Άρθρα

Φεστιβάλ Βόλου – Η αναθεωρημένη χρήση του πολιτισμού ως εργαλείου ανάπτυξης

Του
Νίκου Φυτά,
εκτελεστικού διευθυντή
του Φεστιβάλ Βόλου ΑΜΚΕ

Σύμφωνα με έρευνα της ALCO που διενεργήθηκε για λογαριασμό της γενικής γραμματείας Σύγχρονου Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού το 2018, το ποσοστό των Ελλήνων που θα παρακολουθήσουν πάνω από 3 πολιτιστικές εκδηλώσεις τον χρόνο (θέατρο, μουσικά δρώμενα, χορό, κ.α) ανέρχεται σε 0,025%, ενώ το ποσοστό πέφτει δραματικά σε 0,009% για όσους παρακολουθούν πάνω από 5 πολιτιστικές εκδηλώσεις ετησίως. Αυτό σε απόλυτα νούμερα μεταφράζεται σε 2.500 και 900 άτομα αντίστοιχα. Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω νούμερα εξάγει εύλογα το συμπέρασμα ότι δεν είμαστε και η πιο «πολιτισμένη» χώρα της Δύσης. Το να βαυκαλιζόμαστε με ένδοξο αρχαίο παρελθόν και κάποιες λαμπρές, μα ολότελα σκόρπιες σελίδες της υπόλοιπης ιστορίας μας δεν μπορεί επ’ ουδενί να οδηγήσει τα πράγματα σε κανέναν φωτεινό τόπο. Ξεκίνησα από τους αριθμούς γιατί, όσο αμείλικτοι κι αν είναι λένε αλήθειες μεγαλύτερες από τις λέξεις.

Αυτή η χώρα, η Ελλάδα, δύο πράγματα έχει να προσφέρει αφειδώς: φυσικό κάλλος και πολιτισμό. Το φυσικό κάλλος χρήζει προστασίας και ανάδειξης. Ο αρχαίος πολιτισμός χρήζει αντίστοιχα προστασίας και ανάδειξης. Ο σύγχρονος πολιτισμός, όμως, χρήζει δημιουργίας. Προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία χρήζουν ευνοϊκές συνθήκες για κάτι τέτοιο. Κακά τα ψέματα, δεν υπάρχουν αυθύπαρκτες χώρες. Οι χώρες είναι οι πολίτες τους. Πώς λοιπόν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ευνοϊκές συνθήκες πολιτιστικής δημιουργίας σε μία χώρα στην οποία οι προσλαμβάνουσες των πολιτών της τα τελευταία πολλά χρόνια διαμορφώνονται μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής και κυρίως οικονομικής ένδειας ή ακόμη καλύτερα παρακμής; Όταν οι πολίτες της χώρας δεν έχουν το απαραίτητο πνευματικό απόθεμα, όχι να οραματιστούν το αύριο αλλά ούτε καν να το στοιχειοθετήσουν; Ας μην γίνω, όμως, αφοριστικός. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός έχει ικανοποιητικά πολλούς – σε σχέση με το μέγεθος του – ανθρώπους στις τάξεις του, άοκνους εργάτες του πνευματικού αύριο, που ο καθένας και η κάθε μία προσπαθεί με τα ελάχιστα που διαθέτει να παράξει αποτέλεσμα. Και ομολογουμένως το αποτέλεσμα παράγεται και σε πολλές περιπτώσεις είναι παραπάνω από εξαιρετικό. Υπάρχει, όμως, ένα μείζον ζήτημα σε αυτή την εξαίσια πνευματική παραγωγή. Ανακυκλώνεται στο μεταξύ μας. Ανακυκλώνεται σε αυτό το 0,025%. Έτσι τα πράγματα δεν πάνε μπροστά. Ευτυχώς δεν πάνε και πίσω. Μένουν δυστυχώς στάσιμα.

Συνεπώς, τι κάνουμε για να αλλάξει η σπείρα της επανάληψης; Ίσως μια ενδεδειγμένη λύση θα ήταν να κοιτάξουμε με ειλικρίνεια το πρόσωπό μας στον καθρέφτη και να αναγνωρίσουμε το δίπολο στο κέντρο του οποίου στεκόμαστε. Λάμψη αρχαίου πολιτισμού από τη μία και ομίχλη βαλκανικής ταυτότητας από την άλλη. Την ομίχλη αυτή να αγκαλιάσουμε και πλάι της να κινηθούμε. Αυτό βέβαια προϋποθέτει Παιδεία, γιατί στο άλλο δίπολο, αυτό της Παιδείας και του Πολιτισμού, η Παιδεία είναι που έρχεται πρώτη γιατί χωρίς αυτήν κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον Πολιτισμό.

Μια άλλη πιθανή λύση, όχι λιγότερο χρονοβόρα, είναι, εφόσον αναγνωρίσουμε τις παθογένειες, να χαράξουμε βιώσιμη πορεία, αφού προηγουμένως οραματιστούμε κρυστάλλινους στόχους. Αυτό, εκτός από έναν διαυγή επιχειρησιακό σχεδιασμό, προϋποθέτει πολλή υπομονή, πολλή επιμονή, πολλή παραμονή και πολύ πάθος.
Έτσι περνάμε στο παράδειγμα του Φεστιβάλ Βόλου. Με μια επιχειρησιακή ατζέντα 40 εξαμήνων και μια εξίσου εντυπωσιακή στοχοθεσία, το Φεστιβάλ Βόλου ήρθε για να δείξει ότι η αποκέντρωση των τεχνών είναι αναγκαία, όσο και σωτήρια. Και ακριβώς αυτή η έννοια, της αποκέντρωσης, περιβάλλει ολόκληρη τη φιλοσοφία της ατζέντας του Φεστιβάλ. Εξ ου και ο υπότιτλος που το ακολουθεί στις 6 τελευταίες διοργανώσεις, «ολόκληρη η πόλη μια σκηνή». Με δεδομένα τα παραπάνω, αποκαρδιωτικά είναι η αλήθεια, νούμερα, πρέπει να εφευρεθεί ένας νέος τρόπος προσέγγισης του κοινού. Γιατί κακά τα ψέματα, ζούμε σε μία χώρα, στην οποία η έννοια της κουλτούρας είχε μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν αρνητικό πρόσημο. Κουλτουριάρηδες, έλεγε μεγάλο μέρος του ευρέως κοινού και απέστρεφε το βλέμμα με χλεύη. Για ποιο λόγο άραγε συνέβη αυτό; Η δική μου εξήγηση είναι γιατί αυτοί που παρήγαγαν κουλτούρα το έκαναν με αντίστοιχη χλεύη, ένας τρόπος εύκολου και κακώς εννοούμενου κέρδους.

Συνεπώς εμείς πρέπει να μαζέψουμε και αυτά τα απόνερα και παράλληλα να βρούμε όλους τους απαραίτητους τρόπους να επαναπροσεγγίσουμε το κοινό και να κερδίσουμε εκ νέου την εμπιστοσύνη του στον Πολιτισμό. Γιατί πολιτισμός που δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό είναι από ατελέσφορος έως επικίνδυνος.
Ολόκληρη η πόλη μια σκηνή, σημαίνει αυτό ακριβώς, τέχνες σε κάθε γωνιά της πόλης, τέχνη μπροστά στην πόρτα κάθε σπιτιού, τέχνη μέσα σε εμπορικά καταστήματα, τέχνη σε χώρους που κανείς δε φανταζόταν ότι θα μπορούσε να δει μια συναυλία ή μια θεατρική παράσταση, τέχνη σε μονάδες παραγωγής εργοστασίων, τέχνη σε οχηματαγωγά πλοία, τέχνη στα προαύλια των ΟΤΑ και στις αίθουσες των δικαστικών μεγάρων. Τέχνη ουσιαστική, λαϊκότροπη, τέχνη που δεν κάνει διακρίσεις. Από το μηδέν πρέπει να ξεκινήσουμε και όλα τα μαθήματα λαθών του παρελθόντος ως τέτοια να αξιοποιηθούν για να γίνουν σωστά.

Απολογιστικά μιλώντας, ως προς το Φεστιβάλ Βόλου 2021 δεν έχω να πω κάτι παραπάνω γιατί θα πρέπει να συγκεκριμενοποιήσω, ενώ εδώ χρειάζεται γενίκευση. Δεν αναφέρομαι σε εκείνη τη γενίκευση που ενίοτε μπορεί να είναι η αρχή του ολοκληρωτισμού, αλλά στην άλλη, την απαραίτητη ώστε να έχουμε την εικόνα του δάσους και όχι του δέντρου. Όπως συμβαίνει σταθερά στις τελευταίες του διοργανώσεις, το 50% του προγράμματος του Φεστιβάλ Βόλου είναι ελεύθερης εισόδου και το άλλο 50% είναι με εισιτήριο. Οι εκδηλώσεις που είχαν εισιτήριο στη φετινή διοργάνωση άγγιξαν σχεδόν όλες το sold-out. Και πάλι, όμως, τα δικά μου δεδομένα λένε ότι το Φεστιβάλ Βόλου δεν το γνωρίζει ακόμη ούτε το 10% των κατοίκων της πόλης, για να είμαι ακριβής υπολογίζω βάσει δεδομένων ότι το γνωρίζει ένα 6% πλέον, ήτοι 8.500 άτομα. Δεν ξέρω αν είναι μεγάλος ή μικρός αριθμός, γνωρίζω, όμως, ότι είναι ένας αριθμός που συνάδει με τον επιχειρησιακό μας σχεδιασμό σε συνάρτηση με το 14ο εξάμηνό του, στο οποίο μόλις μπήκαμε. Όπως γνωρίζω πού θα φτάσει αυτός ο αριθμός του χρόνου, του παραχρόνου και μέχρι το 2035, οπότε και ολοκληρώνεται η τέταρτη περίοδος του πρώτου σκέλους της επιχειρησιακής ατζέντας. Επειδή μέσα στα 6 αυτά χρόνια οι προβλέψεις επιβεβαιώνονται από τα αποτελέσματα, είμαι αισιόδοξος. Και η αισιοδοξία είναι το κλειδί της πίστης, η οποία με τη σειρά της είναι προαπαιτούμενο της εμπιστοσύνης. Το καλό πράγμα, λέει ο λαός μας, αργεί να γίνει. Το καλύτερο αργεί λίγο περισσότερο, προσθέτω εγώ.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το