Θ Plus

Γιατί περπατάμε;

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Τι μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος, όταν έχει βοηθό την ισχυρή του θέληση, ελέγχει την αυτοκυριαρχία του και διακατέχεται από τολμηρή έφεση προς το άγνωστο;
Το ζητούμενο είναι να καταφέρει να συνδυάσει την τόλμη με την έλλογη κρίση και το εσωτερικό πάθος με την ελεγχόμενη σωφροσύνη…
Έπειτα όλα, μα όλα έρχονται μόνα τους…
*
Ο χρόνος και ο χώρος είναι ποσά (και ποσοστά) μετρήσιμα από τη μια μα κι αναπόσπαστα δεμένα, από την άλλη, με τη συνολική μας παρουσία στη ζωή.
Επειδή «κίνηση είναι η ενεργοποίηση μιας δυνατότητας», όπως λέει ο Αριστοτέλης στα «Φυσικά» του, για τον λόγο αυτό θα ενεργοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα, ώστε να εκμετρήσουμε την ποσότητα, αλλά και την ποιότητα αυτής της κίνησης.
*
Τον ρόλο της θα παίξει η επιμονή και η πνευματική προσπάθεια να καλύψουμε όχι τον ποσοτικό προορισμό και στόχο, αλλά τη διαδικασία του δρόμου ως επιστέγασμα της αναζήτησης και της γνώσης. Τη θέαση, με άλλα λόγια, του πραγματικού «δρόμου», του άξονα δηλαδή, τον οποίο χαράζει η εσωτερική μας φωνή και ανάγκη.
Αυτό είναι το «μονοπάτι» (ή το νόημα αν θέλετε) του «ποιητή» των δρόμων που διανύει χιλιόμετρα, όχι βέβαια «κακά περ πάσχων», αλλά ευωχούμενος πνευματικά. Πώς το λέει ο Όμηρος; «Αλλ’ ό τε τερψάμενος και νείται πλείονα ειδώς».
Η πορεία και ο δρόμος δεν έχουν, καθεαυτές, λόγο. Τον λόγο τον έχει ο αληθινός Λόγος (σκοπός) του δρόμου και της πορείας μέσα απ’ τον διάδρομο που οδηγεί στον πνευματικό προορισμό.
Ο δρόμος αυτός, είναι μακρύς, επίπονος μα κι αποκαλυπτικός.
Ο Ησίοδος απευθυνόμενος στον αδελφό του Πέρση θα τον συμβουλέψει να στοχάζεται, καθώς θα ψάχνει τον δρόμο του καλού.
«Ο άνθρωπος», λέει, «πρέπει να βρει ο ίδιος τον δρόμο του και γι’ αυτόν τον σκοπό χρειάζεται σκέψη». «Με την εικόνα του δρόμου», λέει εξάλλου ο Παρμενίδης, «παριστάνεται η πνευματική δραστηριότητα, η οποία κατά την έναρξη αυτής της άγνωστης πορείας, δεν είχε συνειδητοποιηθεί»…

*
Πήρα λοιπόν όσους «δρόμους» έτυχε να βρεθούν μπροστά μου. Δρόμους συνηθισμένους, συναρπαστικούς, αλλά και μοναχικούς, έρημους κι απόκοσμους, μακριά από επιλογές που προγραμματίζουν οι οδοιπόροι και οι στοχευτές του «μακρινού» και του «υψηλού».
Περπατούσα κάθε μέρα. Περπατούσα βαδίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Αλλά, συνάμα, το περπάτημα μού έμαθε να αξιοποιώ και να οργανώνω την «πορεία» μου. Περπατούσα με τα πόδια, βάδιζα με το μυαλό. Είναι κι αυτό κάτι από κείνα που πραγματοποιεί ο οδοιπόρος της περιπέτειας και της γνώσης.
*
Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα μες στο δωμάτιο. Σε λίγο έφτασα και σε άλλα δωμάτια. Αργότερα βγήκα στην αυλή. Σεργιάνισα από τη μια άκρη έως την άλλη. Τέλος ανηφόρισα στις σκάλες για τον επάνω όροφο. Ώσπου ένιωσα ικανός για να βγω παραέξω.
Πέρασαν τα χρόνια. Από το σπίτι περπάτησα έως το σχολειό. Κι από κει έως τις αλάνες για την καθημερινή ανάγκη της μπάλας κι έφτασα έως τη θάλασσα. Αναζήτησα τη μοναξιά και ερημιές. Διέσχισα γιαλούς, όρμους και λιμανάκια. Ύστερα πήρα τον δρόμο για τις αλατιέρες της Μπουρμπουλήθρας. Με τον μαλακό στίβο. Εκεί ήταν που οπλίστηκα με ένα καινούργιο στοιχείο γνώσης και ανάγκης: Τη δύναμη ν’ αντέχω τις κακουχίες. Του ιδρώτα, της κόπωσης, των πληγών.
Όταν αισθάνθηκα αυτάρκης περπάτησα έως τις άλλες «γειτονιές». Την άκρη της πόλης. Ανακάλυψα την πρώτη «χαράδρα» της σκέψης, την πρώτη ρεματιά της απόλαυσης και το πρώτο ρυάκι της πνευματικής δροσιάς. Μα και την «ομορφιά» του δρόμου ανακάλυψα (καινούργιο στοιχείο αυτό), το ευλογημένο καλντερίμι, το χωμάτινο στρατί, το χτιστό και από πελεκημένες πέτρες.
Ανακάλυψα το πρώτο γιδόστρατο, την πρώτη μεγάλη «στροφή» της ζωής κι αφουγκράστηκα την πρώτη διαφορετική ανάσα της φύσης.
Περπάτησα έως τον πρώτο μαλακό λόφο κι έφτασα στον πρώτο μεγάλο βράχο.
Έφτασα στο πρώτο χωριό μακριά από την πόλη. Έφυγα αλαφιασμένος. Αναζήτησα πιο παρθένες γωνιές. Και συνέχισα προς το βουνό, μακριά από το πλήθος των σειρήνων που ελκύουν με τραγούδια και σουσούμια τους οδοιπόρους. Έψαξα εναγώνια κάθετι, από το όμορφο έως το παράνομο, αρκεί να ήταν αυθεντικό και αληθές, το οποίο έτσι κι αλλιώς αναζητά η ψυχή. Αγκάθια και μεταξωτά, γκρεμούς και ισάδια. Όσα δηλαδή σου επιβάλλουν την «αφαίρεση» του δρόμου από την κανονική πορεία της ζωής.
*
Ύστερα έφτασα στην πρώτη κορυφή. Ήταν μια σκοτεινή μέρα, γεμάτη από ομίχλη κι αμιλησιά. Εκεί «συνάντησα» την πρώτη ιδανική εμπειρία της ζωής. Χλαπαταγές και χρεμετίσματα ακούγονταν αψηλά στο δώμα της φαντασίας. Ίσως να έκανα λάθος. Να μην ήταν παρά οι σελίδες από το βιβλίο της βασικής μυθολογίας.
Κατέβηκα αλαφιασμένος. Και ολίγον «αλαφροΐσκιωτος».
Την άλλη μέρα πήρα πιο μακρινούς δρόμους. Τράβηξα για πιο απρόσιτες συνοικίες της ερημιάς, των δασών και των απάτητων γιαλών.
Ένας σταυρός ξύλινος κοσμούσε πάντα το κολωνάκι της κορφής. Μετά από λίγο ο σταυρός γινόταν τσιμεντένιος κύλινδρος κι από κοντά σημαία, φλάμπουρο και ιστός συμβολικής κατάκτησης.
Περπάτησα νύχτα, κυκλωμένος από δαίμονες κι από αγγέλους, περπάτησα μεθυσμένος, κάθιδρος ή κατειλημμένος από μανίες και πάθη που με κυνηγούσαν καταπόδι.
Έφτασα στον Άθω, στον Μύτικα και στα Λευκά Όρη. Κατέβηκα στη σπηλιά του Άδη και στου Δράκου τη σπηλιά, μα και τη Νεροσπηλιά. Μπήκα σε σιφόνια και σε βάραθρα, στο Μααρά, και στ’ Αγιοφάραγγο. Εισχώρησα γυμνός στη «σπ’λιά τς Αράϊδα», της Νεράιδας τη σπηλιά. Άγγιξα τρίχινους χιτώνες, βάτα και λειχήνες. Πάτησα τα Κατουνάκια, τις βραχοσπηλιές, τ’ ασκηταριά, στροβιλίστηκα στην Παραπόλα, τη Φαλκονέρα και τα Στροφάδια. Έκαμα λιτανεία στον Άσπρο, στο Αρκουδόρεμα και στον Τεθρέα. Αντάμωσα την κάμπια, τον τυφλοπόντικα και το γεράκι, που βόμβιζαν μες στο γαλάζιο έρεβος. Ξέμεινα τη νύχτα στον Ερύμανθο, στο Σπανακάκι, στην Πάνω Αρένα κι έγειρα στον έλατο να κοιμηθώ. Αντάλλαξα πληροφορίες με τον σχίνο, το χαμομήλι και τη φτέρη. Πήρα όλο το πράσινο κι έδωσα όλο το μαύρο. Ξεπλύθηκα από του κόσμου την αμαρτία περπατώντας με τα γόνατα ίσαμε τον τύμβο της χαράς. Έπρεπε ν’ ανέβω ή να χαθώ, όπως έλεγε κι ο Ρεμπώ. «Ποτέ πια απαντοχή. Υπομονή και γνώση. Σίγουρο το μαρτύριο» (*). Μόνη σωτηρία το Ωμέγα της ζωής. Ο πανάγιος στόχος.
Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα τρέχανε γύρω μου, πίσω μου, δίπλα μου, απάνω και μες στο κορμί μου, και βαθιά μέσα στην ψυχή.
Ένα, δυο, πέντε, δέκα χιλιόμετρα, πενήντα, εκατό, χίλια, εγώ δε σταματούσα. Τα χιλιόμετρα δεν κοιμόντουσαν, μ’ ακολουθούσαν, βαδίζανε κι αυτά, είτε σε ευθείες είτε σε καμπύλες και ανηφοριές.
Η ζωή, όσο και να υπερβάλλεις, έχει τα όριά της. Κάποτε θα έφτανε η ώρα να σταματήσω
Θα μείνει ο αγώνας του δρόμου δίχως χιλιόμετρα και χωρίς ονόματα, αριθμούς, μεγέθη και σχέσεις; Σχέσεις συγκριτικές, ή ακόμη και πλεονεκτικές…
*
Ο κόσμος είναι ωραίος όταν γνωρίζεις την ποιότητα και το «βάθος» του κι όχι την ποσότητα και το «ύψος» του…
*
Περπατάτε! Μη φοβόσαστε! Φοβούνται μόνο αυτοί που νομίζουν πως θα πάθουν κάτι..
Τόπε άλλωστε κι ο Αριστοτέλης:
«φοβείσθαι τους οιομένους τι παθείν αν…»
Αριστοτέλους, Ρητορική, 1282b, 33-34

(*) Arthur Rimbaud «Μια Εποχή στην κόλαση».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το