Άρθρα

Γυναικοκτονία, το απώτατο άκρο της έμφυλης βίας

Του Γ. Καπουρνιώτη

Στην ταινία του Michael Apted «Enough» – βασισμένη στο βιβλίο «Black and Blue» της Anna Quindlen – η Slim (Jennifer Lopez), αποφασίζει να εγκαταλείψει μαζί με την κόρη της τον καταπιεστικό και βίαιο σύζυγό της. Ο κινηματογραφικός φακός – ακόμα και στο Χόλιγουντ που έχει κατηγορηθεί για πατριαρχικές αντιλήψεις – πολλές φορές προσπάθησε να αποτυπώσει την έμφυλη βία, κάποιες φορές με σκοπό απλά να τρομάξει ή κάποιες φορές να ρίξει φως στην κοινωνική αδιαφορία για ένα ζήτημα που δυστυχώς έχει γίνει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η βία κατά των γυναικών έχει γίνει δυστυχώς μέρος του πολιτισμικού μας κεκτημένου κι όχι μόνον του εγκληματικού γίγνεσθαι. Στη χώρα μας, τελευταία, λόγω της εμφάνισης αλλεπάλληλων ανθρωποκτονιών κατά γυναικών, με βίαιο και ειδεχθή τρόπο, χρησιμοποιείται κατά κόρον στον δημόσιο λόγο ο όρος «γυναικοκτονία», προφανώς για να τονιστεί η ραγδαία αύξηση της έμφυλης βίας. Αυτό, όμως, που διαφοροποιεί τη γυναικοκτονία από την ανθρωποκτονία είναι η ύπαρξη του έμφυλου γνωρίσματος (επιβλαβή πράξη, κατά της αξιοπρέπειας και της ακεραιότητας) που οδηγεί στη γυναικοκτονία.

Κατά το έτος 2021, στην Ελλάδα, δολοφονήθηκαν 17 γυναίκες από τον – πρώην ή νυν – σύντροφό τους και 12 μέσα στους 7 πρώτους μήνες του 2022. Και το φετινό καλοκαίρι δεν διέφερε σε τίποτα από το περσινό, ως προς τη συχνότητα και τη βιαιότητα των γυναικοκτονιών, καθώς επίσης και τον παραλογισμό που συνόδευαν τις επιμέρους λεπτομέρειες της κάθε νέας υπόθεσης που έρχονταν στην επιφάνεια της δημόσιας σφαίρας. Μάλιστα μέσα σε ένα μόνο 48ωρο, στις αρχές Αυγούστου, σημειώθηκαν τρεις γυναικοκτονίες σε Ρέθυμνο, Ζάκυνθο και Αθήνα σαν ένα τετελεσμένο δράμα με στοιχεία μιμητισμού ή τουλάχιστον παρόμοιας ψυχοπαθολογίας από πλευράς δράστη.
Παρά τις παρεμβάσεις της Πολιτείας με τις πολυάριθμες ανά τη χώρα εκδηλώσεις για την ευαισθητοποίηση των πολιτών επί του θέματος, παρά τις ημερίδες ενδυνάμωσης και στήριξης των θυμάτων, παρά τη δημιουργία τηλεφωνικών γραμμών, παρά τους ξενώνες φιλοξενίας για γυναίκες που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν – συχνά με το παιδί τους – το σπίτι όπου συστηματικά κακοποιούνται, παρά τα γραφεία ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛ.ΑΣ., παρά τη δημιουργία εργαλείων προστασίας, όπως το «panic button», το αποτέλεσμα, είναι το ίδιο: Οι γυναίκες στην Ελλάδα παραμένουν απροστάτευτες.

Όσο για τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε νέα υπόθεση, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές το θύμα είχε προλάβει να εκφράσει στον δράστη την επιθυμία να χωρίσει ή να πάρει διαζύγιο. Αλλά και ο κοινός επίλογος της πλειονότητας των γυναικοκτονιών, όταν ο υπερτροφικός εγωισμός του ανδρός, μην αντέχοντας την πληροφορία της απόρριψης, οπλίζει τελικά το χέρι του δράστη εναντίον της συντρόφου του – με το γνωστό ιδιοκτησιακό σκεπτικό: «Αφού δεν είναι δική μου, δεν θα την έχει κανείς άλλος». Επίσης ένα στοιχείο επιπλέον, που έπεται της δολοφονίας είναι συνήθως, μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του δράστη, που την τελευταία στιγμή αποτρέπεται, ως εκ θαύματος, από το τεράστιο εγώ του, το οποίο επανέρχεται για την τελική πράξη ως σωσίβιο επίδοξου αυτόχειρα – γυναικοκτόνου.
Η διάπραξη μιας γυναικοκτονίας είναι τόσο διάχυτη στην καθημερινότητα που, όταν κάποιος αποπειραθεί να φτάσει στη ρίζα του κακού για να το διορθώσει, ξεκινώντας από κάπου, συνήθως ανακαλύπτει ότι πρέπει να διαπεράσει τόσα επίπεδα κοινωνικής επίστρωσης με χιλιάδες στερεότυπα και λανθασμένες προσλήψεις της πραγματικότητας, που η προσπάθεια μοιάζει στο τέλος μάταιη. Κι εφόσον η ισόβια κάθειρξη, που είναι η ανώτατη τιμωρία στο υπάρχον δικαιικό σύστημα, η οποία θα μπορούσε, θεωρητικά, να αποτρέψει έναν «εν δυνάμει» γυναικοκτόνο από τη διάπραξη του εγκλήματος, δεν δείχνει να έχει καμία ισχύ στον παρόντα χρόνο, δεν μένουν δυστυχώς πολλά στα οποία να μπορεί να ελπίζει κανείς, τουλάχιστον με την τωρινή σύνθεση του πληθυσμού, που έχει γαλουχηθεί με αξίες βαθιά πατριαρχικές. Τίποτα, ίσως, πέρα από το ένστικτο επιβίωσης που υπάρχει βαθιά μέσα στον πυρήνα του κάθε ατόμου και είναι το μόνο ικανό να σώσει την επόμενη γυναίκα από τον επερχόμενο κίνδυνο, που τις περισσότερες φορές αφορά εχθρό εντός των πυλών, ο οποίος συνήθως κοιμάται σε απόσταση αναπνοής από το υποψήφιο θύμα του.

Η μόνη σωτηρία είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα μεγαλώνει στο εξής διαφορετικά τις νέες γενιές αγοριών και κοριτσιών, διδάσκοντάς τους να είναι πάνω από όλα άνθρωποι και, φυσικά, η δύναμη που έχουν οι πολίτες στα χέρια τους, η ψήφος, μέσω της οποίας μπορούν να δώσουν εξουσία σε όποιον/α πείσει ότι είναι σε θέση να ενεργοποιήσει (χθες) ένα ολοκληρωμένο δίκτυο προστασίας για τα θύματα και τα ανήλικα παιδιά τους και να καταφέρει το ακατόρθωτο: να ξεκολλήσει τον Τιτανικό από το παγόβουνο και μαζί του τα άρρωστα μυαλά που μπερδεύουν την αγάπη με τη βία και την οικογένεια με το χώρο άσκησης της πιο ανίερης μορφής εξουσίας.
Παραμπιμπόντως, τα ΜΜΕ με τη σειρά τους, να υλοποιούν μια σειρά από δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με το φαινόμενο της έμφυλης βίας και η δημοσιοποίησή της να γίνεται με σεβασμό και ήθος σε αυτούς που μένουν πίσω, χωρίς λεπτομέρειες και περιγραφές ατελείωτες, με τις οποίες σύμφωνα με τους ειδικούς, αφενός γίνονται «ήρωες» εμμέσως οι δράστες, μειώνονται οι γυναίκες ως προσωπικότητες (αδύναμο φύλο) και το χειρότερο συμβάλλουν στην εκμάθηση εγκληματικών συμπεριφορών γιατί, σύμφωνα με εγκληματολόγους, ψυχολόγους, οι εγκληματικές συμπεριφορές μπορούν να «διδαχθούν».
Εν κατακλείδι, οι γυναικοκτονίες αυξάνονται και είναι η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω βρίσκονται χιλιάδες ιστορίες καθημερινής κακοποίησης, σωματικής και λεκτικής. Ιστορίες ελέγχου, αυταρχισμού, χειριστικότητας, απειλών και αποκλεισμών. Καθημερινά… Όσο δεν κάνουμε κάτι για τις μικρές ιστορίες της γειτονιάς και του χωριού τόσο θα σκάνε μπροστά στα μάτια μας, σαν ματωμένα βεγγαλικά, οι μεγάλες ιστορίες των γυναικών που δολοφονούνται από βίαιους συντρόφους και συγγενείς. Και εμείς θα κοιτάμε έκπληκτοι και απλά θα μετράμε…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το