Τοπικά

Φώτης Δρακοπαναγιωτάκης: «Διαφορετικό να είσαι σε μια χώρα τουρίστας και άλλο σε εργασία με πολύ μεγάλες απαιτήσεις»

Σε έρευνα της «Θ» για τους γιατρούς που εγκαταλείπουν τη χώρα μας για μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, συναντήσαμε τον γιατρό καθηγητή Πνευμονολογίας κ. Φώτη Δρακοπαναγιωτάκη, ο οποίος εγκατέλειψε την Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία της οικονομικής κρίσης και αναζήτησε καλύτερες συνθήκες εργασίας και επαγγελματικής εξέλιξης στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Γερμανία.
Συγκεκριμένα, έλαβε υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό μέσω της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας με τον τότε πρόεδρο της, καθηγητή Πνευμονολογίας και πρώην πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Κωνσταντίνο Γουργουλιάνη.
Μας μίλησε για την εμπειρία του αυτή και εξήγησε ποιο είναι το κόστος και ποιο το όφελος αυτής της επιλογής.
Πλέον έχει επιστρέψει από το εξωτερικό και εργάζεται ως καθηγητής πνευμονολογίας στην Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης στην Αλεξανδρούπολη, όπου έχει μετοικήσει με την οικογένειά του.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Πείτε μας για την ειδικότητα στην οποία απασχοληθήκατε πριν μετακομίσετε στο εξωτερικό. Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε; Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν και πόσο σας βοήθησε να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας;
Σπούδασα στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας υπαίθρου στο Κέντρο Υγείας που υπηρετούσα, απέκτησα έντονο ενδιαφέρον για τους ασθενείς με αναπνευστικές παθήσεις. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία, ειδικεύθηκα στην Πνευμονολογία, στην Γ’ Πνευμονολογική Κλινική του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου στην Αθήνα, υπό τη Διεύθυνση του κ. δρ. Βλάση Πολυχρονόπουλου. Είχα την καλή τύχη να θητεύσω σε μία Κλινική που έδινε πολύ μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση των ιατρών, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, με εντατικό πρόγραμμα μαθημάτων, συμμετοχή σε σεμινάρια και διεθνή συνέδρια, συστηματική εκπαίδευση στη βρογχοσκόπηση και την Ιατρική του ύπνου. Κυρίως όμως μάθαμε να προσεγγίζουμε κλινικά τον άρρωστο και να εφαρμόζουμε τις βασικές αρχές του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης. Χάρη στα εφόδια κατά τη διάρκεια της ειδικότητας, έλαβα κατόπιν εξετάσεων και το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Πνευμονολογίας την πρώτη χρονιά που θεσμοθετήθηκε. Μετά την ειδικότητα, μετεκπαιδεύτηκα κατόπιν εξετάσεων στις ΗΠΑ και τη Γαλλία για έναν χρόνο με το πρόγραμμα υποτροφιών της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας και τον τότε πρόεδρό της καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Γουργουλιάνη, για την υποστήριξη ενός θεσμού που δίνει την ευκαιρία σε νέους επιστήμονες να αποκτήσουν εμπειρίες σε πρότυπα κέντρα του εξωτερικού. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα εργάσθηκα ως επικουρικός επιμελητής στην Γ’ Πνευμονολογική Κλινική του Σισμανογλείου Νοσοκομείου και ακολούθως εξειδικεύθηκα στη Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου «Αττικόν», υπό τη διεύθυνση του καθηγητή κυρίου Αρμαγανίδη.
Εξελέγην σε θέση Επιμελητή Β΄ του ΕΣΥ. Λόγω της αναστολής διορισμών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αναζήτησα μια θέση στο εξωτερικό. Ήταν μια δύσκολη απόφαση λαμβανομένων υπόψιν και οικογενειακών λόγων, η οποία όμως αποδείχθηκε σωστή και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική μου ζωή. Αναζήτησα μια θέση σε ένα κέντρο του εξωτερικού, στο ιδιαίτερο αντικείμενο της Πνευμονολογίας που είχα εξειδικευθεί, τις «Διάχυτες Πνευμονοπάθειες», μια σπάνια κατηγορία παθήσεων που μπορούν να καταλήξουν σε πνευμονική ίνωση. Στο αντικείμενο αυτό είχα κάνει τη διατριβή μου με επιβλέποντα τον καθηγητή Πνευμονολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Μπούρο. Κατάφερα να λάβω μια κλινική και ερευνητική θέση σε ένα από τα μεγαλύτερα Κέντρα της Γερμανίας και της Ευρώπης στο συγκεκριμένο αντικείμενο, την Πανεπιστημιακή Κλινική του Νοσοκομείου του Γκίσεν, υπό τη διεύθυνση των καθηγητών κυρίων Seeger και Günther.

Ποιος ήταν ο βασικός λόγος που «φύγατε»; Η αναζήτηση καλύτερης τύχης, καλύτερης ζωής καριέρας, καλύτερων συνθηκών εργασίας;
Μάλλον ένας συνδυασμός των λόγων που αναφέρατε. Η οικονομική κρίση που υπέστη η χώρα μας επηρέασε, όχι μόνο τον διορισμό μου, όπως και πολλών άλλων συναδέλφων, αλλά και τις συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένων υλικών και αναλωσίμων. Παράλληλα, επιθυμούσα να εξασκήσω περαιτέρω την ιατρική σε ένα περιβάλλον που θα υποστήριζε τη μάθηση και θα επέτρεπε την εφαρμογή πρωτοπόρων θεραπειών και τεχνολογιών.

Είχατε αποφασίσει να μείνετε μόνιμα ή ήταν μια απόφαση με προσωρινό χαρακτήρα;
Η σύζυγός μου (επίσης ιατρός) και εγώ είχαμε αποφασίσει να μείνουμε προσωρινά για ένα-δυο χρόνια. Εντέλει μείναμε 11 χρόνια.

Ήταν μια συνειδητή επιλογή ή μια λύση ανάγκης;
Είχα την εμπειρία του εξωτερικού μετά την ειδικότητα με την υποτροφία της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, οπότε γνώριζα πως πηγαίνοντας ξανά στο εξωτερικό, θα είχα την ευκαιρία να εξελιχθώ επιστημονικά. Ήταν όμως και μια λύση ανάγκης, μιας και έπρεπε να εργασθώ μετά την εξειδίκευσή μου στην Εντατική Θεραπεία.

Τι δυσκολίες και τι προβλήματα αντιμετωπίσατε στην προσπάθειά σας να ενσωματωθείτε σε μια καινούρια πραγματικότητα με διαφορετική νοοτροπία και κουλτούρα;
Πριν μεταβούμε στη Γερμανία δεν γνωρίζαμε γερμανικά. Υποχρεωθήκαμε να μάθουμε γερμανικά σε επίπεδο C1, που είναι η προϋπόθεση εξάσκησης Ιατρικής στη Γερμανία σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα. Αυτό είχε αναπόφευκτα επιπτώσεις στην καθημερινότητα: στην επικοινωνία με ασθενείς, συναδέλφους, αλλά και στην προσπάθεια να νοικιάσεις σπίτι, να ψωνίσεις, να συνεννοηθείς στο τηλέφωνο, με υπηρεσίες κ.λπ. Είναι διαφορετικό να επισκεφθεί κάποιος μια χώρα ως τουρίστας και διαφορετικό να ζει και να εργάζεται σε αυτήν, και μάλιστα σε εργασία με πολύ μεγάλες απαιτήσεις. Αν δεν μιλάς πολύ καλά τη γλώσσα, αυτόματα δημιουργείται από τον συνομιλητή μια επιφύλαξη, μια ανυπομονησία, ένας εκνευρισμός απέναντί σου. Πέρα από αυτό, βρίσκεται κανείς εκτός του πολιτισμικού υπόβαθρου που γνωρίζει: εμάς τους Έλληνες μας συνδέουν κοινές εξωλεκτικές συμπεριφορές, τραγούδια, παραδόσεις. Ακόμη και χωρίς λόγια, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στη χώρα σου. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει στη Γερμανία, αλλά αυτό το πολιτισμικό υπόβαθρο σου είναι άγνωστο και πρέπει να το μάθεις. Μας βοήθησε η ελληνική κοινότητα, αλλά και πολλοί Γερμανοί φίλοι που αποκτήσαμε στον χρόνο.

Νιώσατε ποτέ απογοήτευση και θελήσατε να επιστρέψετε νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα που είχατε ορίσει;
Πολλές φορές. Η γλώσσα είναι τρόπος έκφρασης, αλλά και τρόπος σκέψης. Ειδικά στο επάγγελμά μας, η επικοινωνία με τον ασθενή και η εξήγηση πολύπλοκων εννοιών καθιστά τη γλώσσα πολλές φορές σημαντικότερη και από το στηθοσκόπιο. Η αδυναμία έκφρασης οδήγησε πολλές φορές σε υποτίμηση και ειρωνεία. Πρέπει να έχει κανείς αυτοπεποίθηση, υπομονή και επιμονή για να μην πτοηθείς. Στο τέλος όμως τα καταφέραμε.

Υπάρχει διαφορά νοοτροπίας, μεγαλύτερη αξιοκρατία και καλύτερο εργασιακό περιβάλλον εκεί από ό,τι στην Ελλάδα; Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι σας εκφράζει;
Αν δεν ταιριάζαμε στη γερμανική νοοτροπία εργασίας, δεν θα μέναμε τόσα χρόνια εκεί, αλλά αυτή την κουλτούρα την είχαμε και στην Ελλάδα, όπως και χιλιάδες φιλοπρόοδοι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα που εργάζονται πρωί και βράδυ. Οι άνθρωποι κατά βάση είναι ίδιοι παντού. Αυτό που είναι διαφορετικό είναι η εξαιρετική οργάνωση που βρήκαμε στη Γερμανία. Υπάρχει φροντίδα να απασχολείται ο εργαζόμενος στο αντικείμενό του και να μην αποσπάται με μικροπράγματα. Τα προβλήματα διορθώνονται άμεσα. Μια άλλη διαφορά είναι πως λόγω της οικονομικής ευμάρειας, πέρα από τις πολύ υψηλότερες αποδοχές σε σχέση με την Ελλάδα, διαθέτει κανείς πρωτοπόρες τεχνολογίες στην εργασία του. Μια εξαιρετική ιδιότητα των Γερμανών ως κοινωνία, είναι πως αντιμετωπίζουν τις δημόσιες υποδομές όπως και τις ιδιωτικές. Προσέχουν τα νοσοκομεία, τα πάρκα, τα μέσα μεταφοράς όπως το σπίτι ή το αυτοκίνητό τους.
Ως προς την αξιοκρατία, μετά τις αρχικές δυσκολίες, δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα. Απεναντίας, εκτιμήθηκε η δουλειά μας και δόθηκαν σημαντικές ευκαιρίες εξέλιξης.

Πότε αποφασίσατε να επιστρέψετε και με ποιο κριτήριο πήρατε την απόφαση αυτή;
Επιστρέψαμε όταν νιώσαμε πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Η επιδημία του κορωνοϊού και η απομόνωση από αγαπημένα πρόσωπα, οικογενειακοί λόγοι και η νοσταλγία της πατρίδας συνετέλεσαν σε αυτή την απόφαση.

Έχετε μετανιώσει που επιστρέψατε; Σε ποιον τομέα εργάζεστε τώρα; Είστε ευχαριστημένος με αυτή σας την επιλογή;
Όχι, δεν έχω μετανιώσει. Γύρισα στη χώρα μου. Έχω την τύχη να εργάζομαι στην Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην Αλεξανδρούπολη, με διευθυντή τον καθηγητή κ. Στειρόπουλο. Η Κλινική είναι επιφορτισμένη με ένα σπουδαίο έργο, να παρέχει υψηλού επιπέδου κλινική φροντίδα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ιατρική έρευνα και εκπαίδευση στους φοιτητές του Πανεπιστημίου μας. Αυτοί οι στόχοι δίνουν δύναμη και μας κινητοποιούν. Ειδικά, η συναναστροφή με τους φοιτητές μας μόνο ελπίδα δίνει για το μέλλον. Είναι μια εξαιρετική γενιά.

Ένα μήνυμα για τα νέα παιδιά που έχουν όνειρα για τη ζωή τους και θέλουν να τα δουν να γίνονται πράξη;
Θα τους έλεγα να τολμήσουν να ακολουθήσουν τα όνειρά τους και να μην αποθαρρύνονται από τις δυσκολίες που μπορεί να τους παρουσιάζονται. Χρειάζεται όμως επιμονή και υπομονή για να πετύχει κανείς τους στόχους του. Σημασία δεν έχει όμως τόσο ο προορισμός, όσο το ταξίδι όπως λέει ο ποιητής.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το