναν μεγάλο βαθμό από την εύρυθμη λειτουργία της τάξης, η οποία επιτρέπει την απρόσκοπτη διεξαγωγή του μαθήματος, την προώθηση της διαπροσωπικής επικοινωνίας και την κάλυψη της βασικής ανάγκης των μαθητών για σωματική και ψυχολογική ασφάλεια. Για τον σκοπό αυτό, τα παιδιά οφείλουν να ακολουθούν ορισμένους κανόνες, τους οποίους δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν ή να αλλάξουν, γιατί θα υπάρχουν συνέπειες, εάν τους παραβούν.

Μία μορφή συμπεριφοράς που παραβιάζει έναν από τους βασικούς κανόνες που οδηγεί στην ομαλή λειτουργία του μαθήματος είναι η βία και η επιθετική συμπεριφορά. Πρόκειται για τη μορφή συμπεριφοράς που ανήκει στις διαταραχές της διαγωγής και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους δημιουργούνται προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών.

Η συμβολή της παιδικής λογοτεχνίας, μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής μάθησης, έγκειται στο ότι με την από κοινού ανάγνωση και συζήτηση πάνω στα κείμενα, τα παιδιά διαμορφώνουν κοινές αξίες και ιδανικά, με την προοπτική να επιτύχουν έναν ανώτερο σημαντικό και κοινό στόχο (Sergiovanni, 1994), ο οποίος είναι η αντιμετώπιση της δύσκολης συμπεριφοράς. Ωστόσο, για να οδηγηθούν προς τη λύση, πρέπει να οριστεί και να διατυπωθεί το πρόβλημα και να διατυπωθούν, επίσης, πιθανές λύσεις-προτάσεις. Τα κείμενα θα πρέπει να αποσαφηνίζουν από νωρίς το βασικό θέμα στην αφήγηση, να βοηθούν τα παιδιά να κατανοήσουν τι ορίζεται ως βίαιη και επιθετική συμπεριφορά και να περιγράφουν τις βασικές ανάγκες της ψυχικής κατάστασης των βίαιων ηρώων, οι οποίοι είναι: Η ανάγκη να ανήκουν σε μια ομάδα, η ανάγκη να ελέγχουν το περιβάλλον και η ανάγκη να ακούγεται η άποψή τους. Οι περισσότερες από αυτές τις ανάγκες καθοδηγούνται από δύο βασικά συναισθήματα, που οι αναγνώστες θα αναγνωρίσουν στα κείμενα και στις εκδηλώσεις συμπεριφοράς των ηρώων. Πρόκειται για τον θυμό και τη διάθεση για καταστροφή. Τέτοιοι τύποι ηρώων είναι οι παθητικοί, οι επιθετικοί και οι αυτοϋποστηρικτικοί. Από αυτούς, ο συγγραφέας που δίνει τη θετική στάση ζωής αναδεικνύει τον αυτοϋποστηρικτικό τύπο, δηλαδή αυτόν που δεν αφήνει να τον αδικούν οι άλλοι, αλλά δεν αδικεί και ο ίδιος τους άλλους (Παπαδοπούλου-Μανταδάκη, 2009).
Κι εδώ, βέβαια, έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο η πλοκή της ιστορίας, όπου η δράση, οι έντονες συγκινήσεις, η αγωνία και οι απαραίτητες συγκρούσεις θα τραβήξουν το ενδιαφέρον των παιδιών. Μια καλή πλοκή, επίσης, επιτρέπει στα παιδιά να συμμετέχουν στην ιστορία, να βιώσουν την ένταση, να αναγνωρίσουν την κλιμάκωση της ιστορίας, όταν συμβαίνει αυτό, και να ανταποκριθούν σε ένα ικανοποιητικό τέλος. Οι προσδοκίες των παιδιών και το αίσθημα ικανοποίησης που παίρνουν μέσα από τις συγκρούσεις και την έκβασή τους ποικίλει ανάλογα με την ηλικία τους. Τα μικρά παιδιά προτιμούν απλές ιστορίες που περιγράφουν την καθημερινότητα και ιδιαίτερα αυτήν που ανταποκρίνεται στη δική τους, ενώ τα μεγαλύτερα θέλουν να διαβάζουν σύνθετες ιστορίες (Norton, 2006).
Οι έντονες συγκινήσεις σε μια ιστορία προκαλούνται συνήθως όταν οι κεντρικοί ήρωες βιώνουν και ξεπερνούν μια διαμάχη, η οποία αγγίζει τη διαμάχη και τη σύγκρουση που βιώνουν τα παιδιά στη δική τους καθημερινότητα. Αυτό θα συμβεί, όταν οι χαρακτήρες της ιστορίας φαίνεται να είναι βγαλμένοι από τη ζωή και εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Τα παιδιά θα ταυτιστούν με τους ήρωες και τις εμπειρίες τους, θα δώσουν λύσεις, συμμετέχοντας στην αφήγηση, και έτσι θα κατανοήσουν καλύτερα τους εαυτούς τους.

Επίσης, η δραματοποίηση λογοτεχνικών έργων βοηθάει τα παιδιά να διεγείρουν τα συναισθήματά τους και να διασαφηνίσουν διάφορες έννοιες. Έτσι, με το δραματικό παιχνίδι, τα παιδιά ανακαλύπτουν ότι η πλοκή τους παρέχει το πλαίσιο, δηλαδή μια σύγκρουση στην αρχή, μια μέση που μας κατευθύνει προς την κλιμάκωση και ένα τέλος στο οποίο λύνεται η διαμάχη. Με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού, θα συνειδητοποιήσουν ποια είναι η δική τους συμπεριφορά, με την αρχή και τη μέση, ώστε να οδηγηθούν προς το τέλος, και άρα προς τη λύση της δικής τους σύγκρουσης και παραβατικής συμπεριφοράς. Επίσης, είναι θετικό ότι μέσα από συγκεκριμένα παιδικά βιβλία δίνονται εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, λύσεις τις οποίες θα μπορούσε ο εκπαιδευτικός να αξιοποιήσει, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της τάξης του. Αλλά ακόμη κι αν δεν υπάρχουν προβλήματα, η ενασχόληση με τέτοια κείμενα λειτουργεί ως ένα είδος προληπτικής μελέτης του θέματος για μια υγιή σχολική ζωή.

Εξάλλου, η ανάγνωση έχει σχέση με τον εαυτό μας, τον εσώτερο εαυτό μας, με αυτή την ίδια την ταυτότητά μας (Spink, 1989). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Marcel Proust (1983), η ανάγνωση είναι ένα από τα μέσα της αυτοανακάλυψης: «Στην πραγματικότητα, ο αναγνώστης, την ώρα που διαβάζει, είναι ο αναγνώστης του εαυτού του. Δουλειά του συγγραφέα είναι να προμηθεύει στον αναγνώστη ένα είδος οπτικού οργάνου, για να μπορεί να διακρίνει αυτό το οποίο χωρίς το βιβλίο, ποτέ ίσως δεν θα είχε βρει στον εαυτό του».

* Η Έλενα Χ. Στανιού είναι δρ Παιδικής Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, νηπιαγωγός-συγγραφέας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το