Τοπικά

«… για δες ΑΝΘΡΩΠΟΣ είμαι και εγώ…» – Συγκλονιστικές εμπειρίες κρατουμένων των φυλακών Βόλου σε βιβλίο

Ταξίδεψαν μέσα από τη θάλασσα, περπάτησαν χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στο κρύο, ανάμεσα από βόμβες, ταλαιπωρήθηκαν, έχασαν την αθωότητα της ηλικίας τους και έφθασαν στην Ελλάδα, για να καταλήξουν στη φυλακή, διότι η πείνα τους ανάγκασε να κλέψουν ή να πουλήσουν ναρκωτικά.
Η Ελλάδα, για τους περισσότερους από αυτούς είναι το πέρασμα, προκειμένου να φθάσουν στη δυτική ή τη βόρεια Ευρώπη και να βρουν δουλειά.
Νέοι, που βρέθηκαν κρατούμενοι των φυλακών Βόλου, έγραψαν τα βιώματά τους και τα κυκλοφόρησαν σε ένα βιβλίο, με τίτλο «… για δες ΑΝΘΡΩΠΟΣ είμαι και εγώ…», στο πλαίσιο του πολιτιστικού προγράμματος «Νοιάζομαι και δρω» κατά το σχολικό έτος 2016-17.
Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο που εκδίδεται στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, δημιούργημα των καθηγητριών Αναστασίας Χατζηπλή και Σοφίας Φράγγου.

Φυλακισμένοι που παρακολούθησαν μαθήματα στο σχολείο των φυλακών Βόλου ευαισθητοποιήθηκαν, άνοιξαν την ψυχή τους και περιέγραψαν τις εμπειρίες που είχαν με την απρόσμενη και βίαιη φυγή από τις πατρίδες τους.
Μαροκινοί, Αλγερινοί, Αλβανοί, Πακιστανοί, Σύριοι, Παλαιστίνιοι, Αφγανοί, Ιρακινοί και Γεωργιανοί κρατούμενοι των φυλακών ανακάλυψαν τη σημασία του εθελοντισμού και της αλληλοβοήθειας μέσα από τα δικά τους βιώματα.

«Κοιμόμουν στον δρόμο»

«Είμαι από την Αλγερία», γράφει ο Αλ. «Ήμουνα μοναχογιός, δεν είχα αδέλφια. Στην οικογένειά μου είχαμε οικονομικά προβλήματα. Οι γονείς μου δεν είχαν δουλειά. Αναγκάστηκα κι έκλεβα σπίτια στην Αλγερία, για να μαζέψω χρήματα να φύγω. Με πιάσανε και μπήκα φυλακή. Ήθελα να πάω στη Γερμανία για δουλειά. Ήξερα ότι υπάρχουν Αλγερινοί που σε βοηθάνε να φύγεις. Τους έδωσα 700 ευρώ, για να έρθω στην Ελλάδα και μετά να πάω Ιστανμπούλ με αεροπλάνο. Στη συνέχεια από την Κωνσταντινούπολη στο Ισμίρ (Σμύρνη) με λεωφορείο. Εκεί κάθισα 10 μέρες, κοιμόμουν στον δρόμο. Δεν είχα χρήματα, τα είχα δώσει όλα στον «καπετάνιο» που θα με μετέφερε στην Ελλάδα. Αυτός μου τα έδινε όλα, φαγητό, ύπνο, κ.λπ., αλλά δεν είχε καλό σπίτι και εγώ κοιμόμουν στον δρόμο. Η μητέρα και ο πατέρας μου στεναχωριόταν, γιατί ήθελαν να πάω στη Γερμανία.
Από τη Σμύρνη θέλαμε να πάμε στη Σάμο. Μπήκαμε και κρυφτήκαμε σε φορτηγά αυτοκίνητα μέσα στο φέρι μποτ που πήγαινε Σάμο. Υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί, αλλά δεν έψαχναν τα αυτοκίνητα. Μετά το φορτηγό που ήμασταν μέσα (είχε ειδική κρύπτη και κρυφτήκαμε 15 παιδιά) μπήκε στο Blue Star. Από τη Σμύρνη στη Σάμο ήταν 1 ώρα και 40 λεπτά.

Στη Σάμο δεν σε δεχόντουσαν στο camp αν δεν είχες χαρτιά. Εγώ δεν είχα γιατί ήθελα να με διώξουν.
Έτσι έφυγα με πλοίο και φτάσαμε στην Αθήνα. Για 3 μέρες κοιμόμουν στον δρόμο. Βρήκα μια καφετέρια όπου σύχναζαν Αλγερινοί και κάθισα εκεί. Πήγαινα στα συσσίτια της εκκλησίας και έτρωγα. Οι φίλοι μου με πήγαν σε ένα ξενοδοχείο όπου έμενες με 5 ευρώ τη βραδιά. Αν δεν είχες σε έδιωχναν. Εγώ έκλεψα ένα κινητό και έτσι μπορούσα να πληρώσω το ξενοδοχείο. Κάθισα 10 μέρες στην Αθήνα και μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη με το τρένο κρυφά.
Πήγα στο camp στην Ειδομένη και κάθισα εκεί 3 μήνες. Έκανα πλαστά χαρτιά και φαινόμουν ότι ήμουν από τη Συρία. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα και έμεινα εκεί. Αργότερα, όταν έκλεισε η Ειδομένη, όλοι πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Έμεινα στο camp Softex στα Διαβατά, που ήταν για ανάπηρα παιδιά. Εγώ βρήκα ένα άρρωστο παιδί και του έδωσα τα χαρτιά μου για να πάει στο νοσοκομείο. Μας βρήκε η αστυνομία και επειδή δεν είχα χαρτιά, με έκλεισαν φυλακή για 25 μέρες. Έλεγα ότι είμαι Σύριος, αλλά κατάλαβαν ότι δεν είμαι, γιατί φέρανε μεταφραστή. Εγώ προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Με πήγαν στον γιατρό. Μετά από αυτό, αποφάσισαν να μου δώσουν χαρτιά ότι είμαι από τη Συρία. Πήγα στο camp «Άρσις» στα Διαβατά για 20 μέρες. Εκεί, αν απουσιάζεις για 2 μέρες, παίρνανε τηλέφωνο την αστυνομία, για να σε βρει και να σε φέρει πίσω. Ζήτησα πολιτικό άσυλο ως Σύριος πρόσφυγας.
Από το camp «Άρσις» πήγαινα στη «Ροτόντα» στη Θεσσαλονίκη. Εκεί υπήρχαν πολλοί Αλβανοί. Γνώρισα έναν Αλβανό που μου είπε να πουλάω χασίς για 50 ευρώ για να βγάλω λεφτά. Πούλαγα για 2 μήνες κι έβγαζα πολλά λεφτά. Μίλησα με 3 παιδιά Αλγερινούς, για να μου δείξουν πως να στείλω χρήματα στο σπίτι μου, στην Αλγερία.
Κάποιο βράδυ πήγα σε ένα πάρτι στο Πανεπιστήμιο να περάσω καλά, να πιω μπύρα, να βρω καμιά κοπέλα… Είχα πιεί πολύ, είχα μεθύσει… βρήκα μια κοπέλα, δεν ήξερα τι έκανα… Με κατήγγειλε, την άλλη μέρα με πιάσανε, πήγανε στο σπίτι μου, βρήκαν και το χασίς και με βάλανε φυλακή.
Μέσα στη φυλακή μου έρχεται στο μυαλό μια εικόνα που θα ήθελα να είναι πραγματικότητα. Θα ήθελα να έχω ένα σπίτι, λίγα χρήματα και να είμαι με τους φίλους μου».

«Ερχόταν οι αντάρτες κάθε μέρα και σκοτώνανε, αποκεφαλίζανε…»

«Είμαι ο Ομπ και είμαι από τη Συρία. Είμαι απ’ την περιοχή Ντεές, Σιίτης. Εκεί σε κάθε σπίτι υπάρχουν όπλα, γιατί γίνεται πόλεμος και πρέπει με έναν τρόπο να προστατευτούμε. Ο μπαμπάς μου ήταν μικροπωλητής και πουλούσε πράγματα στον δρόμο. Η μαμά μου ήταν δασκάλα. Δίδασκε αραβικά, αγγλικά, μαθηματικά.
Εγώ πήγαινα στο Πανεπιστήμιο και σπούδαζα κτηνίατρος. Υπήρχαν προβλήματα πολλά στην πόλη. Ερχόταν οι αντάρτες κάθε μέρα και σκοτώνανε, αποκεφαλίζανε…
Μαζέψαμε χρήματα με πολλές στερήσεις, 5.000 ευρώ και αποφασίσαμε να φύγουμε μαζί με τη μητέρα μου. Από τη Συρία ξεκινήσαμε περπατώντας και περάσαμε τα σύνορα. Ήταν κλειστά και δώσαμε χρήματα και περάσαμε. Κοιμόμασταν στον δρόμο και τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε… Κάναμε 20 μέρες να φτάσουμε από τα σύνορα της Συρίας – Τουρκίας στη Σμύρνη. Ήμασταν πολλοί μαζί, οικογένειες, παιδιά…
Φτάσαμε στη Σμύρνη. Υπήρχε ένα σπίτι από τους διακινητές όπου μπορούσαμε να μείνουμε μέχρι να πάμε Μυτιλήνη. Μείναμε 3 μέρες και μετά ξεκινήσαμε και ταξιδεύαμε 4 ώρες. Τότε το καράβι βυθίστηκε. Ήμασταν 45 άτομα…

Έμεινα στη Μυτιλήνη 6 μήνες στο camp στη Μόρια. Για ένα μήνα ήμουν μαζί με τη μητέρα μου. Μετά αυτή έφυγε για Αθήνα και μετά στη Γερμανία. Εμένα με κλείσανε φυλακή, γιατί ήμουνα λαθρομετανάστης.
Μόλις βγήκα πήγα στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν είχα χαρτιά και με στείλανε για απέλαση πίσω στην Τουρκία. Εγώ, όμως, προσπάθησα να ξαναγυρίσω πίσω στην Ελλάδα με άλλο τρόπο. Βρήκα ένα παιδί στην Κωνσταντινούπολη και μου είπε να πάω οδικώς με αυτοκίνητο. Ο σοφέρ ζήτησε 2.000 ευρώ και ήμασταν 5 παιδιά. Περάσαμε από Σουφλί, Αλεξανδρούπολη, Ξάνθη, Κομοτηνή.
Εκεί με έπιασαν και με έστειλαν φυλακή. Είμαι 3 μήνες φυλακή. Ο μπαμπάς μου δεν υπάρχει πια, τον σφάξανε και η μητέρα μου είναι στη Γερμανία. Έχω έναν αδελφό που είναι σε Πανεπιστήμιο της Γερμανίας, στη Στουτγκάρδη και σπουδάζει Αρχιτεκτονική, ενώ δουλεύει.
Ξέρουν ότι είμαι εδώ. Αν και προσπαθούν να με πάρουν στη Γερμανία, δεν είναι εύκολο. Κι εγώ θέλω να πάω εκεί, αν βγω. Όμως θα με στείλουν πίσω στη Συρία με την απόφαση του δικαστηρίου. Αδιέξοδο…»

«Έφυγα, για να μην με σκοτώσουν»

«Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Συρίας», γράφει ο Βασ. «Είμαι Κούρδος. Το 2012 έπρεπε να πάω στον στρατό υποχρεωτικά, ενώ πρόεδρος ήταν ο Μπασάρ Αλ Άσαντ. Οι Άραβες, εκείνο τον καιρό, είχαν σκοτώσει τρεις φίλους από το χωριό μου, γιατί πήγαν στον στρατό του Άσσαντ. Για να μην με σκοτώσουν κι εμένα, όταν θα πήγαινα στον στρατό, η μητέρα μου είπε να φύγω από τη χώρα για λίγο – 6 μήνες, 1 χρόνο – και να πάω στην Τουρκία, στην Κωνσταντινούπολη. Ήμουν 17,5 χρονών. Έφυγα, πέρασα στην Τουρκία κι έμεινα 7 μέρες. Δεν ήθελα να μείνω στην Τουρκία πιο πολύ κι αποφάσισα να περάσω στην Ελλάδα, για να φύγω αργότερα από ‘κει για άλλη χώρα.
Στα σύνορα μας έβαλαν σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι και περιμέναμε εκεί 150 άτομα – καθόμασταν ο ένας πάνω στον άλλον – μέχρι ν’ αλλάξει η σκοπιά και τότε ένα φορτηγό μας έφερε στο ποτάμι. Εκεί φουσκώσαμε με τρόμπα γρήγορα – γρήγορα ένα φουσκωτό, μπήκαμε μέσα 17-18 άτομα και περάσαμε στην Ελλάδα. Είδα 2 νεκρούς μέσα στο ποτάμι. Δεν ξέρω πως πέθαναν, μπορεί να πνίγηκαν. Ανάμεσά μας ήταν μια κοπέλα 20-22 χρόνων από την Παλαιστίνη με ένα παιδί στην αγκαλιά και μια βαριά τσάντα. Ήταν μόνη της, δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει. Της πήρα την τσάντα και τη βοήθησα να περάσει το ποτάμι, αλλά ο διακινητής θύμωσε. «Γιατί βοηθάς;» μου φώναξε και πέταξε τη δική μου τσάντα στο ποτάμι. Μέσα είχα το κινητό μου και τα πράγματά μου. Ευτυχώς το διαβατήριο το είχα πάνω μου.

Όταν περάσαμε το ποτάμι και φτάσαμε στην Ελλάδα, έπρεπε να πάμε στην Αλεξανδρούπολη με τα πόδια. Μαζί μας ήταν και μικρά παιδιά. Βοήθησα μια οικογένεια Κούρδων που είχε 3 παιδιά. Η γυναίκα ήταν έγκυος και κρατούσε μια μεγάλη τσάντα. Πήρα τα 2 παιδιά, το ένα αγκαλιά, το άλλο στην πλάτη. Ο άντρας κρατούσε το άλλο παιδί στην αγκαλιά και είχε μια πολύ βαριά τσάντα με τα πράγματά τους στην πλάτη.
Ξεκινήσαμε στις 7 το απόγευμα και φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη στις 3 τη νύχτα.
Πήγαμε σε μια εκκλησία και βρήκαμε νερό να πιούμε, γιατί δεν είχαμε τίποτε μαζί μας. Κάποιοι κάτοικοι ειδοποίησαν την αστυνομία. Η αστυνομία μας πήγε σε ένα χώρο με σκηνές. Εμένα με νόμισαν διακινητή και με έβαλαν σε ξεχωριστό δωμάτιο φυλακισμένο. Οι άλλοι είπαν στην αστυνομία ότι δεν είμαι εγώ ο διακινητής, ότι με ξέρανε. Η αστυνομία τους πίστεψε και με άφησαν να πάω μαζί τους. Μας έδωσαν κάποια προσωρινά χαρτιά.
Το απόγευμα μας είπαν: «φεύγετε». Εγώ μαζί με 3 άλλους βρήκαμε ένα ταξί, ρωτήσαμε πόσα λεφτά κοστίζει να μας πάει στον σταθμό των λεωφορείων και πήγαμε. Εκεί βγάλαμε εισιτήριο για Αθήνα και φύγαμε.

Στην Αθήνα έμεινα με 2 ξαδελφούς μου και με κάποιους άλλους Κούρδους. Οι δικοί μου μου έστελναν λεφτά. Έπινα πολλές φορές και μεθούσα. Μια φορά που είχα πιεί, πήγα στο Σύνταγμα και έκλεψα ένα κινητό. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο, γιατί ήμουν μεθυσμένος. Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο ίδιο μέρος και με πιάσανε, γιατί δεν είχα χαρτιά. Στην αστυνομία με χτυπούσανε, λέγανε ότι έκανα ληστεία κι ομολόγησα ότι πήρα το κινητό. Ήξερα πολύ λίγα ελληνικά και δεν καταλάβαινα τι έλεγαν και με κατηγόρησαν ότι στη ληστεία είχα μαχαίρι και πιστόλι. Δεν είχα τέτοια πράγματα, αλλά δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν καταλάβαινα τις κατηγορίες. Έτσι με βάλανε φυλακή κι έμεινα 4 χρόνια μέσα.
Τώρα έφτασε ο καιρός που θα αποφυλακιστώ. Από τη μια μεριά χαίρομαι που βγαίνω, αλλά στο μυαλό μου υπάρχουν πολλές σκέψεις. Στεναχωριέμαι που αφήνω τον φίλο μου, τον Αχ. Τέσσερα χρόνια μέσα στη φυλακή, στον ίδιο θάλαμο, μάθαμε ο ένας τον άλλον, ξέραμε ο ένας τον πόνο του άλλου. Τον Αχ., τον έχω σαν αδελφό μου. Τέσσερα χρόνια ξέχασα το πρόσωπο του αδελφού μου, γιατί δεν τον έχω δει. Με τις οικογένειές μας μιλούσαμε 5 λεπτά και τελείωσε, ενώ με τον Αχ., ήμασταν όλη τη μέρα μαζί. Συζητούσαμε για τη ζωή μας πριν και μετά τη φυλακή. Έλεγε ότι στη ζωή όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Όμως, με συμβούλεψε να προσέχω, να μην κάνω τόσο μεγάλα λάθη και πάω φυλακή ξανά.

Η φυλακή είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Μου έλεγε να κάνω το καλό, το σωστό.
Θέλω να πάω στην Αθήνα, αλλά να μείνω μόνος μου. Δεν θέλω ούτε φίλους, ούτε παρέες, γιατί όσο ήμουν στη φυλακή κανένας δεν με βοήθησε, ούτε μου στέλνανε λεφτά, αλλά φάγανε και τα λεφτά που μου έστελναν οι δικοί μου. Σκέφτομαι να μείνω λίγο καιρό στην Ελλάδα, να βρω δουλειά, να μαζέψω λίγα χρήματα και να γυρίσω στην πατρίδα μου, το Κουρδιστάν. Αν δεν βρω δουλειά, θα μου στείλουν λεφτά οι δικοί μου να γυρίσω στην πατρίδα. Νιώθω άγχος, γιατί είμαι μόνος μου μακριά από μητέρα, αδελφή, οικογένεια. Πρέπει να παλέψω μόνος μου…
Προσέξτε παιδιά η ζωή δεν είναι παιχνίδι. Ό,τι κάνεις το πληρώνεις και καλό και κακό».

«Μάζεψα 2.000 ευρώ και τα έδωσα στον έμπορο»

«Είμαι ο μεγαλύτερος από 6 αδέλφια», αναφέρει ο Αμπ. Είμαστε 3 αγόρια και 3 κορίτσια. Στην πατρίδα μου δεν είχα πάει καθόλου σχολείο. Πέθανε ο μπαμπάς μου και μετά δούλευα σοφέρ σε κοντέινερ. Δούλεψα και 6 μήνες στην αστυνομία.
Είμαι 24 χρόνων, είμαι παντρεμένος και έχω 1 παιδί, κορίτσι ενάμισι έτους. Η γυναίκα μου βρίσκεται στο Ιράκ.
Στο Ιράκ είχα πρόβλημα με τους αντάρτες του Isis και με κατηγορούσαν. Αποφάσισα να φύγω, για να γλιτώσω. Μάζεψα 2.000 ευρώ και τα έδωσα στον έμπορο για να έρθω στην Ελλάδα. Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει ένα σημείο όπου μπορούσα να βρω ανθρώπους να με βοηθήσουν να φύγω.
Από το Ιράκ έφυγα με μια ομάδα και κάναμε τέσσερις μέρες να φτάσουμε στη Συρία με τα πόδια. Φτάσαμε στη Μουσούλη. Εκεί υπάρχουν άνθρωποι από πολλές θρησκείες (Σουνίτες, Σιίτες, Χριστιανοί) και σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Από εκεί περπατήσαμε για 4-5 ημέρες. Μόνο η τσάντα του οδηγού είχε φαγητό και δεν έφτανε για όλους. Όσο περπατούσαμε κάποιοι πέθαναν από εξάντληση και την πείνα.

Όταν έφτασα στην Τουρκία, έμεινα ένα μήνα και δύο ημέρες στην περιοχή Ακσαράι. Έμεινα σε ένα σπίτι με 17 παιδιά. Όλη μέρα ασχολούμασταν με το internet και το facebook. Έτσι και με ποτό περνούσε η ώρα μας. Μετά πήγα στη Σμύρνη και από εκεί με ένα μεγάλο καράβι περάσαμε στη Μυτιλήνη. Μέσα στο καράβι δεν μας πείραξε κανείς. Μόλις φτάσαμε στη Μυτιλήνη κατεβήκαμε. Έμεινα 4 μέρες, πήγα στο camp, πήρα χαρτιά.
Μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη και έμεινα στα Διαβατά στο camp για πρόσφυγες. Εκεί έγινε φασαρία για ένα κορίτσι και με πιάσανε. Επειδή στο camp είμαστε πρόσφυγες από διάφορες περιοχές μαλώνουμε μεταξύ μας. Πειράξαμε ένα κορίτσι και επειδή ήταν με την οικογένειά του, μαλώσαμε. Τα κορίτσια στη χώρα μας δεν πρέπει να μιλάνε με ξένους και από την οικογένειά τους φεύγουν μόνο όταν παντρευτούν, ενώ δεν βγαίνουν, όπως εδώ στην Ελλάδα. Γι’ αυτό μας πιάσανε και τώρα είμαι μέσα στη φυλακή. Μου λείπει η γυναίκα μου, το παιδί μου και θέλω να φύγω, να τους βρω».

«Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα θάλασσα»

«Είμαι ο Αχ., από Χάμα.. Ήμασταν μια ωραία οικογένεια. Ο μπαμπάς δίδασκε αραβικά, η μαμά δεν δούλευε και έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό. Τον μπαμπά τον σφάξανε χωρίς λόγο και εμείς αποφασίσαμε να φύγουμε. Σπουδάζαμε με τον αδελφό μου Οικονομικά. Ο αδελφός μου τελείωσε 3 χρόνια πριν και εγώ πριν από 2. Παράλληλα δουλεύαμε σε ρεστοράν, κόβαμε γύρο για σάντουιτς.
Ο αδελφός μου έφυγε πρώτος και πήγε Γερμανία. Έχει έναν χρόνο. Πηγαίνει σχολείο σε camp για να μάθει Γερμανικά.
Πριν από έναν χρόνο αποφασίσαμε και εμείς να φύγουμε από Συρία. Μαζέψαμε 6.000 ευρώ και δώσαμε από 3.000 για τον καθένα. Πήγαμε από Συρία στη Σμύρνη. Ξεκινήσαμε και κάναμε 3 μέρες ταξίδι. Κοιμόμασταν μέσα στο λεωφορείο, τρώγαμε σε ρεστοράν και ήμασταν 5 άτομα (ήταν μικρό λεωφορείο). Στα σύνορα, πληρώσαμε, για να μπούμε. Μείναμε στη Σμύρνη μια μέρα σε ένα ξενοδοχείο. Μετά μπήκαμε στη βάρκα. Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα θάλασσα. Ήξερα να κολυμπώ, αλλά η μαμά όχι. Κάναμε 25 ώρες να φτάσουμε Μυτιλήνη. Όταν φτάναμε, η βάρκα βυθίστηκε. Ήμασταν 35 άτομα και όλοι σωθήκαμε. Μετά μας έπιασαν και μείναμε σε ένα camp στη Μυτιλήνη. Μετά εγώ και η μαμά κάναμε χαρτιά και ζητήσαμε άσυλο. Στη συνέχεια πήγαμε Αθήνα και μετά Ειδομένη. Καθίσαμε 2 μήνες. Υπήρχαν εθελοντές που μας βοηθούσαν. Κάθισα 2 μήνες και γυρίσαμε Θεσσαλονίκη σε ξενοδοχείο. Μιλήσαμε με ένα φίλο στο τηλέφωνο για να μάθω πως θα φύγω και να με βοηθήσει. Η μαμά καθόταν μέσα στο ξενοδοχείο όλη μέρα στενοχωρημένη πολύ. Καταφέραμε και βγάλαμε εισιτήρια για να φύγουμε Γερμανία από Θεσσαλονίκη. Όμως, με έπιασε η αστυνομία στο αεροδρόμιο, γιατί ήμουν παράνομος. Η μαμά κατάφερε να φύγει, αλλά εγώ είμαι εδώ στη φυλακή. Μου λείπουν πολύ και αισθάνομαι πολύ άσχημα».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το