Άρθρα

Γελάει ο μωρός

Του Παντελή Προμπονά*

«Ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε». Τη φράση καταγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο έκτο κεφάλαιο του ευαγγελίου του και μπορεί ο Ιησούς να αναφέρεται στην τύχη των πλουσίων, αλλά η φράση έχει τη δική της αυταξία. Αυτός ο στίχος στοχεύει την αυταρέσκεια του γέλιου και επικρίνει την παροδική ευφορία που πολλές φορές επιφέρουν τα υλικά αγαθά.
Η αρχική σκέψη του σημερινού κειμένου, μου ήρθε όταν παρακολούθησα στην ομιλία του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Άδωνι Γεωργιάδη, τον ίδιο να περιγελά τη φτώχεια ενός λαού και το κοινό να ξεκαρδίζεται με το αστείο (;) του. Συγκεκριμένα, θέλοντας να στηλιτεύσει δημόσιες δηλώσεις του υπουργού Νίκου Παππά με αφορμή ένα ταξίδι του, προ ετών, στη Βενεζουέλα (ότι επισκέφθηκε τη χώρα για να συνάψει συμφωνίες στον γεωργικό τομέα), είπε από βήματος πως ο κόσμος εκεί πεθαίνει της πείνας (και συνεπώς τι αγροτικά προϊόντα θα ανταλλάξουμε) και αυτή την αντίφαση τη θεώρησε το ακροατήριο αστείο.

Αυτή την αντίδραση του κοινού του μου έφερε ξανά στη σκέψη τη μεγάλη αναγκαιότητα δημόσιου διαλόγου σήμερα για τη σχέση χιούμορ και πολιτικής. Η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει πολύ απλά εργαλεία επεξεργασίας, αναπαράστασης και διαμοιρασμού εικόνας και ήχου και παράλληλα ο καθένας και η καθεμιά έχει προσβάσεις σε ένα ανεξάντλητο αρχείο για οποιοδήποτε θέμα τον αφορά. Σκεφτείτε όλες τις αστείες καρτέλες με πρωταγωνιστές παίκτες δημοφιλών εκπομπών, τα ξεκαρδιστικά βίντεο με ανακολουθίες σε δηλώσεις πολιτικών, την κοινωνική δυναμική των memes ή των gifs σε δημοσιεύσεις κοινωνικών δικτύων και θα αντιληφθείτε αμέσως τι εννοώ.
Αλλά και η επικαιρότητα τροφοδοτεί την αναγκαιότητα αυτή: Προ μηνών συζητήθηκε έντονα σε πολλά μέσα η κριτική της Έλενας Ακρίτα στο χιούμορ του Μάρκου Σεφερλή και παλιότερα η κριτική του Αντώνη Σαμαρά στον Λάκη Λαζόπουλο ή του Γιώργου Νταλάρα στον Τζίμη Πανούση και η λίστα έχει ακόμα πολλούς πρωταγωνιστές. Και πάντοτε όταν τίθενται τέτοια ζητήματα επανέρχονται στο προσκήνιο όροι όπως τα όρια ή ελευθερίες του λόγου, η κοινωνική κριτική της τέχνης, η σάτιρα και το αν υπόκειται σε λογοκρισία, ωστόσο θεωρώ πως πρέπει να υπερβούμε λίγο τον φορέα του αστείου και να εστιάσουμε στην αξιολόγησή του.

Υπάρχει πολύ σοβαρή επιστήμη πίσω από τη μελέτη του αστείου, του κωμικού. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω το πολύ χρήσιμο ανάγνωσμα «Η πολιτισμική ιστορία του χιούμορ» (2005, Πολύτροπον), των Bremmer και Roodenburg, όπου σημειώνεται πως: Με τον όρο χιούμορ μπορεί να συμπεριληφθεί μια ολόκληρη ποικιλομορφία συμπεριφορών: Από τα αποφθέγματα μέχρι τις γλωσσικές παραδρομές, από τις φάρσες ώς τα λογοπαίγνια, από τη διακωμώδηση ώς τη γελοιοποίηση. Αν αυτή η ποικιλομορφία ενταχθεί στον ιστορικό χρόνο και τους φορείς άρθρωσής της, προφανώς το έργο της κατανόησης γίνεται δυσθεώρητο. Το σίγουρο είναι πως προϋπόθεση του αστείου συνιστά οι κοινός αντιληπτικός κώδικας για μια σειρά θέματα όπως η αισθητική, η ηθική, η κοινωνική θέση, το φύλο ώστε το αστείο να δομείται πάνω στην αντίφαση με τον κώδικα αυτό. Για παράδειγμα αν θέλω να πω ένα ανέκδοτο για Ποντίους, θα πρέπει οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνομαι να γνωρίζουν ή και να αποδέχονται το στερεότυπο περί αγαθότητας της συγκεκριμένης ομάδας.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο αρχικό παράδειγμα. Ποιον κοινό κώδικα μοιράζονται οι άνθρωποι που γέλασαν με την υποτιθέμενη φτώχεια του άλλου; Στην απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορούμε να ανιχνεύσουμε εν τέλει τα κρίσιμα διακυβεύματα της εποχής μας. Στον αντίποδα αυτής της διαδικασίας, η παραγωγή χιουμοριστικής εικόνας και ήχου ως πρακτική πολιτικής κριτικής έχει συναρπαστικά αποτελέσματα και θετικά, αλλά και αρνητικά, αν θέλετε τη γνώμη μου. Στα θετικά συγκαταλέγονται η διεισδυτικότητα τέτοιων μηνυμάτων, η σύγκρουσή τους με τον διάχυτο ανορθολογισμό, ο μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου που δομείται πάνω σε τέτοιες πρακτικές, αλλά και η ψυχαγωγία που προσφέρουν και δεν την υποτιμώ καθόλου. Ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουμε εκεί. Να αρκεστούμε στην αντιληπτική κοινότητα που κατασκευάζει ο μηχανισμός αυτός και ως μια ελίτ να μη συγκρουστούμε πολιτικά και ιδεολογικά με την ουσία της άποψης. Το χιούμορ κινητοποιεί, αλλά και εφησυχάζει.

Με την έννοια αυτή η ευαγγελική περικοπή που σας παρέθεσα στην αρχή έχει σαφώς και μια κυριολεκτική αξία χρήσης πολύ χρήσιμη για την περίπτωσή μας. Σκέψου με τι γελάς σήμερα, τι μαθαίνεις πως είναι αστείο, τι συνηθίζεις ως αστείο, ώστε αύριο που οι επιπτώσεις αυτής της κανονικοποίησης θα είναι ορατές, να μην απορείς πώς φτάσαμε εδώ. Σκέψου αν μπορεί να αποτελεί αστείο ο φτωχός, η αδελφή, η γκόμενα, ο ανάπηρος, ο Αλβανός, η χοντρή, ο γύφτος, ο μαύρος, ο άγριος. Προσέξτε, δεν υποστηρίζω πως πρέπει να ζούμε μέσα σε κάποια γυάλινη θήκη πολιτικής ορθότητας, ούτε πως πρέπει να καταργήσουμε γενικώς τα αστεία και τα ανέκδοτα που γνωρίζουμε και μεταδίδουμε με κάποιου είδους διάταγμα. Σημειώνω απλώς πως μαζί με τη χρήση τους θα πρέπει να σκέφτεσαι ευκρινώς και τα όριά τους, να κατανοείς τα στερεότυπα και τα φορτία που μεταφέρουν. Να μη μπερδεύεις το σοβαρό με το αστείο, διότι στο τέλος θα γελάς συνήθως με μη-αστεία και τότε θα είσαι πραγματικά μωρός, κατά τη φράση που βάφτισε το σημερινό μας κείμενο.

* Ο Παντελής Προμπονάς είναι υπ. διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
[email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το