Τοπικά

«Γρίφος» ο ρόλος των παιδιών στην πανδημία σύμφωνα με τον παιδίατρο Γιώργο Χαρίτο

Η πρόθεση επαναλειτουργίας των δημοτικών σχολείων διχάζει τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και τους γονείς. Ο ειδικός παιδίατρος κ. Γιώργος Χαρίτος καταθέτει την άποψή του γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, που απασχολεί χιλιάδες οικογένειες και στη Μαγνησία. Ο Βολιώτης επιστήμονας και υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο αντικείμενο της Παιδιατρικής Πνευμονολογίας, έλαβε θέση στο δίλημμα «επιστροφή στα θρανία ή καλοκαιρινές διακοπές;».

Η κατανόηση της νόσου στα παιδιά παραμένει το ζητούμενο για τους επιστήμονες. Έτσι, το κλείσιμο της σχολικής χρονιάς υπό συνθήκες «κανονικότητας» και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που επιθυμεί η κυβέρνηση, εξελίσσεται σε έναν δυσεπίλυτο γρίφο. Κυρίως διότι παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματα που έχουν διατυπωθεί για το εάν άρθηκαν οι λόγοι που επέβαλαν το λουκέτο σε όλες τις σχολικές μονάδες από τον κορωνοϊό.
Πολλές ενστάσεις υπάρχουν επίσης για τον βαθμό μετάδοσης του COVID-19 στις μικρότερες ηλικίες και τον ρόλο των παιδιών στην πανδημία, αλλά και για την ικανότητα των μαθητών στα δημοτικά να τηρήσουν τους κανόνες υγιεινής.

«Πρώτα απ’ όλα υπάρχει διχασμός στους γονείς, που προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις σε κάποια θέματα», είπε αρχικά ο κ. Χαρίτος, για να διευκρινίσει: «Για παράδειγμα: Πόσο εύκολα κολλάνε τα παιδιά; Πόσο ελαφριά το περνάνε και κατά πόσο μεταδίδουν τον ιό στους ενήλικες; Από αυτά τα τρία ερωτήματα, αυτό που φαίνεται να έχει απαντηθεί καλύτερα, είναι πως τα παιδιά όταν προσβληθούν, νοσούν με πιο ήπια συμπτώματα. Όσον αφορά όμως στη συχνότητα μετάδοσης του κορωνοϊού, εκεί υπάρχει διχογνωμία στην επιστημονική κοινότητα. Ορισμένες έρευνες υποστηρίζουν πως τα παιδιά μεταδίδουν σε πολύ μικρό βαθμό, ενώ άλλες αναφέρουν πως η μετάδοση γίνεται σε ποσοστά μεγαλύτερα από αυτά που πιστεύουμε. Επίσης, σύμφωνα με κάποιες μελέτες φαίνεται πως το κλείσιμο των σχολείων βοήθησε στο να ελαττωθεί η διασπορά του ιού στην κοινότητα, ενώ στη Γαλλία είχαμε το αντίθετο παράδειγμα. Εκεί άνοιξαν τα σχολεία και είχαμε περίπου εβδομήντα κρούσματα μέσα στο πρώτο διάστημα επαναλειτουργίας τους. Κι αυτό που έγινε στη συνέχεια, ήταν να μπούνε σε καραντίνα και να ξανακλείσουν. Αυτή τη στιγμή δεν είναι ασφαλές για κανέναν, να θεωρήσουμε ότι τα παιδιά δεν μπορούν να μεταδώσουν τον ιό. Και ειδικά εντός της ελληνικής οικογένειας, πολλές φορές υπάρχουν και ηλικιωμένοι ή οι παππούδες να πηγαίνουν στο δημοτικό και να παίρνουν το παιδί, γιατί οι γονείς εργάζονται. Άρα, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί όσον αφορά στη μετάδοση του κορωνοϊού από τα παιδιά στους ενήλικες».

Στη συνέχεια, ο κ. Χαρίτος αναφέρθηκε στις διαφορές ανάμεσα στους μαθητές των δημοτικών και των γυμνασίων/λυκείων: «Κάποτε στη ζυγαριά συγκρίνεις το κόστος και το όφελος. Π.χ. έχουμε ήδη ανοικτά τα λύκεια, όπως και τα γυμνάσια και μέχρι στιγμής δεν είχαμε πρόβλημα. Εκεί όμως μιλάμε για μεγαλύτερα παιδιά, που μπορούν να ελέγξουν καλύτερα τον εαυτό τους, να πλύνουν τα χέρια τους ή να τηρήσουν τις αποστάσεις. Στα δημοτικά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, καθώς έχουμε να κάνουμε με μικρότερες ηλικίες. Τα μέτρα ατομικής υγιεινής δύσκολα θα τηρηθούν. Δεν ξέρω τι θα μας προσφέρει το άνοιγμα των δημοτικών για λίγες εβδομάδες μέσα στον Ιούνιο. Για την τρίτη τάξη του Λυκείου το καταλαβαίνω. Έχουμε τις πανελλήνιες. Από εκεί και πέρα, ας σκεφτούμε και τους εκπαιδευτικούς. Είναι δυνατόν ένας δάσκαλος παράλληλα με τη διδασκαλία, να επιτηρεί ποιο παιδί βάζει τα χέρια στο πρόσωπο ή ποιο έρχεται σε πιο κοντινή απόσταση με τον συμμαθητή του;».

Κλείνοντας, σχολίασε τις τελευταίες δηλώσεις του λοιμωξιολόγου Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος ουσιαστικά προανήγγειλε το άνοιγμα των δημοτικών: «Όσα είπε ο καθηγητής ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, αυτό είναι ένα διαφορετικό κεφάλαιο, γιατί μένει να δούμε εάν οι γονείς θα στείλουν τα παιδιά τους. Οι δηλώσεις του ήταν πολύ προσεκτικές. «Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένα παιδί δεν μπορεί να κολλήσει ή να νοσήσει σοβαρά. Γι’ αυτό η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τους γονείς», είπε. Αυτή η διατύπωση ήταν ατυχής, γιατί ένας γονιός δεν είναι ειδικός και του ζητάς να πάρει ένα ρίσκο που δεν μπορείς να το τεκμηριώσεις 100% επιστημονικά».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το