Άρθρα

H απήχηση του Β. Ουγκώ (1802 – 1885) στην Ελλάδα

Της Μαρίας Φλετορίδου,
Δρ. Γαλλικής Φιλολογίας

Στις 22 Μαΐου 2021 συμπληρώθηκαν 136 χρόνια από τον θάνατο του μυθιστοριογράφου, ποιητή και δραματουργού Βίκτορα Ουγκώ. Είναι ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού. Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά, καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στον γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο, αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Την τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού Έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία, όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα): «Je ne sais plus mon nom, je m’appelle Patrie!» (Δεν γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Προπάντων, όμως, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.

Στην Ελλάδα το όνομα Ουγκώ εμφανίζεται στη δεκαετία του 1840 μέσα από τις εφημερίδες, αλλά και μεταφράσεις ποιημάτων του το 1842 από τον Νικόλαο Αλ. Σούτσο (1798-1871) από τα «Τα τραγούδια του Δειλινού» (Les Chants du crépuscule) κι από την ποιητική συλλογή «Φύλλα του Φθινοπώρου» (Feuilles d’ Automne). Ακόμα, ο ποιητής και πεζογράφος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892) περιλαμβάνει στη «Γαλλική Εγκυκλοπαίδειά» του αποσπάσματα έργων του Ουγκώ. Από το 1945 ο Ουγκώ συμμετέχει στα πολιτικά ζητήματα κι έτσι παρουσιάζει μια πολιτική θέση που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη, αφού γίνεται ευρέως γνωστός ως ένα άτομο που παλεύει για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση των λαών.
Ο συγγραφέας αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα υπήρξε από τους πλέον όψιμους Ευρωπαίους διανοούμενους με φιλελληνική στάση. Παρότι, όμως, εισέρχεται αργά στον κύκλο των φιλελλήνων παραμένει ο συνεπέστερος των υποστηρικτών του νεότευκτου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες του ποιητικές αναφορές σχετικά με τον αγώνα των Ελλήνων εμφανίζονται το 1826 με τη δημοσίευση στον γαλλικό Τύπο του ποιήματος Τα Κεφάλια του Σαραγιού (Les Τêtes du serail), εμπνευσμένου από την Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου εμφανίζονται μεταξύ των 6.000 κεφαλιών, που είχαν σταλεί στο σαράι να συνομιλούν για την τύχη του αγώνα τα τρία κεφάλια του Μάρκου Μπότσαρη, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και του Κωνσταντίνου Κανάρη. Το 1827 συνθέτει τα ποιήματα Ναβαρίνο (Navarin), Ενθουσιασμός (Enthousiasme) και την επόμενη χρονιά τα Κανάρης (Canaris), Λαζάρα (Lazzara), καθώς και το περίφημο Ελληνόπουλο (L’enfant). Όλα τα παραπάνω περιελήφθησαν στη συλλογή Τα Ανατολίτικα «Les Orientales».
Στα 1829 ο κορυφαίος των Ελλήνων διαφωτιστών Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) δηλώνει την αντίθεσή του προς το ρομαντικό κίνημα, του οποίου αρχηγέτης είναι ο Ουγκώ. Παρά ταύτα στην Αθήνα τα μέλη του λογοτεχνικού ρεύματος της Αθηναϊκής Σχολής στρέφονται προς τον ρομαντισμό. Κατά τη δεκαετία του 1850 πραγματοποιούνται αρκετές μεταφράσεις θεατρικών έργων του στην ελληνική αρχής γενομένης με το Άγγελος, τύραννος της Παδούης (Angelo, tyran de Padoue) και μέσω αυτών καθίσταται γνωστός στο ελληνικό κοινό, κυρίως ως δραματικός συγγραφέας.

Η πρώτη παρουσίαση του έργου του στην Ελλάδα έγινε από το περιοδικό «Ευτέρπη» το 1852. Δέκα χρόνια μετά το φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα» δημοσίευσε πολυσέλιδη μελέτη για τον Ουγκώ. Η μετάφραση των «Άθλιων» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ημέρα της Τεργέστης» σε συνέχειες αλλά και σε αυτόνομη δημοσίευση. Στα 1862 παρουσιάζεται η μετάφραση των Αθλίων και της Λουκρητίας Βοργίας από τον Ιωάννη Ισιδωρίδη – Σκυλίσση (1819-1890). Το πρώτο κατενθουσίασε τους Έλληνες αναγνώστες.
Το ενδιαφέρον του Ουγκώ για την ελεύθερη πλέον Ελλάδα φάνηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το κρητικό ζήτημα. Το διάστημα της Κρητικής Επανάστασης του 1866 – 1869 δημοσιεύει τρεις επιστολές υπέρ των Κρητών στον ευρωπαϊκό τύπο τον Δεκέμβριο του 1866, το Φεβρουάριο του 1867 και τον Φεβρουάριο του 1869, παρά το γενικότερο αρνητικό για τα ελληνικά ζητήματα κλίμα της εποχής. Εκτός της συμπαράστασης προς τους Κρήτες έδειξε ενδιαφέρον και για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα κατηγορώντας τον Λόρδο Έλγιν γι’ αυτή την πράξη, βάσει της αντίληψής του ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα κανενός άλλου.
Από το 1866 παρουσιάζονται σε μετάφραση «Οι Εργάτες της θάλασσας», «Η Παναγιά των Παρισίων», «Ο Άνθρωπος που γελά», «Απομνημονεύματα» και «Η τελευταία ημέρα ενός καταδίκου», ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον της θανατικής ποινής. Στα 1884 αποσπάσματα από ποιητικά του έργα αποτελούν μέρος του προγράμματος για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική εκπαίδευση. Έντονη υπήρξε – όχι όμως πάντα ολοφάνερη – η επίδραση του έργου και της σκέψης του, φιλοσοφικής ή πολιτικής, σε πολλούς Έλληνες λόγιους και πολιτικούς. Μέχρι και πολιτικός σύλλογος ονομάστηκε «Βίκτωρ Ουγκώ». Ο Δήμος Αθηναίων, ως ένδειξη θαυμασμού, έδωσε το όνομά του σε κεντρική οδό της πρωτεύουσας.

Ο θάνατός του στις 22 Μαΐου 1885, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και στο σύνολό του σχεδόν ο ελληνικός Τύπος κάλυψε το γεγονός της απώλειας του φιλέλληνα συγγραφέα. Μάλιστα πραγματοποιήθηκαν τελετές, προκειμένου να τιμηθεί ο μεγάλος εκλιπών αντίστοιχες με αυτές, που έλαβαν χώρα στη Γαλλία. Ως ένδειξη πένθους πολλά καταστήματα της Αθήνας ήταν κλειστά την ημέρα της κηδείας του, ενώ τα βιβλιοπωλεία πουλούσαν βιβλία και φωτογραφίες του. Στην κηδεία του παρευρέθη η ελληνική κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τον πρεσβευτή Νικόλαο Μαυροκορδάτο. Έλληνες φοιτητές από το Βουκουρέστι και όλη τη Γαλλία συσσωρεύτηκαν γύρω από τον ποιητή με ένα μεγάλο στεφάνι με γαλάζιες κορδέλες. Εκεί βρισκόταν και ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), που με βαθιά συγκίνηση και ταπεινότητα τον αποχαιρέτησε, όπως διαβάζουμε στο έργο του Το Ταξίδι μου. Ο τελευταίος ήταν γαμπρός του ελληνολάτρη επίσης συγγραφέα και δημιουργού του ποιήματος «Ακρόπολις» Ερνέστ Ρενάν (1823-1892).
Ο ελληνικός Τύπος δημοσίευσε άπειρα αφιερώματα για τη ζωή του. Εκδόθηκε παράλληλα εβδομαδιαία ελληνογαλλική εφημερίδα με τον τίτλο «Βίκτωρ Ουγκώ». Μέχρι και παγωτά με το όνομα «Βίκτωρ Ουγκώ» επωλούντο. Μετά τον θάνατό του το ελληνικό κοινό θα γνωρίσει σε μετάφραση τα ποιήματα, στα οποία ο Ουγκώ δόξασε την Ελλάδα της αρχαίας Εποχής, του Αγώνα του 1821 κυρίως μέσα από την πένα του Κωστή Παλαμά (1859-1943). Ο μεγάλος μας ποιητής και οξύς κριτικός αφιέρωσε πολλές σελίδες μελετών και μεταφράσεων ποιητικών ή πεζών του Γάλλου συγγραφέα τον οποίο αγαπούσε και θαύμαζε, ώστε να δηλώσει απερίφραστα «Είμαι ουγκολάτρης». Η ελληνόφωνη εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης απέδωσε φόρο τιμής στον θανόντα στο φύλλο της 13ης Ιουνίου 1885.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα οι μεταφράσεις θα συνεχιστούν, όπως και οι παρουσιάσεις των έργων του. Το 1913 παρουσιάστηκε στα ελληνικά η ταινία «Οι Άθλιοι» και το όνομα Γιάννης Αγιάννης αποτέλεσε τίτλος αστυνομικού ρεπορτάζ. Σταθμός των ουγκικών σπουδών στην Ελλάδα στάθηκε η ομιλία του καθηγητή Ροζέ Μιλλιέξ (1913-2006) στην Γαλλική Ακαδημία Αθηνών στα πλαίσια του εορτασμού των 150 χρόνων από τη γέννησή του, αλλά και το αφιέρωμα του περιοδικού Εστία το 1952. Στα θέατρα «Η Παναγιά των Παρισίων» παρουσιάστηκε σε μιούζικαλ από το θίασο Καρέζη-Καζάκου το 1979 και στο Θέατρο Καλουτά «Οι Άθλιοι» το 1995.
Χωρίς αμφιβολία ο ελληνολάτρης Ουγκώ αποτέλεσε ένα πρόσωπο αξιομνημόνευτο που τυπώθηκε στη μνήμη των Ελλήνων ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του φιλελληνισμού. Στα μάτια των Ελλήνων ήταν κι ένας ενθουσιώδης πολιτικός. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας ένθερμος υποστηρικτής του ελληνικού αγώνα, ένας αγωνιστής υπέρ των αδυνάτων και καταπιεσμένων, ένας οραματιστής μιας ενωμένης Ευρώπης, ένας αμείλικτος επικριτής των δικτατορικών καθεστώτων, πολέμιος εναντίον κάθε είδους φανατισμού και ρατσισμού. Ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκώ ήταν ένας «Στρατιώτης της ελευθερίας».

Απόσπασμα του ποιήματος το Ελληνόπουλο (L’enfant) που μεταφράστηκε από τον ποιητή Κωστή Παλαμά το 1885:
L’ ENFANT – TO EΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα
Η Χίο, τ’ ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά,
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στον χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μες στα νερά
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες στην αφάνταστη φθορά.
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες! Τ’ άνθος, τον καρπό; θες το πουλί;
– Διαβάτη μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι
Βόλια, μπαρούτη θέλω, να!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το