Πολιτισμός

Γιάννης Καραπιπερίδης: Δεν είναι απλά το Πήλιο, είναι το Βουνό των Κενταύρων

Ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ για τα 20 χρόνια του Διεθνούς Φεστιβάλ Πηλίου (λήψεις από τα έτη 2017 και 2018, αλλά και εικόνες από προηγούμενα έτη), με τον τίτλο «Mozart in the Centaurs’ mountain» («Ο Μότσαρτ στο βουνό των Κενταύρων»), σε σκηνοθεσία Γιάννη Καραπιπερίδη (παραγωγή της Pan Entertainent), επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο 2020, το οποίο λόγω κορωνοϊού ακυρώθηκε. Έως 28 Μαΐου θα έχουν την ευκαιρία όσοι θέλουν να το απολαύσουν διαδικτυακά από την ιστοσελίδα www.filmfestival.gr. Από τη στιγμή που κάποιος κάνει εγγραφή (είναι δωρεάν), έχει τη δυνατότητα να δει όποιο ντοκιμαντέρ επιθυμεί σε διάρκεια 24 ωρών και αυτή η δυνατότητα παρέχεται μόνον σε 400 άτομα συνολικά.

Πείτε μας με λίγα λόγια τι είναι η ταινία «Ο Μότσαρτ στο βουνό των Κενταύρων»;
Η ταινία μάς ταξιδεύει στο Πήλιο και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Ζαγορά, όπου εδώ και 20 χρόνια η κ. Ζωή Σαμσαρέλου μαζί τη βοήθεια όλης της οικογένειάς της, του συζύγου της και των 3 παιδιών τους, οργανώνει και στην ουσία διεξάγει σχεδόν μόνη της ένα φεστιβάλ κλασικής μουσικής, το Φεστιβάλ Πηλίου. Εκεί μια εβδομάδα κάθε χρόνο τον μήνα Ιούλιο συγκεντρώνονται σπουδαστές κλασικής μουσικής κάθε ηλικίας και επιφανείς καθηγητές τόσο από την Ελλάδα, όσο και από το εξωτερικό και όλοι μαζί φτιάχνουν μια κοινότητα, όπου εναλλάσσεται η μάθηση, με την πρακτική εξάσκηση και με συναυλίες κλασικής μουσικής μπροστά σε κοινό τόσο στο χωριό Ζαγορά, όσο και στα γύρω χωριά, όπως στον Κισσό, στην Τσαγκαράδα κ.λπ. Επί της ουσίας, πρόκειται για μουσική εκπαίδευση πολύ υψηλού επιπέδου.

Το Διεθνές Φεστιβάλ Πηλίου «πάει» στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μέσω του ντοκιμαντέρ «Mozart in the Centaurs’ mountain», που θα προβάλλεται διαδικτυακά έως 28 Μαΐου

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την υλοποίηση της ταινίας;
Η ταινία γεννήθηκε πριν κάποια χρόνια, όταν η εταιρεία παραγωγής Pan Entertainment με έδρα την Αθήνα, με την οποία έχω μια μόνιμη συνεργασία, ανέλαβε για λογαριασμό του Φεστιβάλ Πηλίου να κινηματογραφήσει μια σειρά συναυλιών με στόχο αρχικά την καταγραφή και την αρχειοθέτησή τους. Η γνωριμία μου με τον τόπο και τους ανθρώπους του Φεστιβάλ γέννησε την επιθυμία μου να προχωρήσω πέρα από την απλή καταγραφή σε μια κινηματογραφική «αφήγηση» πια, του τι συνέβαινε μπροστά μου: Από τη μια σεμινάρια, μαθήματα, εκπαίδευση και συναυλίες που δεν τις συναντάς σε τέτοια συμπύκνωση πουθενά αλλού θεωρώ στην Ελλάδα. Και από την άλλη μια οικογένεια να προσπαθεί να φέρει εις πέρας έναν τεράστιο όγκο δουλειάς, έχοντας να διαχειριστεί οργανωτικά πρακτικά θέματα, συντονισμό, και έως έναν βαθμό ενεργοποίηση του εντόπιου ανθρώπινου δυναμικού. Σημαντικό ρόλο στην τελική υλοποίηση του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ έπαιξε η Pan Entertainment και πιο συγκεκριμένα ο παραγωγός Κωνσταντίνος Μωριάτης, o οποίος στήριξε ηθικά, πρακτικά και παραγωγικά το όλο εγχείρημα.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του ντοκιμαντέρ; Γιατί ο Μότσαρτ και όχι ο Μπετόβεν ή ο Μπαχ;
Καταλαβαίνω την απορία σας. Στην πραγματικότητα ο τίτλος θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιονδήποτε μεγάλο κλασικό συνθέτη. Το ζητούμενο στο μυαλό μου ήταν ο τίτλος να περιγράφει αυτόν τον φαινομενικά «αταίριαστο» συνδυασμό: Τον τόπο, τον μυθολογικό, τον αρχαίο, τον ελληνικό του Πηλίου από τη μια και τη δυτική ευρωπαϊκή μουσική άνθιση του 19ου αιώνα που εξελίχθηκε σ’ αυτό που ονομάζουμε σήμερα κλασική μουσική. Και τα δύο είναι κληρονομιά της ανθρωπότητας όπως αναφέρει και κάποιος από τους χαρακτήρες της ταινίας. Και τα δύο συναντιούνται και συνυπάρχουν σ’ αυτό το φεστιβάλ. Συναντιούνται ως φυσικά όντα, ως άνθρωποι από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη: Ένας καταξιωμένος καθηγητής μουσικής από τη Γερμανία διδάσκει εναλλακτικούς τρόπους παιξίματος ενός κομματιού στο τσέλο σ’ έναν μαθητή μουσικής από την Αλεξανδρούπολη. Συναντιούνται ως εικόνα: Μια παρέα νέων μελετά τσέλο στην κεντρική πλατεία της Ζαγοράς εκεί που παραδίπλα στέκει το άγαλμα του ντόπιου λαϊκού τροβαδούρου της δεκαετίας του ’50, Νίκου Γούναρη που είναι σαν να τους συνοδεύει με την κιθάρα του. Συναντιούνται ως ιστορικός χρόνος: Τα κομμάτια του Βιβάλντι ακούγονται από σύγχρονους μουσικούς μέσα στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας του Κισσού, κάτω από τις εξαιρετικές εικόνες του ζωγράφου Παγώνη που διακόσμησε τον ναό την ίδια ιστορικά εποχή που γράφονταν αυτά τα μουσικά κομμάτια, κάτι που μας επισημαίνει στην ταινία ο σκηνοθέτης και παρών στη συγκεκριμένη συναυλία Λάκης Παπαστάθης. Συναντιούνται με πολλούς τρόπους και εν τέλει συναντιούνται ως έννοιες εδώ και 20 χρόνια, έστω και μέσα από το μεράκι μιας οικογένειας και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό, κανείς δεν το παρατηρεί – το παρατηρεί όμως η ταινία και κατ’ επέκτασιν έπρεπε να το μαρτυράει και ο τίτλος της. Ναι, δεν είναι απλά το Πήλιο, είναι το βουνό των Κενταύρων! Δεν είναι απλά κάποιοι βιολοντσελίστες ή πιανίστες, είναι οι απόγονοι του Μότσαρτ, του πιο παραγωγικού και αναγνωρίσιμου συνθέτη, του «ροκ-σταρ» της κλασικής μουσικής! Ήθελα οι λέξεις του τίτλου να έχουν αυτό το επιπρόσθετο συμβολικό βάρος.

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των ντοκιμαντέρ και μάλιστα στην Ελλάδα;
Ζούμε μια άνθηση του ντοκιμαντέρ τα τελευταία 15 χρόνια παγκοσμίως, ενώ ταυτόχρονα η ταινία μυθοπλασίας περνάει μια τεράστια κρίση διεθνώς. Στην Ελλάδα έχουν γίνει τεράστια βήματα στο ντοκιμαντέρ. Αυτό έχει να κάνει με διάφορους λόγους, αλλά σίγουρα μεγάλο ρόλο έχει παίξει η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας που μειώνει το κόστος υλοποίησης μιας ταινίας δραματικά. Έτσι έχουμε τώρα περισσότερες φωνές, περισσότερους δημιουργούς, περισσότερη έκθεση διαφορετικών ιστοριών και ποικιλίας θεμάτων που σε άλλες εποχές δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν πόσο μάλλον να συναντηθούν με τον θεατή στην οθόνη. Ο ρόλος των «ντοκιμαντέριστα» δεν είναι διαφορετικός από τον ρόλο του οποιουδήποτε καλλιτέχνη: Να αφουγκράζεται τους γύρω του, την εποχή του, να παρατηρεί, να επισημαίνει, να θέτει ερωτήματα, ταυτόχρονα να συνομιλεί με την τέχνη του, να καινοτομεί! Η δυσκολία τώρα είναι πως μαζί με τη βεντάλια της γκάμας των ταινιών άνοιξε και η βεντάλια της ποσότητας και της υπερθέασης σε νέες πλατφόρμες και νέες οθόνες μεγάλες, μικρές ή «μικρότερες». Ο θεατής βομβαρδίζεται συνεχώς από οπτικοακουστικό περιεχόμενο που είναι πια παντού, ενώ περιφέρεται με μια οθόνη στην τσέπη του! Τι θα διαλέξει να δει; Πόσα δευτερόλεπτα θα μείνει να κοιτάζει αυτό που εμφανίζεται μπροστά του; Το δάχτυλό του προσπερνά με μηχανικές κινήσεις την εικόνα εκείνη που του φαίνεται βαρετή. Ο κινηματογραφιστής πια μπαίνει σ’ έναν ιλιγγιώδη ανταγωνισμό με τον διπλανό του. Το παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής – διανομής – προβολής επίσης κλονίζεται. Το streaming (η διανομή μιας ταινίας αποκλειστικά στο ίντερνετ) έχει μπει στη ζωή μας για τα καλά και ίσως-ίσως στο κοντινό μέλλον να μην υπάρχουν πια αίθουσες κινηματογράφων. Γίνεται φανερό πως ο ρόλος του κάθε καλλιτέχνη γίνεται πιο σύνθετος, πιο πολύπλοκος και καλώς ή κακώς είναι μονόδρομος η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αναγκαστικά κάποιες φωνές θα βγουν μπροστά, κάποιες θα χαθούν στον θόρυβο ίσως άδικα. Όμως έτσι δεν γίνονταν πάντα; Ας επιμείνει ο καθένας μας να εκφράζεται και να δημιουργεί παραμένοντας πιστός στις αξίες και τις αρχές του ακόμη και όταν όλα δείχνουν δύσκολα, αξεπέραστα, ίσως και μάταια. Προσωπικά δεν το θεωρώ αυτό λίγο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το