Πολιτισμός

Γιώτα Κούγιαλη “Είναι απορίας άξιο η δυναμική του θρύλου  που περιβάλλει το σπίτι των Λεχωνίων”

 

 

Η Γιώτα Κούγιαλη γεννήθηκε στο Προμύρι Μαγνησίας και ζει στον Βόλο. Εργάστηκε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως υπεύθυνη για την πρακτική άσκηση των φοιτητών του Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης. Υπήρξε συνεργάτρια του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και παραγωγός λόγου της εκπομπής «Ιστορίες πίσω από τις ιστορίες» στην ΕΡΤ Βόλου. Είναι πρόεδρος του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων. 

Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: «Κλεφτά επιστρέφουν», εκδόσεις Μεταίχμιο (2024), «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;», εκδόσεις Καστανιώτη (2020), υποψήφιο για Βραβείο Πεζογραφίας 2021 του Περιοδικού Κλεψύδρα, «Ερώτων τραύλισμα», εκδόσεις Καστανιώτη (2005), «Στην αγκαλιά της κρατούσε φεγγάρια», εκδόσεις Καστανιώτη (2000). Έχει γράψει επίσης βιβλία για παιδιά και εγχειρίδια για εκπαιδευτικούς.

Το βιβλίο παρουσιάζεται αύριο Δευτέρα 8 Ιουλίου, στις 8.30 μ.μ., στο Αρχοντικό Ζαφειρίου, στον Άγιο Ονούφριο. Θα μιλήσουν η καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μαρίτα Παπαρούση και ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και τελευταίος ιδιοκτήτης του αρχοντικού Νίκος Χατζησταματίου. Συντονίζει η δημοσιογράφος Ροσσάνα Πώποτα.

Τη βιβλιοπαρουσίαση διοργανώνουν το Κέντρο Πολιτισμού Ιωλκός, το Κέντρο Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων, ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Μαγνησίας, το βιβλιοπωλείο Πένα και οι εκδόσεις Μεταίχμιο με τη στήριξη των Γενικών Αρχείων του Κράτους Μαγνησίας. 

 

Συνέντευξη 

ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Κλεφτά επιστρέφουν», το μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Θα μας αποκαλύψετε κάποια στοιχεία του;

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στον αστικό θρύλο που περιβάλλει το επιβλητικό και ερειπωμένο πλέον αρχοντικό Κοντού στα Λεχώνια Βόλου, που χτίστηκε στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα από τον πάμπλουτο Νικόλαο Κοντό. Η αρχοντική οικογένεια βίωσε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μία τραγική ιστορία με την απώλεια τριών παιδιών της, ενός θείου και του ίδιου του πατέρα που πέθανε από τη λύπη του. Το λαϊκό αίσθημα, ως φαίνεται, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτή την τραγωδία που έπληξε ανθρώπους που θεωρούνταν παντοδύναμοι και απέδωσε την αιτία των θανάτων σε εξωπραγματικά αίτια, με κυρίαρχα μοτίβα ότι η οικογένεια πέθανε όταν ήπιε το γάλα το οποίο είχε μολύνει ένα σαμιαμίδι ή, σε έναν αγώνα αντίθετων συμφερόντων, κάποιοι ως ηθικοί αυτουργοί πλήρωσαν για να «χαλάσουν» την οικογένεια.  

Στο μυθιστόρημά μου, εκθέτω όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν τον θρύλο και, σε μία παράλληλη ιστορία, ανασυνθέτω την ιστορία της οικογένειας Κοντού, τη συνέχειά της με τα μέλη που επέζησαν. Η ιστορία μου τοποθετείται στις αρχές του εικοστού αιώνα, για την ακρίβεια ξεκινάει από το 1908 και συνεχίζεται 20 χρόνια μετά. Το 1908 το λιμάνι του Βόλου ήταν σε μεγάλη ακμή με σπουδαία εμπορική κίνηση, η πόλη είχε τράπεζες και έντεκα εφημερίδες. Παράλληλα με τα συμβάντα της οικογένειας επιχειρώ να αναπλάσω το παρελθόν της πόλης εκείνης της εποχής και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που επηρεαζόταν από πολιτικά γεγονότα, από τους κανόνες της κοινωνίας, τη διαφορά των φύλων, το ταξικό χάσμα, τον λιμό που προέκυψε εξαιτίας των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή.

Οι ανάγκες της ιστορίας με οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στη Θεσσαλονίκη και τη μεγάλη πυρκαγιά που την κατέκαψε το 1917, στο Νταβός της Ελβετίας όταν αυτό ήταν ένα μικρό χωριό που εξυπηρετούσε κυρίως τις ανάγκες των ασθενών που αναζητούσαν στα σανατόριά του θεραπεία στη φυματίωση, όπως και στη Νέα Υόρκη όπου Έλληνες αναζητώντας καλύτερη τύχη μετανάστευαν. 

 

Πότε σκεφτήκατε να γράψετε ένα βιβλίο για το στοιχειωμένο σπίτι των Λεχωνίων;

Ίσως να ήταν και είκοσι χρόνια πριν όταν σκέφτηκα για πρώτη φορά να ασχοληθώ με αυτό το θέμα. Η οδυνηρή ιστορία της οικογένειας Κοντού εγείρει τη φαντασία των ντόπιων, αλλά και πολλών άλλων στο πανελλήνιο, έχει γίνει θέμα τηλεοπτικών εκπομπών, έχουν γραφεί άρθρα, έχει χυθεί μελάνι. Τα πραγματικά στοιχεία της οικογένειας αλλάζουν διαστάσεις στη θαμπάδα του χρόνου. Ξεκίνησα να το γράφω, αντιμετώπισα κάποια τεχνικά θέματα και το άφησα για να ολοκληρώσω άλλα βιβλία μου. Τώρα ωρίμασε η ιδέα, βρήκα το καλούπι να στήσω την ιστορία και όλα πήγαν κατ’ ευχήν. 

 

Ποιο ήταν το πιο δύσκολο ή κουραστικό κομμάτι στη διάρκεια της συγγραφής; 

Αρχικά, να ξεδιαλύνω την ήρα από το σιτάρι, την αλήθεια από το ψέμα και τις εικασίες και στη συνέχεια να μπω στο πνεύμα της εποχής των αρχών του εικοστού αιώνα. Για το ξεκίνημα της ιστορίας, βοηθήθηκα πολύ, πλην άλλων ιστορικών πηγών, από το βιβλίο του Γιώργου Κοντομήτρου «Η πόλι της γκαρντένιας – Ένα ημερολόγιο της πόλης του Βόλου και της ευρύτερης περιοχής βασισμένο σε δημοσιεύματα του αθηναϊκού και τοπικού τύπου κατά το 1908». Επίσης, τα Γενικά Αρχαία του Κράτους Μαγνησίας, όπως και το Λύκειο Ελληνίδων Βόλου, μου παρείχαν υλικό. Η έρευνα της Βασιλείας Γιασιράνη που αφορά στο παλιό κοιμητήριο του Βόλου και ειδικά για το ταφικό μνήμα της οικογένειας Κοντού έχει αναπαραχθεί και παραλλαχθεί πολλές φορές σε έντυπα και ηλεκτρονικά σάιτ και περιοδικά. Οι προφορικές ιστορίες και ό,τι κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ενέχουν εκείνα τα στοιχεία που χτίζουν και διατηρούν έναν αστικό μύθο. 

 

Στην εποχή που διανύουμε δεν διατηρούνται πολλοί «θρύλοι», ωστόσο το συγκεκριμένο οίκημα «προκαλεί» ακόμα ερωτηματικά, κυρίως λόγω της εγκατάλειψής του. Θέλετε να σχολιάσετε;

Πράγματι, παρήλθε εκείνη η εποχή που ο κόσμος κατέφευγε στο υπερφυσικό για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του και σε ό,τι αδυνατούσε να κατανοήσει. Είναι απορίας άξιο η δυναμική του θρύλου που περιβάλλει το «ροζ σπίτι με το σαμιαμίδι» των Λεχωνίων. Αν στην εποχή μας το κοιτάζουμε με δέος όταν περνάμε μπροστά του και φοβόμαστε να δρασκελίσουμε το κατώφλι του, σκεφτείτε τι συναισθήματα είχε προκαλέσει η τραγωδία του αφανισμού μίας εξέχουσας οικογένειας σε ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Οι διαφορές των κοινωνικών τάξεων ήταν αγεφύρωτες. 

Το αρχοντικό, τη δεκαετία του ενενήντα, πέρασε από τον τελευταίο ιδιοκτήτη του τον δικηγόρο Νικόλαο Χατζησταματίου στο Δημόσιο, στη συνέχεια στον Δήμο Αρτέμιδος και τώρα στον Δήμο Βόλου. Η φθορά του επιταχύνεται με γοργούς ρυθμούς, ίσως είναι πλέον πολύ επικίνδυνο για όσους το επισκέπτονται και, βέβαια, δεν ευθύνεται ο μύθος του γι’ αυτό. Ένα ενδόμυχο κίνητρο να ασχοληθώ με την ιστορία της πρώτης οικογένειας που το έκτισε και το κατοίκησε ήταν να ξεκινήσει, ίσως, μία συζήτηση για τη διάσωσή του. Είναι ένα επιβλητικό και πανέμορφο κτίριο που θα μπορούσε να γίνει Κέντρο Πολιτισμού. Πιστεύω ότι μία τέτοια εξέλιξη είναι επιθυμία και κοινή ευχή όλων. 

 

Σε τι εξυπηρετεί συγγραφικά και αναγνωστικά η παράλληλη αφήγηση της ιστορίας της Άντας, της ηρωίδας σας, που ασχολείται με την οικία Κοντού στη σημερινή εποχή; 

Στο βιβλίο μου, μία υποψήφια διδάκτωρ αναλαμβάνει να ερευνήσει τον αστικό θρύλο για την οικογένεια Κόντου. Ερευνά το ιστορικό πλαίσιο και αναζητά ντοκουμέντα. Είναι ήδη επηρεασμένη από τις φήμες που περιβάλλουν το αρχοντικό και αποφεύγει να εμπλακεί σε βάθος. Δεν μπορεί όμως να το αποφύγει, η ιστορία την τραβάει στο εσωτερικό του κτηρίου. Η διατριβή της προχωράει με πολλά προβλήματα, το ίδιο και η προσωπική της ζωή. 

Η ιστορία της Άντας διεξάγεται σε χρόνο ενεστώτα και είναι μία από τις δύο παράλληλες αφηγήσεις του βιβλίου. Είναι ένα αφηγηματικό εύρημα για να προβάλω όλη τη φημολογία σχετικά με το αρχοντικό και την ιστορία του. Να θέσω ερωτηματικά στον τρόπο δημιουργίας και διόγκωσης των αστικών μύθων. Να ψαύσω τον τρόπο που η διασπορά ψευδών ειδήσεων μπορεί να οδηγήσει σε συλλογική παράνοια, φαινόμενο που, δυστυχώς, στην εποχή μας συχνά παρατηρείται. 

 

Ως αντιπρόεδρος του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων πώς κρίνετε την βιβλιοπαραγωγή στην περιοχή μας;

Η παραγωγή λογοτεχνικών και θεωρητικών βιβλίων συμπολιτών μας βρίσκεται σε άνθιση. Σε σύγκριση με ό,τι γινόταν παλιότερα, όλο και περισσότεροι συντοπίτες μας εκφράζονται και εκτίθενται στο κοινό μέσω της συγγραφής. Η ανταλλαγή ιδεών και έκφρασης λόγου επικροτείται, πόσο μάλλον αν προέρχεται από αξιόλογα έργα. Τα σύγχρονα μέσα επιτρέπουν σε όποιον επιθυμεί να κάνει αυτοέκδοση. Αυτό που πρέπει να προσέχουν οι συγγραφείς είναι να επιδιώκουν επιμέλεια του βιβλίου τους από ειδικούς, ώστε να μην κυκλοφορούν τα γραπτά τους με λάθη κειμένου ή ύλης. Σ’ αυτό, νομίζω, υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα.

 

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;

Σε κάθε βιβλίο του να υπάρχουν διαφορές μικρές ή μεγαλύτερες από το προηγούμενό του, ως προς τη γλώσσα, τον τρόπο έκφρασης, τη θεματολογία, τη δομή, την κοσμοθεωρία του. Μέσα από τη διαδικασία της ανάγνωσης, της έρευνας, της παρατήρησης του κόσμου να εξελίσσεται ο ίδιος ο συγγραφέας ως άνθρωπος και αυτό να περνάει στη γραφή του. 

 

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;

Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το «Τροφοσυλλέκτης», εκδόσεις νήσος, του συγχωριανού μου Αλέξανδρου Ψυχούλη. Μου άρεσε ο πηγαίος και ασυγκάλυπτος λόγος του. Με το πρόσχημα της τροφοσυλλογής και των βιωμένων εικόνων της παιδικής ηλικίας, αναδύεται και χαράσσεται στα συναισθήματα του αναγνώστη ο σπαραγμός για την τραυματική εμπειρία της σχέσης πατέρα και γιου και η αγάπη που δεν τράφηκε με σωστό φαΐ, αλλά υποφώσκει ανέκφραστη. 

 

Ποια ήταν η κυρίαρχη σκέψη σας όταν ολοκληρώσατε τη συγγραφή του βιβλίου;

Όταν τελείωσα το μυθιστόρημα «Κλεφτά επιστρέφουν», αναπόφευκτα έκανα συνειρμούς και συγκρίσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς διαχρονικά απέναντι σε μεγάλα γεγονότα που ορίζουν τη ζωή και τον θάνατο. Ο τίτλος του βιβλίου βγήκε αυθόρμητα από το ίδιο το κείμενο, ως επιθυμία και ευχή να επιστρέφουν οι πρόγονοι και να συγκολλούν ότι έχει διαρραγεί, να φανερώνουν τα χαμένα κομμάτια του παζλ της προσωπικής μας ιστορίας. 

Η σκέψη όμως που τέλος κυριάρχησε ήταν να βρεθεί ένας τρόπος να σωθεί το επιβλητικό αρχοντικό των Κοντού που ρημάζει και τείνει να χαθεί σέρνοντας στη λήθη την ιστορία του και κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας.

 

Ασχολείστε με τη συγγραφή του επόμενου βιβλίου σας;

Έχω βρει την ιδέα, δεν το έχω όμως ξεκινήσει. Προηγείται ανάπαυλα, ανάγνωση άλλων βιβλίων, έρευνα και όταν ωριμάσει ο χρόνος, κι εγώ λίγο μαζί του, να αρχίσω να γράφω.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το