Άρθρα

Για το πολυνομοσχέδιο και άλλες εξελίξεις στον χώρο της Παιδείας

Tου Βασίλη Τίρχα*

Στις 22 Απριλίου 2020 δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Είναι ευνόητο ότι ο χρονισμός (εν μέσω πανδημίας και με κλειστά σχολεία) από μόνος του αποτελεί πρόκληση. Αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο μαρτυρά την απώτερη στόχευση: να περάσει με τις δυνατόν μικρότερες αντιδράσεις ένα νομοσχέδιο που συνεχίζει «να ορθώνει τείχη» στο δικαίωμα στη μόρφωση όλων των παιδιών. Όσο και αν προσπαθούν «να μακιγιάρουν» το νομοσχέδιο με εύηχες και πρωτότυπες επικοινωνιακά φράσεις τόσο η πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι οι αντιδραστικές διατάξεις που περιλαμβάνει (αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια ή στη δομή και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης) αποτελούν ακόμα έναν κρίκο στην αλυσίδα των αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων. Για παράδειγμα, υπό τον ωραίο τίτλο «Εργαστήρια Δεξιοτήτων» εισάγονται στο Δημοτικό αποσπασματικές, ασυνάρτητες θεματικές ενότητες, δίχως σχέση με τη μαθησιακή διαδικασία (η οποία με αυτόν τον τρόπο κατακερματίζεται) και με απαράδεκτο περιεχόμενο (όπως γνωριμία με την επιχειρηματικότητα!), ενώ, αντιθέτως, κανένα μέτρο δεν παίρνεται για αυτό που είναι αληθινά αναγκαίο για τους μαθητές, να δοθεί γενναία χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ώστε κάθε σχολείο να έχει εξοπλισμένο και σύγχρονο εργαστήριο, για να εμπλουτιστεί το περιεχόμενο διδακτικών αντικειμένων και να ενισχυθεί η σφαιρική και ολοκληρωμένη γνώση.

Ανάμεσα στο πλήθος μέτρων, περιλαμβάνεται το αίσχος της καθιέρωσης του ελάχιστου αριθμού των 16 μαθητών ανά τάξη στα 2θέσια και πάνω Νηπιαγωγεία και των 20 στα 7θέσια και πάνω Δημοτικά, η οποία θα σημάνει, με μαθηματική ακρίβεια, υποχρεωτικές μετακινήσεις μαθητών και εκπαιδευτικών και, φυσικά, απολύσεις αναπληρωτών, η ρύθμιση για ανώτατο ηλικιακό όριο εγγραφής στα ΕΠΑ.Λ τα 17 έτη, με την οποία υψώνονται νέοι ταξικοί φραγμοί, και η εισαγωγή του αντικειμένου της Αγγλικής (!) στην Προσχολική Αγωγή. Επίσης, η κυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη περίοδο για να επαναφέρει μέτρα που έχουν απορριφθεί από τους αγώνες εκπαιδευτικών και μαθητών, όπως, π.χ., η Τράπεζα Θεμάτων, η αναχρονιστική αναγραφή της «διαγωγής» στα απολυτήρια του Γυμνασίου και του Λυκείου και οι λεγόμενες πολυήμερες αποβολές στο όνομα της πειθαρχίας των μαθητών!

Η αντιεκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί «το κερασάκι στην τούρτα» μίας πολύχρονης και συνεχιζόμενης υποβάθμισης. Πρακτικά, αποτελεί και τον δείκτη ελέγχου όλων των παραπάνω κατευθύνσεων. Ο εκπαιδευτικός θα αξιολογείται για το αν και κατά πόσο θα τα υλοποιεί! Αυτή θα είναι η περιβόητη εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση (όποιον μανδύα και αν της φορέσουν, π.χ. «αποτίμηση εκπαιδευτικού έργου»)! Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί και επεκτείνει το πλαίσιο που είχε κληροδοτήσει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Διατηρεί τον πυρήνα του και προχωρά πολλά βήματα παρακάτω, το εξειδικεύει και το συγκεκριμενοποιεί. Η αξιολόγηση δεν αντιμετωπίζει τις σύγχρονες ανάγκες των παιδιών για ουσιαστική μόρφωση. Δεν έχει καμία σχέση με την επίλυση των προβλημάτων των σχολείων αλλά και του ίδιου του έργου του εκπαιδευτικού. Επί της ουσίας, γίνεται ακόμα πιο βαθιά η κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών με διάφορα κριτήρια, και ειδικά με τα «εκπαιδευτικά αποτελέσματα». Ενοχοποιούνται οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία, οι ίδιοι οι μαθητές και οι οικογένειές τους, για τις δυσλειτουργίες στην εκπαιδευτική διαδικασία και, από την άλλη, στόχος είναι να αθωώνονται οι πολιτικές των κυβερνήσεων. Η αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων διαχρονικά «έχει αξιολογηθεί» και παίρνει κάτω από τη βάση.

Σε σχέση με τον χώρο της Ειδικής Αγωγής, η αλήθεια είναι ότι, σε προ κορονοϊού συνθήκες, οι οικογένειες έκαναν έναν αγώνα επίπονου και κοστοβόρου δρόμου, για να μπορέσουν να στηρίξουν στοιχειωδώς τα παιδιά τους, επειδή οι δημόσιες δωρεάν δομές για τις κάθε είδους παρεμβάσεις είναι ελάχιστες, ενώ τα δημόσια ειδικά σχολεία, και οι ειδικές δομές εντός του τυπικού σχολείου, δεν επαρκούν, στελεχώνονται κάθε χρόνο από αναπληρωτές που ο αριθμός τους καθορίζεται από τις διαθέσιμες πιστώσεις και όχι από τις πραγματικές ανάγκες, με συνέπεια η πρωινή στήριξη, ούτως ή άλλως, να μη φθάνει και οι γονείς, με δική τους ευθύνη, «να χτυπούν την πόρτα» των ιδιωτικών δομών, προκειμένου να αναπληρώσουν το κενό. Με τον κορονοϊό «να γελά», προστέθηκε επώδυνα και ο εγκλεισμός των παιδιών με αναπηρία. Το ζήτημα είναι ότι το κάθε παιδί με αναπηρία είναι ένα ξεχωριστό παιδί, έχει τις δικές του εξατομικευμένες ανάγκες, γι’ αυτό χρειάζεται το διαφοροποιημένο επιστημονικό παιδαγωγικό πλαίσιο, μα πάνω από όλα τη στήριξη, την επαφή, το έμψυχο πλαίσιο, για να νιώσει ασφάλεια και να κατακτήσει όλα τα υπόλοιπα. Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας, αντί να στρέψει την προσοχή της, να ασχοληθεί επιστημονικά, να σκύψει πάνω στην ανακούφιση αυτών των ευπαθών πληθυσμών και, εν τέλει, να χρηματοδοτήσει τα επιπλέον μέτρα που είναι ανάγκη να παρθούν, περιορίστηκε σε τηλεοπτικό δρώμενο με τον πρωθυπουργό να εκφράζει την ευαισθησία του και σε πλήθος εγκυκλίων που «φωτοτυπούσαν» την κατεύθυνση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Μόνο που με «αντιγραφή-επικόλληση» κατευθύνσεις ειδική αγωγή και εκπαίδευση δε γίνεται!

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιστροφής στα σχολεία, οι ανακοινώσεις που έκανε το Υπουργείο Παιδείας, την προηγούμενη εβδομάδα, για το άνοιγμα των σχολείων ενέτειναν τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τόσο στους γονείς και στους μαθητές όσο και στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς. Αυτό συμβαίνει γιατί χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σχολεία δε φαίνεται να βρίσκονται στις προθέσεις της κυβέρνησης να λυθούν, όπως, για παράδειγμα, η έλλειψη καθαριότητας, οι ανεπαρκείς κτιριακές υποδομές, τα μέσα ατομικής προστασίας και τα υλικά καθαρισμού κλπ. Η κυβέρνηση προβάλλει, για άλλη μια φορά, την ατομική ευθύνη, αντί να αναλάβει τη δική της ευθύνη, που είναι η προστασία όλων των εργαζομένων (των εκπαιδευτικών και των καθαριστριών -ών), των μαθητών και των οικογενειών τους. Άρα, το κύριο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το πώς θα διασφαλιστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις προκειμένου να ανοίξουν τα σχολεία, αν πραγματικά διασφαλίζεται η υγεία των μαθητών και των εκπαιδευτικών με ευθύνη του κράτους, χωρίς να μετακυλίεται το κόστος και η ευθύνη σε γονείς και μαθητές, αντίστοιχα.

Ως εκπαιδευτικοί, με αίσθημα ευθύνης, τις μέρες της πανδημίας, χωρίς τη στήριξη από το Υπουργείο Παιδείας, με σχεδόν ανύπαρκτα μέσα σταθήκαμε δίπλα στους μαθητές, δίπλα στα «παιδιά μας», προσπαθώντας να διατηρηθεί ζωντανή η παιδαγωγική σχέση. Το ίδιο πράξαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης διατηρώντας το σχολείο «ανοιχτό», ιδιαίτερα για τα παιδιά των πιο φτωχών οικογενειών. Τώρα, θέλουμε να ακουστεί δυνατά η φωνή μας: Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης δε λύνει τα τεράστια προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί τόσα χρόνια, χειροτερεύει την Παιδεία, οδηγεί τους γονείς να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, μετατρέπει τη μόρφωση σε ακόμα πιο ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα. Χρειάζεται να είναι κοινός, λοιπόν, ο αγώνας για να μην κατατεθεί στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο και για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων των σχολείων με ευθύνη του κράτους. Τώρα είναι ώρα να δυναμώσει ο κοινός αγώνας εκπαιδευτικών, γονέων, φοιτητών, μαθητών, όλων των εργαζομένων για τη μόρφωση, τη δουλειά και τη ζωή που μας αξίζει.

*O Βασίλης Τίρχας είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Γραμματείας Βόλου του Π.Α.ΜΕ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το