Ελλάδα

Οι Γερμανοί τουρίστες που μπορούν να φέρουν έσοδα… περπατώντας

oi-germanoi-xanarchontai-os-touristes-stin-ellada

Πάνω από δύο εκατομμύρια Γερμανοί τουρίστες επισκέφθηκαν φέτος την Ελλάδα – στη συντριπτική τους πλειονότητα την καλοκαιρινή περίοδο. Ο αριθμός τους θα μπορούσε να αυξηθεί περισσότερο αν αξιοποιούνταν και οι υπόλοιποι μήνες του χρόνου. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να υπάρξουν και ανάλογες προσφορές, όπως π.χ. γι’ αυτούς που τους αρέσει η πεζοπορία και η αναρρίχηση. Οι εποχές που ενδείκνυνται γι’ αυτού του είδους τον τουρισμό είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο. Από έρευνα που έγινε το 2010 προκύπτει ότι 40 εκατομμύρια Γερμανοί κάνουν πεζοπορία και ξοδεύουν γι’ αυτό το χόμπι 7,4 δισ. ευρώ τον χρόνο. Το 30% των ενδιαφερομένων κάνουν πεζοπορία στις διακοπές τους στο εξωτερικό. Από αυτούς μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό επισκέπτεται την Ελλάδα. Οι λόγοι για τους οποίους δεν έρχονται ξένοι περιπατητές στη χώρα, και τι θα πρέπει να αλλάξει ώστε να την επισκεφθούν περισσότεροι, ήταν τα θέματα ενός ελληνογερμανικού συνεδρίου στο Λιτόχωρο. Διοργανωτής ήταν το ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ σε συνεργασία με την Ελληνογερμανική Συνέλευση, τον Δήμο Δίου-Ολύμπου και την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.

Ιδανικό τοπίο

Κοινή διαπίστωση του συνεδρίου ήταν ότι οι φυσικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για όλες τις μορφές του περιπατητικού τουρισμού στην Ελλάδα είναι ιδανικές: σχεδόν άπειρες οι φυσικές ομορφιές και πολυάριθμα αρχαία, νεότερα και σύγχρονα μνημεία και αξιοθέατα. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν μεν προϋπόθεση, αλλά δεν αρκούν, λέει η Λιάνε Γιόρνταν από τον Γερμανικό Περιπατητικό Σύνδεσμο. «Το θέμα της ασφάλειας είναι σημαντικό για τους Γερμανούς περιπατητές. Και αυτό σημαίνει ότι δίνεται μεγάλη σημασία στην καλή σηματοδότηση στα μονοπάτια. Εκτός αυτού θα πρέπει να υπάρχει και μια υποδομή που να προσελκύει τον οδοιπόρο, μεταξύ άλλων καταλύματα, ταβέρνες, συγκοινωνιακές συνδέσεις, πάρκινγκ απ’ όπου μπορεί να ξεκινήσει κανείς την πεζοπορία».

Η προαναφερόμενη έρευνα διαχωρίζει τους περιπατητές σε δύο κατηγορίες. Η μία ενδιαφέρεται για τη φύση και για δύσκολες διαδρομές, βάζοντας ως στόχο μια κορυφή βουνού, δυσπρόσιτα μονοπάτια. Η άλλη κατηγορία, η οποία αποτελεί τη συντριπτική πλειονότητα των περιπατητών, θέλει να απολαύσει τη φύση, να κάνει ένα σχετικά εύκολο και ευχάριστο άθλημα, ενδιαφέρεται να επισκεφτεί φυσικά και άλλα αξιοθέατα που βρίσκονται κατά μήκος της διαδρομής, να γευθεί τα τοπικά εδέσματα. Σχεδόν πουθενά στην Ελλάδα δεν προσφέρεται ένα τέτοιο ολοκληρωμένο πακέτο. Ο Φοίβος Τσαραβόπουλος, ιδρυτής της Paths of Greece που ειδικεύεται στην κατασκευή δικτύων πεζοπορικών μονοπατιών, επισημαίνει: «Στις περισσότερες, δυστυχώς, διαδρομές είναι αποσπασματική η προσπάθεια που γίνεται. Είτε θα περιορίζεται στη σηματοδότηση είτε στο μάρκετινγκ. Περιοχές που παρουσιάζουν μια κατά κάποιο τρόπο επαγγελματική εικόνα των διαδρομών είναι ελάχιστες». Βασική προϋπόθεση για να αλλάξει αυτή η κατάσταση είναι η συνεργασία πολλών φορέων, τονίζει η Σαμπρίνα Ρέσελερ, η οποία εργάζεται σε εταιρεία που διαχειρίζεται τον περιπατητικό τουρισμό στον Μέλανα Δρυμό της Νοτίου Γερμανίας. «Δεν γίνεται χωρίς συνεργασία. Θα πρέπει να συνεργαστούν οι περιπατητικοί σύλλογοι της περιοχής, οι δήμοι, όλοι αυτοί που διαθέτουν καταλύματα, τουριστικές υπηρεσίες και πολλοί άλλοι. Σημαντικό είναι όλοι αυτοί να συμμετέχουν από την αρχή σε αυτή την προσπάθεια, να υπάρχει ανταλλαγή πληροφοριών. Ο καθένας θα πρέπει να έχει την αίσθηση ότι συμβάλει στην πραγματοποίηση του σχεδίου. Και σε μας στη Γερμανία, δεν θα λειτουργούσαν αυτά τα εγχειρήματα χωρίς τη συνεργασία».

Η χρηματοδότηση

Για τη χρηματοδότηση των σχεδίων αξιοποιήθηκαν ευρωπαϊκά κονδύλια, κυρίως από το πρόγραμμα Leader. Στη χρηματοδότηση συνέβαλαν όμως τόσο δήμοι και κοινότητες όσο τα ξενοδοχεία και η γαστρονομία. Ο Χάραλντ Κνόχε από τον σύλλογο που διαχειρίζεται το μονοπάτι Rothaatsteig στην Κεντρική Γερμανία δηλώνει στην Deutsche Welle: «Τα ξενοδοχεία και οι ταβέρνες μέσω των μονοπατιών εξασφαλίζουν περισσότερους επισκέπτες και μεγαλύτερο τζίρο. Γι’ αυτό θα πρέπει να συμβάλουν οικονομικά σε αυτά τα προγράμματα – κερδίζουν από αυτά».

ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το