Τοπικά

Γρηγόρης Γαλάτης ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου- Αδελφός του δημοτικού συμβούλου

Καθήκοντα νέου καλλιτεχνικού Διευθυντή, του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Βόλου, της Διεύθυνσης Πολιτισμού του Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δήμου Βόλου, αναλαμβάνει, από την Μεγάλη Τετάρτη 12 Απριλίου , ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γρηγόρης Γαλάτης.  Στην επιτροπή αξιολόγησης συμμετείχε ο Νίκος Χατζόπουλος, ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και συνεργάτης του Εθνικού Θεάτρου και ο  Βασίλης Καραμπούλας, ηθοποιός.

Τέλος στην επιτροπή συμμετείχε η Χρύσα Δραντάκη, κοινωνιολόγος Τέχνης και Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Πολιτισμού του Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δήμου Βόλου. Στην επιτροπή κατατέθηκαν και αξιολογήθηκαν από τα μέλη της επιτροπής συνολικά τέσσερις προτάσεις υποψηφίων. Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΔΗΠΕΘΕ:  Η απόφαση επιλογής του νέου καλλιτεχνικού Διευθυντή προέκυψε λαμβάνοντας υπόψη τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων, τις θεατρικές συμμετοχές και την καλλιτεχνική πορεία τους, αλλά και την πρόταση τους, σε σχέση με την πρωτοτυπία και τον καινοτόμο χαρακτήρα της, την εμπεριστατωμένη παρουσίαση της και τη δυνατότητα υλοποίησης της στο πλαίσιο του ετήσιου προϋπολογισμού του Οργανισμού. Αξιολογήθηκε επίσης το όραμα των υποψηφίων για τη λειτουργία του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. υπό την καλλιτεχνική τους Διεύθυνση και ο τρόπος που αυτό προωθείται μέσω της πρότασης τους.
Ο νέος καλλιτεχνικός Διευθυντής Γρηγόρης Γαλάτης γεννήθηκε στο Βόλο. ίναι αριστούχος απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Σπούδασε επίσης Φωτογραφία στα ΤΕΙ Αθήνας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας μιμικής “ΑΙΩΡΙΑ”. Έχει πάρει μέρος σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, επίσης σε παραστάσεις κεντρικών και περιφερειακών σκηνών, καθώς και του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Συνεργάστηκε με πολλούς αξιόλογους σκηνοθέτες όπως μεταξύ άλλων με τους Δ. Χρονόπουλο, Κ. Μπάκα, Γ. Μιχαηλίδη, N. Milivojevic, Θ. Μουμουλίδη, Θ. Μοσχόπουλο, Δ. Αβδελιώδη, Δ. Λιγνάδη, Γ. Κακλέα, Μ. Λυμπεροπούλου, Τ. Τζαμαργιά, Α. Καλογρίδη, Δ. Παπαδόπουλο, Γ. Καλαβριανό, κ.ά. Έχει πάρει μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, μεταγλωττίσεις σειρών και κινηματογραφικών ταινιών. Τον τελευταίο χρόνο συνεργάστηκε με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δήμου Βόλου σε τρεις παραγωγές, μία εκ των οποίων και σκηνοθέτησε (Δάφνες και Πικροδάφνες). Από το 1995 ασχολείται με το Tai chi και το Qigong.
Ο ίδιος επισημαίνει στην πρόταση που κατέθεσε μεταξύ άλλων, «η ευθύνη των ανθρώπων που τους αναλογεί έστω κι ένα μικρό ποσοστό εξουσίας είναι πολύ μεγάλη. “Γνήσιος σκοταδισμός δεν είναι να εμποδίζεις ν’ απλωθεί το αληθινό, το ξεκάθαρο, το χρήσιμο, αλλά να θέτεις σε κυκλοφορία το κίβδηλο”, λένε τα σοφά λόγια του Γκαίτε. Θεωρώ χρέος των δημιουργών και της καλλιτεχνικής διαδικασίας την ανίχνευση του “κίβδηλου” και την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων προς μία θετικότερη αντίληψη και συμπεριφορά. Η τέχνη ενδυναμώνει την εσωτερική μας ζωή. Και όπως έλεγε ο Καμύ, “μεγαλώνει το ποσοστό ελευθερίας κι ευθύνης που υπάρχει στον άνθρωπο”, ενώ παράλληλα “ξεπλένει απ’ την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας” (Πικάσο).
Το θέατρο πρέπει να βιώνεται και ως πρόκληση προς το ναρκισσισμό μας. Έτσι καταφέρνουμε και αναπτύσσουμε το προσωπικό μας ύφος, χωρίς να προδίδουμε τις εκφραστικές μας δυνατότητες. Έτσι γίνεται εφικτή η ωρίμανση και η αποδοχή του άλλου και της διαφορετικότητας. Τότε και μόνο τότε λειτουργεί το πιο επαναστατικό μέρος της θεατρικής διαδικασίας, η βαθιά επικοινωνία επί σκηνής, η οποία είναι συνυφασμένη με τη μείωση του εγωισμού και της προσπάθειας επίδειξης. “Όταν λείπει η προσπάθεια για καλλωπισμό, τότε παίρνει τη θέση της ένα άλλο κριτήριο: η ανάγκη να βρεθεί η αληθινή εσωτερική ηχώ” (Πήτερ Μπρουκ). Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έρχεται η ουσιαστική επαφή με το κοινό και η θετική επιρροή του.
Για να επιβιώσουμε, να εξελιχτούμε και ν’ ανθίσουμε, πρέπει να ξεφύγουμε από την ανακύκλωση ενός κλειστού συστήματος, τις αγκυλώσεις, τα κλισέ και ν’ ανοίξουμε προς το διαφορετικό, το μη αναμενόμενο, το απρόβλεπτο, το ζωτικό, μέσα από έρευνα, εμβάθυνση, στοχασμό και Συνεργασία.
Σ’ αυτή την εποχή της “Πασαρέλας”, τόσο στη ζωή όσο και στη τέχνη, ονειρεύομαι στην πόλη μας ένα θέατρο ανήσυχο, ενημερωμένο, που οφείλει να ψυχαγωγεί, να προβληματίζει, να ενοχλεί, ακόμη και να γίνεται επικίνδυνο. Που οφείλει να διαλογίζεται πάνω στα όρια των πραγμάτων , αλλά και στα δικά του όρια. Ονειρεύομαι ένα θέατρο που υπηρετεί και υπηρετείται από τη μαγεία των ζωντανών σωμάτων και των αληθινών συναισθημάτων. Ονειρεύομαι ένα Θέατρο στην πόλη μας, του οποίου οι παραγωγές θα αποτελούν ένα σημαντικό πολιτιστικό γεγονός εθνικού βεληνεκούς. Ονειρεύομαι ένα Θέατρο Συνεργασίας, γιατί ο πλούτος των σχέσεών μας είναι η μόνη μας προίκα».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το