Θ Plus

Γάμος στο Καστελόριζο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Είναι Αύγουστος πάνω στα ντουζένια του. Με πέτρινα σκαλιά, νυχτωδίες και βαρκαρόλες.
Είναι Αύγουστος! Κι οι Αυστραλοί, καθώς και οι Αμερικανοί, πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες, έχουν κατακλύσει την παράλια στενή στράτα στην καθιερωμένη ετήσια επίσκεψή τους στην πατρώα γη: To Kαστελόριζο..
Είναι Αύγουστος και δυο παιδιά τρίτης γενιάς μεταναστών ήρθαν για να παντρευτούν στη γη των παππούδων τους.
Καλά καλά δεν μιλούν ελληνικά. Κάτι κορώνες που πετάνε έχουν περισσότερο νοτιοαμερικάνικη προφορά, παρά μεσογειακή.
Όμως το ταπεραμέντο φτάνει και περισσεύει. Αισθάνονται Δωδεκανήσιοι στο αίμα και στην καταγωγή. Όχι όμως και στη νοοτροπία…
Αλλά ο γάμος στην Ελλάδα. Με όλα τα έθιμα και τις attraction, όπως επιθυμούσαν βαφτίζοντάς το προγαμιαίο γλέντι στο Καστελόριζο.
Έτσι λοιπόν αποφάσισαν ο γάμος να γίνει με όλη τη νοσταλγική εθιμοταξία του μικρού νησιού. Γι’ αυτό άλλωστε και οι δυο νέοι προτίμησαν το Καστελόριζο.
Ο γαμπρός έλκει τη μισή καταγωγή από το Ρίο Ντε λα Πλάτα. Η μάνα του, η Ιζαμπέλα απ’ το Ροζάριο, Βραζιλιάνα μέχρι το μεδούλι, ξελόγιασε τον πατέρα του τον Στράτο, όχι στο καρναβάλι, μα σε ένα αμερικάνικο μασκέ, με κείνα τα τρεμάμενα σφηνάκια των γλουτών της.
Κάπως έτσι ξελόγιασε και τον ίδιο η Μαρίνα, κόρη μετανάστη από το Καστελόριζο, στην Αϊόβα, ένα βράδυ, σε αμερικάνικο πάρτυ με ελληνικά τσιφτετέλια τον γαμπρό.
Την πάτησε την πεπονόφλουδα ο βραζιλιάνικος σπόρος (με ελληνικό υβρίδιο βέβαια), παρόλο που η μάνα του τον είχε προειδοποιήσει, να φυλάγεται από τις γυναικείες … λεκάνες. Βουλιάζει ευκολότερα μαθές, όποιος ψαρεύει σε φουρτούνα.
Και έπεσαν τα δίχτυα του σε Ελληνίδα από το ίδιο νησί. Άκου σύμπτωση.


*
Βρίσκομαι στο Καστελόριζο όχι για διακοπές, αλλά με αποστολή για το νησί της Ρω. Και στο ελεύθερο απόγεμα που έχω, λέω να κάνω μια βόλτα στα στενά του οικισμού. Περπατώντας πίσω από το λιμάνι, διασχίζω το ωραίο Δημοτικό Σχολειό και πέφτω πάνω στα σούρτα φέρτα του γαμήλιου ορεκτικού. Σε μια κομπανία όλο χαρές και γέλια, με ένα βιολί και μια τσαμπούνα νάχουν πάρει κεφάλι στην πομπή που ξεκινάει, μεσ’ απ’ τα στενά, για το άγνωστο.
Μπροστά μπροστά ένας βλάμης, με νησιώτικα σουσούμια, βράκα ολόμαυρη, τσόχινο ζακέτο μαύρο κι αυτό με κόκκινο τριαντάφυλλο στο μέρος της καρδιάς, βαμβακερή λευκή πουκαμίσα, κόκκινο ζωνάρι με κρεμαστή λουρίδα, βαμβακερές κάλτσες και πασούμια. Μια πουκαμίσα από μέσα φαρδομάνικη κι ένα μαντήλι κεφαλής, δωδεκανήσιος σκούφος, που κοσμεί το όμορφο νεανικό του πρόσωπο. Βλάμης με τα όλα του…
Από πίσω ο βιολιτζής, λίγο μεγαλούτσικος, με βράκα κι αυτός και λίγη φαλάκρα. Δίπλα του ο τσαμπουνιέρης, κατά πολύ νεότερος, βρακάτος και με σφιχτό ζουνάρι στη μέση.
Πιο πίσω κατηφορίζει τα σκαλοπάτια του στενού η παράνυφος που εκτελεί και χρέη αοιδού. Διαθέτει εκπληκτική φωνή – μετά το γλέντι θα μας δωρίσει και την κασέτα που έχει γράψει με δωδεκανησιακές σούστες και μπαλάντες – και θα κοουτσάρει το τσούρμο στα φωνητικά και χορωδιακά κομμάτια του γαμηλιώνα (γαμήλιου τραγουδιού).

Φοράει μεταξωτή πουκαμίσα και μια πλατιά βράκα (κοντοβράτσι το λένε) από άσπρο βαμβακερό ύφασμα που φτάνει ως τα γόνατα. Από πάνω της φέρνει ένα ριχτάρι, αραχνοϋφαντο, από μετάξι. Το καβάδι, όπως το λένε, είναι πάνω από την πουκαμίσα και κάτω από το ζιπούνι. Τη μέση σφίγγει μια πλατιά ολομέταξη ζώνη με μεταξωτά κρόσσια στις άκρες. Οι κάλτσες είναι διπλές, βαμβακερές, σε λευκό χρώμα και τα πασούμια της σαν παντόφλες από κόκκινο βελούδο. Για κεφαλόδεσμο φοράει ένα μικρό κόκκινο φέσι από τσόχα και στη βάση του διαθέτει μια σκληρή ταινία ντυμένη με μεταξωτό ύφασμα. Τη σκεπάζει ένα κρέπι, κεντημένο μεταξωτό μαντήλι, με κρόσσια κι αυτό που το στερεώνει μια καρφίτσα. Στο στήθος κρέμεται ένα κορδόνι με πεντόλιρα, ενώ στα σκουλαρίκια που φορά κρέμονται ένα ή δυο φλουριά.
Την ακολουθούν κι άλλες κοπέλες το ίδιο ντυμένες, με τις ντόπιες φορεσιές τους, ενώ πιο πίσω ακολουθεί ο πεθερός. Ποιος πεθερός, δεν ξεκαθάρισα. Πάντως είναι ντυμένος με τοπική βράκα, λεπτά σκαρπίνια, γελέκι και πουκαμίσα όμοια με του βλάμη, φοράει σκούφο μαύρο και την πουκαμίσα του τη δένει στο λαιμό μια κόκκινη γιρλάντα από μετάξι.
Ακολουθεί το ζευγάρι, που νιώθει ξένο μέσα σε όλη αυτή την πανηγυρική ατμόσφαιρα, αλλά πατάει σίγουρα το έδαφος των προγόνων του.
Πίσω τους έρχονται πολλοί που δεν μπορώ να ξεδιαλύνω ποια σχέση έχουν με το νιόνυφο ζευγάρι, αλλά όλοι σχεδόν είναι σφιγμένοι στ’ αμερικανικά κολάρα τους. Διασχίζουν με ανυπομονησία τα πολύ στριμωχτά στεναδάκια, τα κεφαλόσκαλα, τις λότζες και κανα δυο πλατειούλες που βρίσκουν στον δρόμο τους μέχρι να βγουν στην παραλία, απόπου περνάν εφ’ ενός ζυγού κι ανάμεσα από καρέκλες και τραπεζάκια των μαγαζιών λόγω του πολύ στενού μετώπου της στράτας, καθώς η τελευταία δεν αφήνει περιθώρια για διασταυρώσεις και παρεΐστικες ρεβεράντζες.
Τώρα βγήκαν στο μαγαζί του Καραβέλατζη κι από κοντά στο ψιλικατζίδικο της Μανάφη περνώντας κι όλα τα επίλοιπα μαγαζάκια. Σαν καπέλα από πάνω τους κρέμονται τα πανέμορφα ξυλόγλυπτα μπαλκονέτα, με τα φουρούσια και τις ταμπλαδωτές βάσεις.
Στον γιαλό ψιλαρμενίζουν τα καϊκια, οι τρεχαντήρες, τα ιστιοφόρα, λίγες βαρκούλες και καναδυο τουρκικά αστραφτερά βαπορέτα που θα σαλπάρουν σε λίγο με τους ξένους τουρίστες για το Κας.

Η πομπή θα διαγράψει τον κύκλο της στο λιμάνι και θα ξαναμπεί στις καταπληκτικές στενούρες με τ’ απέναντι μπαλκόνια ν’ αγγίζουν τόνα τάλλο, πολλά από τα οποία σουρώνουν σε φαλτσογωνιές, για να χωράει το ανθρωπολόι. Να, όπως τώρα που περνάει η πομπή κάτω από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια του Κώστα Παπουτσή που για να περάσει ο βιολιτζής ανακρατεί σιάζοντας το δοξάρι του.
Ύστερα και σιγά – σιγά βαδίζοντας με το ρυθμό των τραγουδιών το ασκέρι (συγγενολόι, καλεσμένοι και ξενομπάτες – όλοι δεκτοί) φτάνει στην πλατεία του Δημαρχείου, όπου υπάρχει μεγάλη αλάνα, και η εκκλησία που θα λάβει χώρα το μυστήριο.
Όμως πριν η γαμήλια κομπανία περάσει στο επόμενο στάδιο της μακρόσυρτης τελετής, θα λάβει χώρα ένα εντόπιο έθιμο, η στρώση λευκού σεντονιού στα χαλίκια της πλατείας, όπου θ’ απλώσουν λουλούδια με νυφιάτικα δώρα, ενώ οι μουσικάντηδες που τώρα θα πλαισιωθούν κι από έναν λαουτιέρη, θα δώσουν ρέστα στα μουσικά τους τερτίπια εντείνοντας τη δράση του τελετουργικού εθίμου. Οι κοπελιές που θα στρώσουν το σεντόνι, θα χορέψουν γύρω από αυτό κι ύστερα θ’ απιθώσουν πάνω του μικρά συμβολικά δωράκια.
Φοράνε όλες τις γαμηλιάτικες στολές, με τα κατάλευκα ριχτάρια και την καπελαδούρα να τους τη σκεπάζει η μαντήλα σα καλύπτρα μοναχού που τη συγκρατεί μια προμετωπίδα, αφήνοντας ελεύθερο το ροδαλό τους πρόσωπο. Ξεχωριστή φιγούρα η επί κεφαλής που είναι ντυμένη με ένα ολόσωμο κατακόκκινο πλεχτό.
Τότε οι ντόπιοι θα πάρουνε σειρά και θα χορέψουνε μιαν ανάλαφρη σούστα που θάναι το πρελούδιο του γλεντιού μετά το μυστήριο, σ’ ένα εκρηχτικό και μεθυστικό χοροστάσι μέχρι την αυγή…
*


Όλη αυτή την τελετή και τα μυστήρια του καστελοριζιώτικου γάμου και γλεντιού θα την κινηματογραφήσει ειδικό τηλεοπτικό συνεργείο που έχει μετακληθεί απ’ το Αμέρικα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, για να δείξουν προφανώς, κατόπιν εορτής, τον δωδεκανήσιο γάμο στ’ Αμερικανάκια. Το περίεργο είναι πως τον γάμο, με όλα τα προγαμιαία βήματα, τον παρακολουθούν και ειδικοί απεσταλμένοι τούρκικων μέσων, που άγνωστο πώς, πληροφορήθηκαν, την τέλεση του μυστηρίου και πλάκωσαν από τ’ απέναντι μέρη της Λυκίας.
Παρότι δεν ήμουν καλεσμένος, συμμετείχα στο πανηγύρι της χαράς και διέκρινα σε αυτό μια πλησμονή ευωχίας, κεφιού και ζωντάνιας, που διαχέονταν σε όλα τα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων, ενώ δίπλα μου, γύρω μου, μπροστά μου, δεν άκουγα παρά κατεβατά από ρήματα και ιδιωματισμούς του Νέου Κόσμου. Που εδώ, ασφαλώς στο Καστελόριζο, φαντάζουν (κι ακούγονται) ως παράταιρες ελληνικούρες του παλιού κόσμου…
Αύγουστος του ’07

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το