Πολιτισμός

Γρηγόρης Αζαριάδης – Διαβάζουμε για να ξεφύγουμε από τη σκληρή πραγματικότητα…

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα καταγράφοντας καταστάσεις, περιγράφοντας εγκλήματα ψυχής και ζωής, θέτοντας παράλληλα κοινωνικά ερωτήματα που αναδεικνύουν ταυτόχρονα σύγχρονα θέματα. Ο Γρηγόρης Αζαριάδης ως συντονιστής της δεύτερης εκδήλωσης για την αστυνομική λογοτεχνία που αφορά στη μεταφρασμένη λογοτεχνία και θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου, στις 7.30 μ.μ., στο προαύλιο του κτιρίου Σπίρερ, μιλά για βιβλία και συγγραφείς, για τη δική προσέγγιση του ιδιαίτερου αυτού είδους γραφής που τόσο αγαπά και τιμά με την ανάδειξη της δικής του γραφής. Σε μια εκδήλωση που θα συμμετέχουν οι Ανδρέας Αποστολίδης, Αγγελική Βασιλάκου και Ασπασία Καμπύλη. 

 

Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι είδος, κατηγορία, ενότητα της λογοτεχνίας ή ένα ξεχωριστό είδος γραφής που δημιουργεί ένα ξεχωριστό συγγραφικό πλαίσιο;

Αρκετοί συγγραφείς θα ψήφιζαν υπέρ της πρώτης επιλογής. Άλλοι υπέρ της δεύτερης. Τελικά, το αστυνομικό μυθιστόρημα πιστεύω ότι είναι ένα είδος της λογοτεχνίας, αλλά ταυτόχρονα διαχωρίζεται, αποκλίνει και προσανατολίζεται σε ένα διαφορετικό, εντελώς ιδιαίτερο συγγραφικό ύφος. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο στόχος των ποιοτικών σύγχρονων αστυνομικών συγγραφέων είναι η μεγαλύτερη δυνατή σύγκλιση του αστυνομικού μυθιστορήματος με αυτό που αποκαλούμε κλασική λογοτεχνία. Πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω του συγγραφικού ύφους και της ικανότητάς τους. 

 

Οι διάφορες σχολές γραφής αστυνομικής λογοτεχνίας σηματοδοτούν διαφορετικότητα σε ύφος γραφής και πλοκής, αντίληψης και διαχείρισης ηρώων; Εν ολίγοις υπάρχει φιλοσοφία σε κάθε «σχολή»;

Σαφώς και υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά και σχολές στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα χαρακτηριστικά μπορεί να συμπεριλάβουν ύφος γραφής, πλοκή, χαρακτήρες ηρώων και σίγουρα αυτό που αποκαλούμε «κοινωνικό σχόλιο», δηλαδή μια διευρυμένη κριτική ματιά στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Επιπλέον, υπάρχει η αναφορά σε χαμηλούς ή και υψηλότερους τόνους στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Για παράδειγμα το μεσογειακό νουάρ ή προηγουμένως το neopolar ενσωματώνουν αυτό το πολιτικοκοινωνικό σχόλιο, αντίστοιχα από την πλευρά του σοσιαλισμού ή την πλευρά του αντιεξουσιαστικού κινήματος του Γαλλικού Μάη.

 

Πότε και πώς αντιληφθήκατε ότι θέλετε και μπορείτε να γράφετε και όσα γράφετε να εκδίδονται και κυρίως να διαβάζονται;

Αντιλήφθηκα ότι θέλω να γράφω αστυνομικές ιστορίες στα 14 μου. Τότε άρχισα να γράφω στο τετράδιο των αρχαίων ελληνικών και να κυκλοφορώ τις ιστορίες στον μικρό κύκλο των συμμαθητών μου. Η επόμενη φορά ήταν στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, από το 1977 μέχρι το 1979, όταν και έγραψα τους «Παλιούς λογαριασμούς», μυθιστόρημα που «τάφηκε» στο συρτάρι μου μέχρι να το ανασύρει ως τυμβωρύχος ο αείμνηστος Σάμης Γαβριηλίδης και να το εκδώσει 35 χρόνια αργότερα, το 2012. Ευτυχώς ή δυστυχώς η μόνη μου επιθυμία ήταν και συνεχίζει να είναι να γράφω, να βγάλω αυτά που έχω μέσα μου, χωρίς να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η έκδοση και η ανάγνωσή τους. Όσο κι αν κάποιες φορές οι συζητήσεις με αναγνώστες των βιβλίων μου δημιουργούν μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά.

 

Τι αντιπροσωπεύει για εσάς η σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία και τι η ξενόγλωσση;

Μου αφήνουν σχεδόν την ίδια αίσθηση. Μια διαφορά είναι ότι ανάμεσα στους ξένους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων διαβάζεις κάποιους κλασικούς του είδους, αλλά και σύγχρονους που διακρίνονται για την υψηλή ποιότητά τους και, προσωπικά για μένα, για την ενόραση, την ευαισθησία, αλλά και τη σκληρότητα του κοινωνικού σχολίου. Μια άλλη διαφορά είναι ότι διαβάζοντας ξένους συγγραφείς, έχω τη δυνατότητα να γνωρίσω καλύτερα και να νιώσω εξοικειωμένος με την κουλτούρα και την καθημερινότητα ξένων χωρών, να έρθω πρακτικά πιο κοντά στον τρόπο που ζουν και σκέφτονται στις συγκεκριμένες χώρες και να προσπαθήσω να ταυτιστώ με τα βιώματα και τα προβλήματά τους. Πράγμα βέβαια που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τη δική μας αστυνομική λογοτεχνία. Η οποία, ειλικρινά, δεν έχει να ζηλέψει σχεδόν τίποτε από τον μέσο όρο της αντίστοιχης ξένης. Προσέξτε… Τον μέσο όρο. Μη σκεφτεί κανείς ότι μιλάω για Τσάντλερ, Μανσέττ, Ελλρόυ, Νταλ ή Μανκέλ… Κι αν ενσωματώσει αυτό που χαρακτηρίζω «ευρύτερο κοινωνικό σχόλιο» στα μυθιστορήματά της, θα ανέβει σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο.

 

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που για εσάς λειτούργησε σαν φάρος και οδηγός για να ακολουθήσετε τον δρόμο της συγγραφής; 

Πάντα υπάρχουν συγγραφείς που σε έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό. Δεν ξέρω αν μπορώ να χρησιμοποιήσω όρους όπως «οδηγός» ή «φάρος», αλλά σίγουρα έχουν αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα μέσα στην καρδιά και στον εγκέφαλό σου. Τέτοιους θεωρώ τον Ραίυμοντ Τσάντλερ, τον Ζαν Πατρίκ Μανσέττ και το ζεύγος των Σουηδών πρωτοπόρων της μεγάλης σκανδιναβικής σχολής Σγιεβάλ και Βαλέε.

 

Εάν ένας νέος ή νέα σας πει ότι θέλει να ασχοληθεί με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων τι θα του /της λέγατε; 

Να το ξανασκεφτεί καλύτερα! Αυτό που θα τον συμβούλευα είναι να διαβάσει όσο περισσότερα έργα κλασικής λογοτεχνίας μπορεί. Από Ντοστογιέφκσι και Φώκνερ μέχρι Κάφκα, Καμύ και Όργουελ. Και μετά, αστυνομικά μυθιστορήματα. Από Χάμμετ και Τσάντλερ, μέχρι Μανσέττ, Σγιεβάλ-Βαλέε και Νταλ και Μανκέλ. Ακόμη των ελληνικών ιερών τεράτων Μαρή και Μάρκαρη, αλλά και Κορίνη. Η ανάγνωση παρόμοιων έργων εμπλουτίζει τις εμπειρίες των φιλόδοξων νέων συγγραφέων, τους φέρνει κοντά σε πολλούς και ποικίλους τρόπους και ύφη γραφής και τελικά διευρύνει τους συγγραφικούς ορίζοντές τους. Αν συνδυάσουν τις προσωπικές βιωματικές εμπειρίες, που αυξάνονται και πληθύνονται προϊόντος του χρόνου και προσθέσουν την ενασχόληση και το ενδιαφέρον για τις κοινωνικά θέματα της σύγχρονης εποχής, έχουν τα συστατικά για μια επιτυχημένη συνταγή δυνατού γραψίματος.

 

Ποιο βιβλίο καθόρισε την πορεία σας ως αναγνώστης και ποιο ως συγγραφέα;

Δύσκολος ο διαχωρισμός… Θα επιλέξω ως αναγνώστης τον «Μεγάλο αποχαιρετισμό» του Τσάντλερ και οπωσδήποτε την «Πρηνή θέση του σκοπευτή» του Ζαν Πατρικ Μανσέττ. Με την ιδιότητα του συγγραφέα τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. Η επίδραση κάποιων συγγραφέων στο έργο σου είναι ευκολότερα ανιχνεύσιμη από τους αναγνώστες παρά από εσένα τον ίδιο. Θα μπορούσα να πω το ζεύγος Σγιεβάλ-Βαλέε, τον Μανκέλ και ίσως τον Μονταλμπάν, που μαζί με τον δικό μας Μάρκαρη και τον Καμιλέρι αποτελούν την Αγία Τριάδα του μεσογειακού νουάρ.

 

Οι ήρωές σας ανταποκρίνονται σε πραγματικά πρόσωπα, τα γεγονότα ακουμπούν την πραγματικότητα;

Θεωρώ ότι ο συγγραφέας αντλεί έμπνευση από κάποια γεγονότα της πραγματικότητας. Αυτά τα γεγονότα βέβαια μπορεί να ανήκουν στην «κανονική» πραγματικότητα ή και στη «φανταστική». Ο συγγραφέας ξεκινάει λοιπόν από κάποιο πραγματικό γεγονός και το χρησιμοποιεί σαν βάση για μια τούρτα, επάνω στην οποία αρχίζει και προσθέτει τα υλικά του για να καταλήξει σε ένα εύγεστο και συνήθως εύπεπτο προϊόν. Τα υλικά που προσθέτει, ξεφεύγουν από την πραγματικότητα και εισχωρούν βαθιά στη χώρα του φανταστικού. Εγώ χρησιμοποιώ ως βάση χαρακτήρες και γεγονότα που αποτελούν αδιαχώριστο πλέγμα από πραγματικά και φανταστικά χαρακτηριστικά. Να πω για παράδειγμα ότι από το πρώτο μου μυθιστόρημα «Παλιοί λογαριασμοί» μέχρι το τελευταίο, την «Παραπλάνηση», υπάρχουν δευτερεύοντες χαρακτήρες από το κοντινό μου περιβάλλον, κάποιοι εκ των οποίων αναφέρονται μάλιστα με το πραγματικό τους όνομα! Και είναι πολύ κολακευμένοι από αυτή την αναφορά… 

 

Ζούμε σε περίεργους καιρούς… Ο κορωνοϊός και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός ενίσχυσε τη φιλαναγνωσία. Ενίσχυσε και τη συγγραφή ή αλλιώς έδωσε χρόνο και έμπνευση;

Όντως ζούμε σε περίεργους καιρός. Εγώ, ως ανήσυχο πνεύμα (!), δεν εγκλωβίστηκα μέσα λόγω του κορωνοϊού. Λίγο η σωματική άσκηση στο βουνό, λίγο η παράνομη επίσκεψη σε σκοτεινά καφέ της γειτονιάς μού έδωσαν καλές ανάσες. Αλλά οι πολλές ώρες που έμεινα σπίτι, αποτέλεσαν κίνητρο να διαβάσω πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα για τις κριτικές που δημοσιεύω στα «Νέα» και στον «Ελεύθερο Τύπο» και παράλληλα να παραβώ την υπόσχεσή μου ότι δεν θα γράψω άλλο μυθιστόρημα και να ξεκινήσω τη συγγραφή ενός καινούργιου. Μοναδική δικαιολογία ότι δεν είναι τυπικό δείγμα αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά ένα διευρυμένο θα ’λεγα σύγχρονο πολιτικοκοινωνικό νουάρ μυθιστόρημα.

 

Ποιος διαβάζει τα βιβλία σας, με ποιον μοιράζεστε όσα σκέφτεστε και γράφετε; 

Οι πρώτοι αναγνώστες είναι η στενή συνεργάτης μου επιμελήτρια Κέλλυ Κριτικού και η γυναίκα μου. Δυο γυναίκες, τουτέστιν δύσκολα πράγματα… Αυστηρή κριτική, επιμονή, αλλά και μεγάλη βοήθεια, καθώς η οπτική τους είναι πολύ διαφορετική από τη δική μου. Στην «Παραπλάνηση» και σε αυτό που γράφω τώρα απευθύνθηκα και σε δύο εκπροσώπους της γενιάς των τριαντάρηδων, τον Χρήστο και την Ιωάννα-Νάταλι, για να ενσωματώσω τα δικά τους σχόλια και τις παρατηρήσεις στο τελικό κείμενο. Η συνδρομή όλων των προαναφερομένων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς καλύπτει πολλούς σοβαρούς τομείς, όπως την πλοκή, τη χρονική αλληλουχία μέχρι και λεπτομέρειες στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων.

 

Πώς κατορθώνετε και κερδίζετε την εμπιστοσύνη αστυνομικών, δικηγόρων, συλληφθέντων… Πώς διεισδύετε στην καθημερινότητα;

Αυτό είναι ένα μυστικό που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί δημόσια! Σίγουρα είναι μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία, καθώς απαιτεί την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η πρώτη προϋπόθεση πάντως είναι να αποφύγεις να περιγράψεις αυτά που σου εμπιστεύονται οι πηγές σου με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο. Μπορείς να κάνεις χρήση των ιστοριών και των λεπτομερειών που σου αφηγούνται, αφού πρώτα τις επεξεργαστείς μέσα από κάποιο «παραμορφωτικό πρίσμα». Να μην αναφέρεις «ονόματα και διευθύνσεις», όπως λένε. Να μη φωτογραφίσεις τα γεγονότα, αλλά να τα τροποποιήσεις με δημιουργικό τρόπο, προσθέτοντας την προσωπική σου σφραγίδα. Είναι μια σχέση που δύσκολα χτίζεται, δύσκολα ισορροπεί, αλλά με αμοιβαία εμπιστοσύνη αποδεικνύεται πολύ σημαντική και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη.

 

Τελικά η ζωή είναι αποτέλεσμα απρόβλεπτων καταστάσεων κι αυτό δημιουργεί έμπνευση σε εσάς και ενδιαφέρον σε εμάς;

Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια… Η έμπνευση για τον συγγραφέα και το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη κρύβεται στο απρόβλεπτο, σε αυτό που υπερβαίνει τα όρια του φυσιολογικού. Φανταστείτε ένα μυθιστόρημα με ήρωα ένα φιλήσυχο υπάλληλο, υπόδειγμα στη δουλειά του, που αντιμετωπίζει κάποια κοινωνικά προβλήματα κι ένα με ήρωα έναν επαγγελματία εκτελεστή, που υλοποιεί συμβόλαια θανάτου. Αν υποθέσουμε ότι κι οι δύο είναι δολοφόνοι, να είστε σίγουροι ότι το δεύτερο μυθιστόρημα θα είχε πολύ περισσότερους αναγνώστες. Και κάτι ακόμη. Είμαστε όλοι πιεσμένοι και κουρασμένοι από τη σκληρή πάλη για επιβίωση κι αυτό που ζητάμε είναι να ξεφύγουμε, να ταξιδέψουμε μακριά από την καθημερινότητα κι αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα μέσα από μια απρόβλεπτη, απροσδόκητη κι εκτός ορίων ιστορία.

 

Γιατί διαβάζουμε αστυνομικά μυθιστορήματα;

Η τελευταία φράση της προηγούμενης παραγράφου δίνει ένα ικανοποιητικό μέρος της απάντησης που θέλετε. Διαβάζουμε για να ξεφύγουμε από τη σκληρή, ζοφερή πραγματικότητα, εκεί όπου τα κοινωνικά προβλήματα διογκώνονται και πιέζουν ασφυκτικά τους πολίτες. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της απάντησης βρίσκεται στη διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού των αστυνομικών μυθιστορημάτων, όπου πλέον το μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από γυναίκες. Ο λόγος; Ο εμπλουτισμός του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος, που έρχεται ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης του κοινωνικού σχολίου, της κοινωνικής κριτικής, που καλύπτει μεγάλα θέματα της σύγχρονης κοινωνίας. Δηλαδή, ναρκωτικά, πορνεία, τράφικινγκ, οικονομική κρίση, μεταναστευτικό και πάνω απ’ όλα διαπλοκή και διαφθορά. Διαφθορά που δυστυχώς φτάνει μέχρι τα υψηλότερα επίπεδα της σαθρής κοινωνίας που ζούμε. Με τον τρόπο αυτό έχουμε αυτό που αποκαλώ μονολεκτικά ένα «κοινωνικοαστυνομικό» μυθιστόρημα, ένα σημαντικό σύγχρονο ρεύμα της εποχής μας στην αστυνομική λογοτεχνία. Περισσότερα για το θέμα αυτό θα βρείτε στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα κι ελπίζω κάποια στιγμή να διαβάσετε!

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το