Άρθρα

Γ. Κιμούλης, ένας συγκλονιστικός «Θείος Βάνια» – Από τους ιδιοφυείς ερμηνευτές και δραπαίχτες του Τσέχοφ

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου 

Ο Γιώργος Κιμούλης θεωρείται ως ένας από τους ιδιοφυείς ερμηνευτές και δραπαίχτες του Τσέχοφ. Όσο περισσότερο καταπιάνεται με τον Ρώσο δραματουργό, τόσο πιο ουσιαστικός γίνεται με την εσωτερική και βαθύτερη διάσταση των έργων του.
Το ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος του απονέμει τα εύσημα και για τη νέα κατάθεση ερμηνείας και απόδοση της κιμούλιας, θα έλεγα, θα τσεχοφικής οπτικής (ΤΑ ΝΕΑ 8-1-2018), απλώς επιβεβαιώνει την ανωτερότητα του ιδιότροπου αυτού θεατράνθρωπου που γνωρίζει μεν πώς να αποφεύγει τις κακοτοπιές και τις παγίδες παρόλο που αυτοπαγιδεύεται, με τη δημόσια εικόνα του να στραπατσάρεται από τις εκρηχτικές, για να μην πω αβασάνιστες αντιδράσεις – δεν εννοώ επιλογές.
Είδα πέρυσι από την ίδια Σκηνή – την υπέροχη θεατρική αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά – τον «Γλάρο» του ίδιου συγγραφέα, από άλλο σκηνοθέτη, σε μιαν απόδοση, κακέκτυπης μεταμοντέρνας αντίληψης, εντελώς ξενική στο ύφος του Τσέχοφ.
Το έργο εκείνο το καταδίκασε σύσσωμη η κριτική ως απλησίαστο, καινοφανές και ασυμβίβαστο με τη γραμμή του Τσέχοφ.
Ο «Γλάρος» απέτυχε παταγωδώς κι αντί ο Κιμούλης να το λάβει υπόψη του, θέλησε να δοκιμαστεί στο ίδιο θέατρο με τον ίδιο συγγραφέα πάνω όμως σε δική του φόρμα και ερμηνεία υπογράφοντας έναν εκπληκτικό «Θείο Βάνια».
Η καλλιτεχνική διεύθυνση του Δημοτικού Πειραιά, όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση, αλλά συγκατατέθηκε ομόθυμα στην πρόταση του Κιμούλη να αναλάβει ο ίδιος το στήσιμο της παράστασης, τη μετάφραση του έργου, την παραγωγή του Προγράμματος και τελικά την ερμηνεία του Θείου Βάνια.

*
Η θεατρική παιδεία και κοινωνική «πολιτεία» του Γιώργου Κιμούλη είναι καταφανώς πρωτοποριακή.
Η θεατρική του πολιτεία έχει να αποδείξει σημαντικές αποκλίσεις από το πνεύμα και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.
Τι θέλω να πω:
Ο καταξιωμένος ηθοποιός ενώ έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, το σνομπάρησε, παρόλο που επέτυχε και μάλιστα πρώτος, το έτος 1976. Ουδέποτε παρακολούθησε μαθήματα στο Εθνικό.
Παρότι γόνος οικογένειας νομικών, αρνήθηκε την προοπτική της Θέμιδας και την τέχνη του Λυσία και του Υπερείδη, γιατί ο νους του ήταν στραμμένος στην τέχνη του Διόνυσου, του Σαίξπηρ και του Αριστοφάνη.
Σαν πήρε το δίπλωμά του από τη Σχολή Τριβιζά, δέχτηκε πλήθος προτάσεις να παίξει κατ’ εξαίρεση, ως ταλαντούχος σπουδαστής. Οι πρώτοι ρόλοι που έπαιξε ήταν ασκητικοί και βωβοί. Στους οποίους, βέβαια, ο Κιμούλης διέπρεψε…
Τα έργα που σήμαναν τους σταθμούς της θεατρικής του πορείας ήταν:
Το έργο «Καπιταίν Σελ, Καπιταίν Έσσο», το 1976, όπου τριταγωνίστησε, με τον Γιάννη Φέρτη στον πρώτο ρόλο. Mε αυτό τον τρόπο ανέβηκε στο σανίδι ως σπουδαστής – ταλέντο.
Ακολούθησε «Ο Καραγκιόζης κι η Επανάσταση του ’21» (1977), σάτιρα, σκηνοθετημένη από τον συντοπίτη μας Γιάννη Μαργαρίτη με μια πλειάδα νέων και ταλαντούχων ηθοποιών.
Ώσπου ξαφνικά τον είδε και τον ξεχώρισε ο Δημήτρης Χορν και τον επέλεξε να πρωταγωνιστήσει μαζί του στο εντυπωσιακό «ΣΛΟΥΘ», ένα εκπληκτικό έργο που μιλάει για το χάσμα των γενεών, το οποίο και τον έκανε και πανελλήνια γνωστό στο θεατρικό κοινό. Το παίξιμό του εκείνο εντυπωσίασε τόσο, ώστε στην πρεμιέρα έκανε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να ζητήσει από τον φίλο του Δημήτρη Χορν, να μάθει τ’ όνομά του. Περιττό να τονίσω ότι έγινε αποδέκτης και ολόθερμης κριτικής από τον Κώστα Νίτσο.
Σημαντικό επίσης για την εξέλιξη του Κιμούλη (ως ηθοποιού) υπήρξε το έργο του Τσέχου Πάβελ Κόχουτ «Φτωχέ Φονιά», το 1986, σε σκηνοθεσία Νίκου Κούρκουλου, στο θέατρο Κάππα, έργο που παίχτηκε δυο απανωτές περιόδους και που τον καθιέρωσε ως κορυφαίο των αθηναϊκών αιθουσών.

Συγκλονιστική ήταν και η απόδοση του Ορέστη στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, που παίχτηκε στη Δωδώνη, το 1998, από το Θέατρο Τέχνης, με το οποίο είχε συμπράξει.
Εντυπωσιακή επίσης ήταν η σκηνοθεσία και το παίξιμό του στο «Δόκτωρ Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ», στο θέατρο Σμαρούλα Γιούλη, το 2002. Χαρακτηριστικά σκηνοθετημένη και η πραγματική του «πτώση» στην τελευταία σκηνή του έργου, που πέφτει από ύψος τριών μέτρων (σε μαλακό υπόστρωμα εννοείται).
Κι έρχεται το 2004 ώστε να ανοίξει ο σαιξπηρικός κύκλος για τον Κιμούλη με τον «Kοριολανό», στο Ηρώδειο (παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, που είχε σνομπάρει στην αρχή της θεατρικών του σπουδών). Ήταν μια έξοχη παρουσία και συγκλονιστική απόδοση του σημαντικού αυτού σαιξπηρικού ήρωα (πολύ δύσβατη μεταφορά δραματικού χαρακτήρα).
Στις αρχές του 2006, αν θυμάμαι καλά, ιδρύει δική του θεατρική Σκηνή και Σχολή. Ορίζει διευθυντή της Σχολής τον Κώστα Γεωργουσόπουλο και σκηνοθετεί ο ίδιος Αύγουστο Στρίντμπεργκ:
«Ο Πατέρας». Βαρύ έργο κάτω από μια σκηνοθεσία αμείλικτη και καταθλιπτική. Όπως και το ύφος του Σκανδιναβού συγγραφέα. Η κριτική τον αποθεώνει.
Και επιτέλους ο χαρισματικός ηθοποιός παίζει για πρώτη φορά Αριστοφάνη: «Πλούτος». Ο αριστοφανικός Κιμούλης στο Ηρώδειο, σε μια μνημειώδη παράσταση, με τον Αλέξη Σολωμό, κορυφαίο Αριστοφανιστή, να τον χειροκροτεί με θέρμη και απαράμιλλο θαυμασμό.
Εκπληκτικός επίσης ως Σάυλωκ στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας, στον «Έμπορο της Βενετίας» που σκηνοθέτησε ο ίδιος ενσαρκώνοντας μοναδικά τον ιδιότροπο πρωταγωνιστή, έργο που παίχτηκε και στον Βόλο.

*
Είναι αλήθεια πως ο Τσέχοφ στην Ελλάδα είναι παρεξηγημένος. Πολλοί τον θεωρούν παιδί του Τολστόι. Αλλά ο Τσέχοφ είναι περισσότερο παιδί του Ντοστογιέφσκι. Είναι αιχμηρός, γεμάτος βιτριόλι και συγκρουσιακός. Παρουσιάζει τον άνθρωπο με σωρούς από αδυναμίες, αλλά ο στόχος του είναι να τον καταστήσει γελοίο. Και πέφτει διαρκώς σε ήττες. Η μια ήττα φέρνει την άλλη.
Ο άνθρωπος είναι δραματικά αδύναμος, μα και γελοίος, όπως τον παρουσιάζει φαινομενικά. Στο βάθος διακρίνεις την ειρωνεία και την παραίτηση από τη ζωή. Μα αν δεις πιο βαθιά τα έργα του Τσέχοφ, θα διακρίνεις μια τρυφερότητα και μια αγάπη για τη ζωή που δεν την έχει άλλος.
Ο Θείος Βάνια στέλνει ένα μήνυμα θυμού ενάντια στην απαισιοδοξία και τη θλίψη.
Φυσιολογικά ο «Θείος Βάνια» που παίζει, σκηνοθετεί και μεταφράζει στο Δημοτικό του Πειραιά ο Γιώργος Κιμούλης έρχεται να επισφραγίσει μια πορεία στα θεατρικά του δρώμενα που τον τοποθετεί πλέον στη θέση του Σκηνικού αυτοκράτορα.
*
Ο Τσέχοφ στον Θείο Βάνια τρέχει σαν το νεράκι. Αργά και βασανιστικά, αλλά σαν νεράκι. Ξεκινάει ως αστείος. Γίνεται διασκεδαστικός. Πηδάει έπειτα στο κωμικό. Ξανάρχεται στο αστείο. Κι από κει εκτινάσσεται ίσαμε το τραγικό. Στο τέλος γίνεται ένας αστός, αλλά και ένα κοινωνικό ζιζάνιο. Καταλήγει ένας ψυχαμοιβός της ηθικής του αστικού κόσμου…
Στη Σκηνή ο Κιμούλης επινόησε κι έστησε μια κούνια. Η κούνια αυτή κρέμεται σαν ένα παιδικό εκκρεμές χρόνου. Ένα πηγαινέλα μεταξύ παιδικότητας κι ενηλικίωσης, σοβαρότητας και γελοιότητας, φαντασίας κι επιθυμίας…
Όλοι οι χαρακτήρες του Θείου Βάνια έχουν έντονη τη συνείδηση του χρόνου, μα και του πόνου που δημιουργεί αυτός. Το έργο ασχολείται ιδιαίτερα με τον χρόνο. Μνημόνιο μπορώ να πω επάνω στο θέμα αυτό.
«Τέλος χρόνου» λέει σε κάποια φάση του έργου ο συμπρωταγωνιστής του. «Πάμε παρακάτω», λέει ο Βάνια. «Mα δεν είπαμε τέλος χρόνου», επιμένει ο άλλος. «Δεν έχει όρια ο χρόνος» καταλήγει ο Βάνια…
Στο τέλος της παράστασης ο «γιατρός» – συμπρωταγωνιστής του ξαναλέει: «Για την ακρίβεια, χρόνος δεν υπήρξε ποτέ…». «Απλώς ο χρόνος έπαψε να είναι μαζί μας…».
«Αιών πάντα φέρει», θα πει ο Πλάτωνας, σ’ ένα επίγραμμά του «δολιχός δρόμος οίδεν αμείβειν τούνομα και μορφήν, και φύσιν ηδέ τύχην»… (ο χρόνος όλα τα φέρνει. Του χρόνου το πέρασμα ξέρει ν’ αλλάζει το όνομα, τη μορφή, τη φύση και την τύχη). Έτσι ακριβώς όπως ο Τσέχοφ θα καταλήξει στο έργο με το θείο Βάνια να συμβιβάζεται με τον χρόνο.

*
O Tσέχοφ μοιάζει πολύ του Μπέρναρ Σω. Αλλά και του Σάμιουλ Μπέκετ. Ο Θείος Βάνια είναι πολύ κοντά στο απόφθεγμα του τελευταίου: «Στο διάστημα μεταξύ λίκνου και τάφου οι ήρωες κοιτάζουν νοσταλγικά στην παιδική ηλικία. Δεν τους αρκεί να έχουν ζήσει»…
Ο Κιμούλης ζει και δρα σε άλλον πλανήτη. Αλλά πόσο ωραία μας τον παριστά, αυτόν τον άλλο πλανήτη, τον άλλο κόσμο; Mε τι έμπνευση και τι ευρήματα αποκαθιστά τον χρόνο του Θείου Βάνια…
Και μια παρατήρηση:
Ασφαλώς κι έκανε καλά που απαρνήθηκε, ύστερα από σκέψη, τη θέση του Προϊσταμένου στο Πολιτιστικό Ίδρυμα του Νιάρχου…
Ο αληθινός θεατρώνης είναι μονάχα δραπαίχτης και τίποτ’ άλλο…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το