Πολιτισμός

Γιώργος Κεντρωτής: Ο μεταφραστής είναι σαν φούρναρης – Όχι μόνο βγάζει καλά ψωμιά, αλλά δεν τα κάνει άλλος

Ο Γιώργος Κεντρωτής είναι κοσμήτορας της Σχολής Ιστορίας, μετάφρασης και διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε το 1958 και σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διδάκτωρ Νομικής. Άσκησε επί έτη τη δικηγορία στην Αθήνα και το εξωτερικό. Είναι τακτικό μέλος πολλών διεθνών επιστημονικών εταιρειών. Μεταφράζει στα Νέα Ελληνικά από τα Αρχαία Ελληνικά, τα Λατινικά, τα Γερμανικά, τα Ιταλικά, τα Ισπανικά, τα Γαλλικά, τα Αγγλικά, τα Ρωσικά και τα Τσεχικά. Έχει δημοσιεύσει σε μορφή βιβλίου πάνω από 60 μεταφράσεις, τρία μυθιστορήματα και πέντε ποιητικές συλλογές. Το πρόσφατο μετάφρασμά του, Τα Άνθη του Κακού, του Charles Baudelaire, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg και συνοδεύεται από εισαγωγικό σημείωμα και επιλεγόμενα συνολικής εκτάσεως 380 σελίδων, είναι η αφορμή της συζήτησής μας.

«Τα Άνθη του Κακού», το άρτι εκδοθέν μεταφραστικό σας πόνημα από τις εκδόσεις Gutenberg. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Ο Μπωντλαίρ είναι πολυμεταφρασμένος στα ελληνικά και διαχρονικώς δημοφιλής – τόσο πολύ μάλιστα, που δικαίως μπορούμε να μιλήσουμε για «κίνημα μπωντλαιρισμού» στα ελληνικά γράμματα, ιδίως στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Καρυωτάκης μετέφρασαν κάποια ποιήματά του. Συστηματικότερα ασχολήθηκαν με τη μετάφραση των ποιημάτων του ο Γιώργης Σημηριώτης, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου και ο Αλέξανδρος Μπάρας. Την αύρα του Μπωντλαίρ την αισθανόμαστε στην ποίηση του Σκαρίμπα, του Ουράνη και του Καββαδία. Στη δίγλωσση έκδοση του Gutenberg παρουσιάζεται για πρώτη φορά μεταφρασμένο έμμετρα ολόκληρο το έργο στα ελληνικά. Το μετάφρασμα συνοδεύεται από εισαγωγικό σημείωμα και επιλεγόμενα συνολικής εκτάσεως 380 σελίδων.

Ο Μπωντλαίρ είναι ο ποιητής που μετά από αυτόν τίποτα δεν είναι το ίδιο στη σύγχρονη τέχνη και σκέψη, όπως επισημαίνετε…
Ο Μπωντλαίρ είναι ο ιστορικός εισηγητής της νεωτερικότητας στη λογοτεχνία. Με αυτόν η ποίηση αλλάζει θεματολογία και δρόμο. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στον κόσμο των απροσώπων μεγαλουπόλεων και του ανερχόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού απαιτούν άλλη τέχνη, άλλη διαχείριση των ποιητικών ενεργημάτων. Η αλλοτρίωση, η μοναξιά, η απελπισία, η γενική ανωνυμία, ο μαρασμός, η φυγή ως επιθυμία εξωτικών ταξιδίων και η φυγή ως συνειδητοποίηση του θανάτου ήδη διαρκούντος του βίου, οι διάφορες «λόξες» (τα ποικιλώνυμα «spleen») που εκπνευματίζουν όλα τα αρνητικά, και κυρίως το «Κακό», συνιστούν κεντρικά θέματα της μπωντλαιριανής ποίησης. Τα ποιήματα του Μπωντλαίρ μπορούμε να πούμε ότι είναι ζωγραφικοί πίνακες φιλοτεχνημένοι με χρωστήρα τον λόγο. Από τους τρόπους του Μπωντλαίρ επηρεάστηκαν σχεδόν όλοι οι μεταγενέστεροι ποιητές και όχι μόνο στον γαλλόφωνο κόσμο. Είναι με κάποιον τρόπο ο «αρχιπρόγονος»… είναι ο «προπάτορας» όλων των νεωτερικών καλλιτεχνικών κινημάτων, που εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίσατε στην επιλογή και τη μετάφραση του ογκώδους υλικού;
Αν δεν είχα ασχοληθεί επί πολλά έτη και συστηματικά στο παρελθόν με τον Μπωντλαίρ και την παντοειδή μπωντλαιριανή ποίηση (και εκτός γαλλόφωνου χώρου, εννοείται), δεν θα αποτολμούσα τη μετάφραση των ποιημάτων αυτών εν συνόλω. Μέγα πρόβλημα στη μετάφραση των στίχων του είναι το ότι όλες οι λέξεις του, ασχέτως της γραμματικής ταυτότητάς τους, είναι «ουσιαστικά» – σημαίνουν πάντα κάτι ουσιαστικό, κάτι διακριτικό, κάτι εξειδικευτικό, γι’ αυτό και δεν μπορεί να παραλειφθεί καμιά τους. Και βέβαια σημαίνουν ό,τι σήμαιναν ως χρήσεις στα χρόνια του ποιητή τους, με την τελευταία χρονολογία του βίου του να μας πηγαίνει περίπου ενάμιση αιώνα πίσω, στο 1867! Με απλά λόγια τούτο σημαίνει ότι ο μεταφραστής δεν μπορεί να φέρει τον ποιητή αδιαμεσολάβητα στο 2018 και μόνο στο 2018. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησα ενίοτε και πάντοτε διακριτικά (εννοώ: έτσι ώστε να στοιχειώνεται η διάκριση, αυτό δηλαδή που ξεχωρίζει και εμφαίνει τα πράγματα) ως όχημα μεταφοράς του στα καθ’ ημάς ονοματολογία και τρόπους (τουτέστιν γλωσσικά ήθη) του παρελθόντος, που όμως είναι οικεία στον σημερινό φυσικό ομιλητή της ελληνικής.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος «κίνδυνος» για τον μεταφραστή ενός τόσο σημαντικού λογοτέχνη;
Θα το πω ευθέως και χωρίς περιστροφές, κυρία Μαλισσόβα. Επειδή μετάφραση (και ως διαδικασία παραγωγής και ως αποτέλεσμα, ως μετάφρασμα) χωρίς τον μεταφραστή δεν νοείται, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, που απειλεί τον μεταφραστή του οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου, είναι να αφαιρέσει ο ίδιος ο μεταφραστής από τον εαυτό του τον πρωτεύοντα ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ως μεταφράζον υποκείμενο. Ο μεταφραστής πρέπει να φαίνεται, να ακούγεται, να νιώθεται, να υπάρχει παρών και ετοιμόλογος σε κάθε λέξη και αράδα του κειμένου που παράγει. Είναι σαν τον φούρναρη που όχι μόνο βγάζει καλά ψωμιά, αλλά και που τα ψωμιά του δεν τα κάνει κανένας άλλος φούρναρης. Είναι σαν τον ηθοποιό που παίζει ο ίδιος εκατό ρόλους. Προσοχή: Δεν λέω να παίζει τον εαυτό του εκατό φορές, σαν να πρόκειται για ένα έργο – θα ήταν ανιαρό και εν τέλει βλακώδες! Λέω να παίζει εκατό διακριτούς ρόλους με τον εαυτό του παρόντα και διακρινόμενον και στους εκατό.

Αλήθεια, γιατί, ενώ υπάρχουν πολλά έργα του Μπωντλαίρ, τα «Άνθη του Κακού» έχουν επικρατήσει και ταυτιστεί με τον δημιουργό τους;
Όχι άδικα πιστεύεται ότι στη μπωντλαιρική δημιουργία τα «Άνθη του Κακού» είναι το κύριο θέμα και όλα τα άλλα γραπτά του ποιητή είναι παραλλαγές στο βασικό θέμα. Κρίνω ότι ορθά επίσης πιστεύεται, δεκαετίες τώρα πια, πως τα 164 ποιήματα των «Ανθέων του Κακού» αποτελούν κατ’ ουσίαν ένα (αριθμός 1) και μόνο ένα και ενιαίο ποίημα. Επίσης το εξίσου διάσημο έργο του «Spleen de Paris», που συνήθως μεταφράζεται ως «Η θλίψη του Παρισιού» και που κατά κοινή παραδοχή είναι ποίηση σε πρόζα, δικαίως θεωρείται (λόγω και της θεματικής του) ως το πεζό αντίστοιχο ή (εν πάση περιπτώσει) παράρτημα των «Ανθέων του Κακού». Με λίγα λόγια: Για τον ίδιο τον Μπωντλαίρ έργο ήσαν τα «Άνθη του Κακού». Όλα τα άλλα γραπτά του, που δεν είναι και λίγα, ήσαν πάρεργο.

Έχετε μεταφράσει πάνω από 60 βιβλία. Ποιο θεωρείτε ότι ήταν το πιο δύσκολο;
Μπορώ να πω ότι μεταφράζω μόνο «δύσκολα» βιβλία – βιβλία που διαλέγω εγώ και που προκαλούν τον αναγνώστη-μεταφραστή με τις ιδέες τους και με τη γλώσσα τους. Το «De oratore» του Κικέρωνα, που κυκλοφόρησε προ ετών από τις Εκδόσεις Πόλις με τίτλο «Ο τέλειος ρήτορας», κρίνω ότι ήταν το πιο δύσκολο απ’ όλα. Η υψηλή και πολυεπίπεδη γλώσσα του, το περιπεπλεγμένο και άκρως παιγνιώδες ύφος του, η ακρίβεια των ορισμών του…

Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας μετάφρασμα;
Κανονικά δεν πρέπει να κάνω διακρίσεις ως προς την αγάπη μου για τα εν μεταφράσει «παιδιά μου», αλλά, αφού με ρωτάτε, ας επιλέξω ένα: Χέρμαν Μπροχ, «Βιργιλίου θάνατος». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, ενταγμένο στην εμβληματική σειρά Orbis literae. Είναι και πεζό και ποίημα και φιλοσοφικό δοκίμιο και μουσικό έργο.

Διδάσκετε Θεωρία – Πράξη της Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ως καθηγητής, λοιπόν, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θεωρείτε ότι οι φοιτητές έχουν τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες για να διαβάσουν και να κατανοήσουν τον Μπωντλαίρ;
Απολύτως ναι. Εδώ και χρόνια παραδίδονται στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου μαθήματα πάνω στη Γαλλική Λογοτεχνία και τον Γαλλικό Πολιτισμό. Εννοείται, βεβαίως, ότι για να κατανοήσεις και να απολαύσεις την υψηλή λογοτεχνία πρέπει να έχεις και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το αντικείμενο. Αλλιώς περνάς απλώς τα μαθήματα.

Τα όρια του Καλού και του Κακού είναι πάντα σαφή;
Όχι! Τα όποια όρια τίθενται και ακολουθούνται υποκειμενικώς. Από τη στιγμή που οι διάφοροι «ηθικοί» κανόνες επιβάλλονται τόσο από τα άτομα, όσο και από τις κοινωνίες, όπου ζουν και δρουν τα άτομα, τα όρια δεν μπορεί να είναι πάντοτε σαφή και αμετακίνητα. Γι’ αυτό και συγχέονται.

Στην εποχή του ο Μπωντλαίρ ανήκε στους καταραμένους ποιητές.
Σήμερα θεωρείται κορυφαίος. Εσείς θεωρείτε ότι ήταν πρωτοπόρος για την εποχή του και ότι ο χρόνος τον δικαίωσε;
Το «καταραμένος» δεν είναι κατ’ ανάγκην μειωτικό – ίσως, μάλιστα, να είναι προσόν. Ο Μπωντλαίρ πρωτίστως ήταν ποιητής. Όλα τα άλλα προσδιοριστικά, που κατά καιρούς του έχουν αποδοθεί, ενδεχομένως ισχύουν απόλυτα. Κανένα τους, όμως, δεν θα φτάσει για να προσθέσει και το παραμικρό βάρος στο ότι υπήρξε ποιητής και μόνο ποιητής, θεράπων της ποίησης και μόνον της ποίησης.

Συνέντευξη
Χαριτίνη Μαλισσόβα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το