Τοπικά

Γιαγιά οκτώ εγγονιών από τη Νέα Ιωνία ξανά πίσω στα θρανία

Πίσω από τους στίχους ενός ποιήματος που έγραψε μία 67χρονη γυναίκα από καρδιάς, κρύβεται η συγκινητική ιστορία της Αγλαΐας Μητάκου από τη Νέα Ιωνία. Μέσα σε λίγες αράδες αφηγήθηκε τη ζωή της, καθώς όταν ήταν μικρή δεν συνέχισε το σχολείο. Ωστόσο, μισό και πλέον αιώνα από την τελευταία φορά που βρέθηκε μέσα σε μία σχολική αίθουσα, τη χρονιά που μας πέρασε, γύρισε πίσω στα θρανία έπειτα από την εγγραφή της στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Βόλου.
Η κ. Μητάκου αναζητούσε από χρόνια μία δεύτερη ευκαιρία στη γνώση. Ήταν το κρυφό μεράκι της ετούτο, αφού ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα να επιστρέψει στο σχολείο και να ολοκληρώσει την υποχρεωτική 9χρονη εκπαίδευση. Τη σχολική περίοδο 2017-18 έκανε πραγματικότητα το όνειρό της και στη γιορτή λήξης που έγινε στο Σ.Δ.Ε. Βόλου τον περασμένο Ιούνιο, συγκίνησε τους πάντες σαν απήγγειλε το ποίημα που έγραψε και τελείωνε με τους στίχους «Σχολείο μου σ’ ευχαριστώ, που ‘χα την ευκαιρία, να μάθω κι εγώ γράμματα σ’ αυτή την ηλικία».
Με τρόπο έμμετρο, αλλά ύφος αυθεντικό, ίσως γιατί βάδισε πάνω σε μονοπάτι αυτοβιογραφικό, η 67χρονη γυναίκα, η οποία έχει οκτώ εγγόνια που τις χάρισαν οι τρεις κόρες της (η μεγαλύτερη εγγονή της είναι 28 ετών, ενώ το… στερνοπούλι της μόλις επτά μηνών), μίλησε για τη ζωή της, αλλά και την επιστροφή της στην τάξη, προκειμένου να ολοκληρώσει ό,τι άφησε ανεκπλήρωτο από τη δεκαετία του ’60.
«Γεννήθηκα 26 Νοεμβρίου 1951. Δημοτικό πήγα στο 20ό της Νέας Ιωνίας. Στα χρόνια τα δικά μου λειτουργούσε επί της Μαιάνδρου, στη συνοικία Πέτρου και Παύλου. Στην πρώτη τάξη πήγα το 1957-58, ενώ τελείωσα το 1963. Κλασική μαθήτρια, όπως όλοι της εποχής μου με την ποδιά και το λευκό γιακαδάκι», θυμήθηκε η κ. Μητάκου, καθώς άρχισε να εξιστορεί τα παιδικά της χρόνια. Η οικογένειά της είχε μικρασιατικές καταβολές, αφού οι πρόγονοί της βρέθηκαν στον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας κυνηγημένοι από τους Τούρκους το «μαύρο» ’22. «Ο παππούς μου ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Δούλευε στο δικό του καΐκι, ενώ και ο πατέρας μου έγινε ψαράς. Έβγαζε το μεροκάματο από τη θάλασσα με τη βάρκα που είχε. Όταν ήμουν 11 ετών, ο πατέρας μου αρρώστησε. Υπέστη καρδιακό επεισόδιο και σώθηκε από θαύμα, μόνο και μόνο, γιατί ήταν πολύ δυνατός σαν άνθρωπος. Εξαιτίας των συνθηκών που επικράτησαν τότε στο σπίτι, προέκυψαν δυσκολίες. Όταν ήμουν στη ΣΤ’ τάξη, λόγω της ασθένειας του πατέρα, έβγαλα τη μισή χρονιά στην Ασπρόγεια, όπου μ’ έστειλαν σε μία θεία μου, αλλά την άνοιξη γύρισα στη Νέα Ιωνία και πήρα το απολυτήριο από το 20ό. Στο σχολείο συνέχισε η αδερφή μου, ενώ εμένα μ’ έστειλαν στη μοδίστρα. Δεν είχα κλείσει καν τα δώδεκα, όταν πήγα να μάθω την τέχνη», πρόσθεσε στη συνέχεια η Αγλαΐα Μητάκου.
Τα χρόνια πέρασαν και η νεαρή τότε γυναίκα πήρε τον δρόμο της: «Άρχισα να δουλεύω μοδιστρούλα. Στα 18 χρόνια μου με πάντρεψαν οι γονείς μου. Πήγα Θεσσαλονίκη, αλλά γύρισα πίσω. Δεν ήθελα τη μεγαλούπολη, ήταν και η νοσταλγία για το άρωμα που μοσχοβολούσαν οι νεραντζιές που ήταν φυτεμένες στους δρόμους του Βόλου. Αφότου ενηλικιώθηκα, έκανα πολλά πράγματα στη ζωή μου. Και στη δουλειά μου πέτυχα. Αγόρασα ξενοδοχείο, ενώ έστησα κι ένα εστιατόριο εδώ στην Άφησσο. Όμως, μου είχε μείνει το μεράκι με το σχολείο».
Το ημερολόγιο έγραφε 3 Οκτωβρίου 2017, όταν η δυναμική Βολιώτισσα πέρασε το κατώφλι του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. «Εκείνη την ημέρα με κατέκλυσαν απίστευτα συναισθήματα. Δεν περιγράφονται με λόγια. Το κλίμα στο σχολείο είναι εξαιρετικό. Οι καθηγητές όλοι έχουν τρομερή μεταδοτικότητα. Και το ευχαριστώ που απηύθυνα μέσα από το ποίημα, είναι η πραγματικότητα. Τελείως αληθινό», είπε χαρακτηριστικά, ενώ κλείνοντας αναφέρθηκε στη στήριξη που είχε από την οικογένειά της: «Στο σπίτι το πήρανε πολύ καλά. Μάλιστα, η μεγάλη μου κόρη, η οποία τώρα είναι 46 ετών, μου είπε: Μαμά και πολύ άργησες».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το