Θ Plus

H oπτική του χρόνου – Ανεβαίνοντας στη Δίρφη

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«…ως μη τα γενόμενα… τω χρόνω εξίτηλα γένηται…»
Προοίμιο της «Ιστορίας» του Ηροδότου

Είχα ν’ ανεβώ στην κορυφή της Δίρφης από τον Ιούνιο του ’94. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Μια δεύτερη απόπειρα το ’99 είχε αποτύχει εξαιτίας των θυελλωδών ανέμων. Τάχει αυτά η Δίρφη…
Δε θυμόμουν σχεδόν καθόλου τη δυσκολία μα και την επικινδυνότητα της διαδρομής, κατά την ανάβαση, ενόψει του ότι είχαν μεσολαβήσει είκοσι πέντε χρόνια και εκατοντάδες – από τότε – αναβάσεις στα ελληνικά βουνά. Αναβάσεις σε διαφορετικής ποιότητας και δυσπλασίας μονοπάτια.
Δεν έλαβα συναφώς υπόψη μου τον λόγο του Τίμαιου, κατά τον οποίο «όλα πηγάζουν από τον χρόνο, του οποίου εμείς, αδαείς, εκ λάθους θεωρούμε την υπόσταση αιώνια» (1). Έτσι περιέπεσα στους κατά τον Έλιοτ μνημονικούς εκτροχιασμούς…
Δε θυμόμουνα την πολύ ανηφορική πλατφόρμα του πάτου (2) της Δίρφης. Δε θυμόμουν το κακοτράχαλο της πατωσιάς, ούτε την πετρώδη διαδρομή, αλλά ούτε και τις ριψοκίνδυνες διαβάσεις μερικών από τα περάσματα των βραχωδών τειχίων του βουνού. Δε θυμόμουν καν πώς διολίσθησα και με ποιο βαθμό δυσκολίας εκείνους τους ορθοστάτες πύργους του βουνού. Η μνήμη είχε εξασθενήσει.
*
Μου φάνηκε – τότε – η ανάβαση στην κορυφή της Δίρφης παιχνιδάκι. Αλλά και ευχάριστο διάλειμμα στις ορειβατικές μου επιδόσεις. Διάνυα, τότε, την τέταρτη δεκαετία της ζωής μου…
Τώρα, τρεις φίλοι ζήτησαν τη γνώμη μου για τη Δίρφη. Πέφτοντας στην παγίδα του χρόνου και των μακρινών εντυπώσεων τους εκθείασα το βουνό, την ευχάριστη πορεία και το ξεκούραστο ορειβατικό χρονικό της ανάβασης. Κι έδωσα την εικόνα ενός αλαζονικού σκηνικού ευάλωτης κατάκτησης…
Έκαμα το λάθος να τους ενημερώσω ότι η χρονική διάσταση της ανάβασης δεν ξεπερνάει τη μιάμιση ώρα.
Όμως δεν υπολόγισα τον μπαμπέση χρόνο που μεσολάβησε από το ’94. Ο οποίος διήρπασε τη μνήμη, την πολτοποίησε και μαζί τη συναφή νοσταλγία της, την οποία έντυσε με αλαφρά ενδύματα νιότης, ευελιξίας και χάρης. Όμως την έντυσε και με τις παραποιημένες εντυπώσεις που αφήνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο ο χρόνος και η κατακτημένη εμπειρία ενός γεγονότος.
Το γεγονός της ανάβασης στη Δίρφη εκτοπίστηκε ως μακρινό, εμπειρικό γεγονός που εκτόπισε σιγά σιγά και τις ανωμαλίες του εδάφους, έτσι ώστε σήμερα να έχω κληρονομήσει από τον χρόνο στερεά και βάσιμη την ευχάριστη ανάμνηση μιας εύκολης οδοιπορίας. Λάθος!
*

Η γεωμορφολογία της Δίρφης με το Αιγαίο στο βάθος

Όλα ήρθαν κι έδεσαν με το πρώτο γεγονός της ανάβασης, του ’94. Τι απόμεινε από δαύτο; Ο χαμένος χρόνος (αυτός που έφυγε), ο σπαταλημένος χρόνος (αυτός τον οποίο διάνυσα) και ο ξανακερδισμένος χρόνος (αυτός που θυμόμουνα…). Κάπως έτσι δεν επεξεργάζεται ο συντονισμένος και σύνθετος νους και λόγος του Προυστ, για να θυμηθούμε και τις εμβαθύνσεις των εννοιών του χρόνου, από τον αξεπέραστο εκείνο αναλυτή του χαμένου καιρού;
Ναι! Οι τρεις αυτοί αόριστοι χρόνοι (ο χαμένος, ο σπαταλημένος και ο ξανακερδισμένος) με δυνάστευαν κάμποσα χρόνια. Και με τυραννούν ακόμη. Αλλά τι γίνεται με το αντικείμενο του ορειβατικού χρόνου; Με εξοικειώνουν ή με αποβάλλουν από αυτό;
Φυσικά η ενσωμάτωση των στιγμών του χρόνου στην πραγματικότητα είναι μια θέση – ερμηνεία της ιδέας του ενιαίου Χρόνου.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε την ορειβασία ο χαμένος χρόνος ήρθε και κάθισε ευσπλαχνικά μέσα μου διχοτομώντας τον χρόνο σε κείνο της στιγμής και σε κείνο της ευρείας κατανάλωσης.
*
Aς δούμε όμως τα γεγονότα της μνήμης αυτής μέσα από τα κάτοπτρα και τις αντανακλάσεις του χρόνου.
Ανέβηκα ένα βουνό που εκ πρώτης όψεως φαντάζει πολύ ανηφορικό. Το χαραγμένο μονοπάτι, όπως διακρίνεται από μακριά, ελίσσεται σπειροειδές πάνω στην κόψη (νεύρο) του κεντρικού καταπέλτη. Είναι ολόγυμνο, δίχως θαμνώδη αντερείσματα. Σε πολλά σημεία αποκαλύπτει σάρες και ολισθηρές τομές, οι οποίες δεν έχουν ή δεν φαίνεται να έχουν αντηρίδες ή αγκώνες.
*
Από το Καταφύγιο της Δίρφης, όπου αφήσαμε το αμάξι πήραμε να ντυνόμαστε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ζωηρό ανάγλυφο και στην απότομη κι εντυπωσιακή κόψη του βουνού. Εγώ τους καθησύχαζα.
Εκείνοι δεν είχαν ξανάρθει στη Δίρφη. Την έβλεπαν για πρώτη φορά. Εφησύχαζαν χάρη στις δικές μου διαβεβαιώσεις κι εμπιστεύονταν τη μνήμη μου, καθώς στηρίζονταν στον έωλο χρόνο και στις πληγές που αφήνει «αυτός» περνώντας και φεύγοντας…
Αλλά στηρίζονταν και σε μια υποβόσκουσα (για να μην πω σταθερή ή σίγουρη) εμπιστοσύνη που την κανοναρχούσε ο εμπειρικός μου χρόνος…
Κοιτάξαμε για τελευταία φορά το «βουνό» που σχηματίζονταν στα μάτια μας απάνω στο βουνό. Ένας ακατάλυτος όγκος από πέτρα, βράχια και πλάτες γυμνές και λείες που τις σαρώνει ο άνεμος και η ηλιακή κάτοψη.
Πήραμε το δρομάκι που αρχικά ανηφορίζει μέσα σε δάσος κι έπειτα κατηφορίζει προς το σημείο του αυχένα που ονομάζεται Λειρί, απ’ όπου σηματοδοτείται η έναρξη της απότομης και έντονα ανηφορικής οδοιπορίας.
Ρυθμίσαμε τις αναπνιές, ζυγίσαμε τους ενδοιασμούς, σταυρώσαμε τις ελπίδες και καθορίσαμε τις στάσεις για να επιδοθούμε στο μεγάλο ανηφορικό αγώνισμα, έχοντας ολομπροστά μας το ενσώματο φορτίο του αντίπαλου χρόνου. Πόση ώρα θα χρειαζόμασταν για την κορφή; Θα φτάναμε έγκαιρα και πότε, ή θα μεσολαβούσαν αντιξοότητες, που πάντα πρέπει να υπολογίζουμε;
Τα πρώτα βήματα ήταν βαριά έως δύσκολα. Το σώμα ανυπάκουο κι απείθαρχο στις εντολές των αισθήσεων. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αγριωπό τοπίο, έκρυθμο, λόγω των έντονων ιζημάτων (βυθίσματα και καταπτώσεις) που έχουν δημιουργήσει οι αλλεπάλληλες καθιζήσεις και αναταραχές της ευρασιατικής πλάκας. Μιας πλάκας που έχει επηρεάσει σοβαρά τη γεωμορφολογία της Εύβοιας.
Εδώ στη Δίρφη το φαινόμενο των εξάρσεων και των βυθισμάτων είναι έντονα καρστικό και ορατό διά γυμνού οφθαλμού.
Ανεβαίνουμε! Και μαζί μας ανεβαίνει το θερμόμετρο της ψυχής μαζί με εκείνο της πέτρινης διαπλοκής, που ορθώνεται παλινδρομικά και απότομα.
Παλινωδούμε! Σύμφωνα με την ορθή εκδοχή του ρήματος. Ξαναγυρίζουμε στον δρόμο απ’ όπου ξεκινήσαμε. Δυο βήματα εμπρός ένα πίσω. Και τανάπαλιν. Ο χρόνος σμπαραλιάζεται. Το βουνό παραμένει ίδιο ως προς τις διαστάσεις και τον όγκο του. Δε μικραίνουν οι αποστάσεις.
Η παρτιτούρα της κορυφής γράφεται με τα ίδια ανεξίτηλα βράχια που έχει γραφεί το πρώτο και αρχικό κεφάλαιο του «βουνού».
Πάνω στη μία ώρα η καμπυλωτή ράχη της κορυφής παραμένει αναλλοίωτη, εχθρική και απόμακρη.
Ο αέρας δοκιμάζει τις αντοχές μας. Η σάρα, ο γκρεμός και η ορθοστατική δομή της πλαγιάς δε χαμπαρίζουν από αστείες δοκιμές και πλαναρίσματα. Οφείλουμε ν’ ακολουθούμε τον ρυθμό της πέτρινης βιομάζας και να πιανόμαστε σταθερά σαν από εγκόλπιο θερμής αγκάλης που υφαίνει κάθε γήινο απολειφάδι, για να μη βρεθούμε από τη μια στιγμή στην άλλη μετέωροι ή ξεκρέμαστοι.
Βλέπω τους συντρόφους που υπολείπονται σε ηλικία να σκαρφαλώνουν σαν κολλητάρια ερίφια πάνω στον βράχο, όμοια με κείνες τις αίγες του Στάθη του Μπόζα στη «Γλυκοφιλούσα» του Παπαδιαμάντη…
Στη μιάμιση ώρα οι ορδές των βράχων αλλάζουν σύσταση, δομή κι εμφάνιση. Γίνονται ηπιότερες έχοντας ξεθηλυκώσει τον σφιχτό κόμπο της αερόβιας δυναμικής.
Αλλά σε μερικά σημεία τα βράχια γίνονται βρόγχια, καθώς δεν υπάρχουν σαφή και ασφαλή ερείσματα και πρέπει να ενσωματωθούμε με τον βράχο, να κολλήσουμε απάνω του και ν’ ανελκύσουμε το φορτίο μας για να αναρριχηθούμε στο επόμενο πατάρι του.
Μερικοί νεαροί ορειβάτες από την Αθήνα που ανέβηκαν το πρωί από το φαράγγι της Αγάλης διασχίζουν τώρα την πέτρινη λάκα κι ειν’ έτοιμοι για το κατέβασμα. Μα η κατεβασιά είναι θάνατος για τα γόνατα και τους τένοντες. Ξεφυσούν μια και απαιτείται σκληρότερη προσπάθεια για να σταθεροποιήσουν τον άξονα του κορμιού ύστερα από κάθε πτωτικό βηματισμό.
Αν πατήσεις πάνω σε ξέσπαρτη πέτρα, θα παρασυρθείς μαζί της στα επόμενα πατάρια του βουνού. Πατάρια να τα κάνει ο θεός, γιατί σκαλοπάτια, όπως τα εννοεί ο καθημερινός άνθρωπος εδώ πάνω δεν υπάρχουν…
Είναι προτιμότερο να πατάς πάνω σε σταθερό βραχάκι έστω κι αν είναι μυτερό ή γριφώδες.
*

Η πετρώδης κορυφή της Δίρφης

Στις δυο ώρες από την αρχή της ανάβασης διακρίνω την ομαλή καμπύλωση της κορυφογραμμής, η οποία είναι διάσπαρτη από μυτερά κι εξέχοντα βράχια. Χιονούρες από δω κι από κει χρωματίζουν τις μολυβένιες στικτές καμπύλες της βουνοκορφής. Το βλέμμα ησυχάζει γυροφέρνοντας τα φαινόμενα. Κι είν’ αλήθεια πως τα τελευταία αποσυντονίζονται, καθώς οργιάζει το πέλαγος, θυμώνει ο άνεμος κι αποκαλύπτει ο ουρανός τα γαλάζια του φρονήματα.
Ολόκληρη η μακριά γαϊδούρα της Εύβοιας ξεσαμαρώνεται κι ενδίδει στα τιμαλφή εκμαγεία της πέτρας.
Διασχίζω το πετρώδες και ανώμαλο οροπέδιο για να βρεθώ σε μισή ώρα ακόμη στο λιτό σημαδάκι της κορφής, όπου με περιμένουν οι σύντροφοι που έχουν προηγηθεί.
Σε λίγο θάχω τη χαρά και την άφατη ικανοποίηση ν’ αγκαλιάσω το κυκλικό τσιμεντένιο κολωνάκι που θα με στροβιλίσει στον ορίζοντα της στέψης και της πανοραμικής του εγκυκλοπαίδειας.
Μιας κοσμικής εγκυκλοπαίδειας, φορτωμένης από τα καλούδια του Αιγαίου, του Ευβοϊκού, των Σποραδόνησων, με τη Σκύρο σε πρώτη φάση, του Παρνασσού, της Χαλκίδας και κάμποσο νότια, της θολής κι αγνώριστης Ανδρειώτικης ράχης, πέρα από την Όχη και τον Καφηρέα…
Ο χρόνος σμπαραλιάστηκε, όπως και οι δυνάμεις μας. Ολωνών! Γέρνουμε στις αφάνες των θάμνων που στρώνουν για την ώρα το μαλακότερο κρεβάτι του κόσμου για ν’ αφεθούμε να μας υπνώσει το κατασταλτικό χάπι των ονείρων, μακριά από τους εφιάλτες του κυβερνοχώρου, της μιζέριας και όλων συλλήβδην των ματαιοτήτων, της ισόπεδης κι ασήκωτης ζωής που βλέπουμε από δω πάνω να σέρνεται με ξυλοπόδαρα της ανάγκης…
Η ώρα αμνηστεύει τον χρόνο, το δυναμόμετρο της ψυχής δείχνει απέραντη ευλυγισία, ενώ η αστέρευτη χαρά του υψομέτρου μας μεθάει πάνω και πέρα από τους φτιαχτούς παράδεισους του ισόγειου κόσμου πηγαίνοντάς μας σύσσωμους ίσαμε το αγαθό της ολιστικής ευδαιμονίας…
Κι όλα αυτά στη Δίρφη – και μόνο στα 1.743 μέτρα της…

(1) «ταύτα δε πάντα μέρη του χρόνου… ά δη φέροντες λανθάνομεν εις την αϊδιον ουσίαν», Πλάτωνα Τίμαιος, 37e-38c.
(2) Πάτος (από όπου και η λέξη μονοπάτι) ίσον ατραπός, δρομάκι.

12-5-2019

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το