Πολιτισμός

Φαράγγι Χαυγά στην Καλαμαύχα

Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δεν μπορεί κανείς από τους ζωντανούς κατοίκους του χωριού Καλαμαύχα του Νομού Λασιθίου, όπου βρίσκομαι ύστερα από εξαντλητική περιήγηση μιας ολόκληρης μέρας, να ξεχάσει το πιο πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη ποτέ στην Κρήτη.
Πίνω τον καφέ μου στην πλατεία και γύρω βλέπω σκυθρωπά πρόσωπα.
Ο καφές είναι κερασμένος μου λένε και τον παίρνω να πάω στο τραπεζάκι του κεραστή.
«Ήταν παραμονή της Παναγίας», μου λέει, ξαφνισμένος κι αυτός κι εγώ, «οκτώ του Σεπτέμβρη του 1972. Πανηγύριζε το ξακουστό Λασιθιώτικο μοναστήρι της Παναγίας Εξακουστής».
Ένα λεωφορείο παλαιού τύπου, ασφυκτικά γεμάτο, ξεκινάει από την Καλαμαύκα με πιστούς και πανηγυρτζήδες να διανύσει την απόσταση από το ορεινό χωριό ώς το μοναστήρι της Εξακουστής, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Ανατολή. Δεν είναι μεγάλη η απόσταση.
Λίγο πριν φτάσει στο μεγάλο κι εντυπωσιακό κτίσμα της μονής, από λάθος ή απροσεξία του οδηγού, μαζί με το τραχύ χωματότυπο του οδοστρώματος συντελούν ώστε να γλιστρήσει το παλιό λεωφορείο και να γκρεμιστεί στο βάθος της χαράδρας.
Από τους 58 επιβάτες σκοτώνονται 21 άτομα και μένουν ανάπηρα διά βίου πολλά από τα υπόλοιπα.
*
Κάποιος που μου έχει γυρισμένη τη ράχη και δε συμμετέχει στη συζήτηση είναι μεταξύ των διασωθέντων προσκυνητών – επιβατών του μοιραίου λεωφορείου.
Γυρίζει με κοιτάει και δε λέει τίποτα. Τα μάτια του ξαφνικά σκιάζονται, ζαρώνουν και ξαναγυρίζει προς το άλλο μέρος. Η ζαρωματιά της μνήμης δε λέει ακόμη να φύγει από το βλέμμα και την ψυχή του…
Δίπλα μου ασπρίζουν τα 227 ανηφορικά σκαλοπάτια που ορθώνονται απειλητικά προς την κορυφή του εντυπωσιακού μονόβραχου που αποτελεί τον κορυφαίο Κάστελλο της περιοχής. Στο κέντρο του χωριού. Μια από τις πιο επιβλητικές ακροπόλεις – Λάρισες της ιστορικής εποχής στην Κρήτη. Με δυο εκπληκτικές βράχινες κατατομές – προσωπίδες των αρχαίων θεών Απόλλωνα και Διόνυσου…
*
Λίγο πιο κάτω ο δρόμος διχάζεται. Ένας κλάδος διασχίζει το χωριό και οδηγεί στην Ανατολή και τις Μάλες. Ένας άλλος έρχεται από το Φράγμα των Μπαμιανών με αφετηρία την Ιεράπετρα κι ένας τρίτος οδηγεί στην ανωφέρεια του χωριού από όπου κατευθύνεται για το Καλό Χωριό κι από κει για τον Ίστρο του Λασιθίου.
Εγώ τάχω χαμένα. Ύστερα από το τραγικό περιστατικό που έμαθα πριν λίγο, έχασα τον προσανατολισμό μου. Καλά που είχε προηγηθεί η εξερεύνηση του τοπίου.
*
Από το πρωί αναζητούσα το φαράγγι του Χαυγά, αλλά κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει ασφαλείς πληροφορίες. Ίσως κι εγώ να ήμουνα επηρεασμένος από τη μαύρη πληροφορία του δυστυχήματος και δεν ήξερα τι να κάνω.
Πήρα τον δρόμο για το Κεφαλόβρυσο μετά τη γεφυρούλα που ενώνει τους δυο μαχαλάδες του χωριού. Γρήγορα με έβγαλε σε λάθος προορισμό. Δεν ήταν αυτό που γύρευα. Γύρισα πίσω. Κάποιος παλαβός με πέρασε για κατσικοκλέφτη και μου πέταξε:
«Ωρέ κι εσύ κλέφτης… τόσοι και τόσοι περάσαν από δω και φύγαν φορτωμένοι…».
Τώρα τι να του πεις… Κι από τι φορτωμένοι…
Αλλά ο τύπος που συναντώ παρακάτω είναι γνήσιος Κρητικός και μου δίνει σωστή πληροφορία, αλλά ως φαίνεται εγώ την παραγνωρίζω ή την εισπράττω λαθεμένα.
Παίρνω έναν δρόμο και με βγάζει ψηλά έξω από το χωριό. Τα λάστιχα τρίζουν, τ’ αμορτισέρ βογγάνε, πληγώνεται το αμάξωμα, εγώ εκεί επιμένω, μέχρι που ένας αγρότης κατηφορίζει και θωρώντας με επιείκεια μου λέει να μη συνεχίσω, για δε βγάζει πουθενά, χώρια που θ’ αναστενάξει η μήτρα του αμαξιού μου…
Στην καρότσα του έχει ένα σκυλί και κάμποσες αρμαθιές ξύλα, ενώ το αμάξι του χοροπηδάει πάνω από τα κοτρωλίθαρα.
Επιστρέφω στην άσφαλτο και τραβώ για το νεκροταφείο. Από κει ο δρόμος ανηφορίζει με διχάλες. Διανύω δύο κόμμα εφτά χιλιόμετρα μέχρι να πιάσω τη ρίζα τη κορυφής του βουνού.
Από εκεί συμβαίνουν δυο καινούργια πράγματα: Το ένα είναι η πανεποπτική θέα του Λιβυκού με την Ιεράπετρα στο βάθος, τη Χρυσή και τα αποκρουστικά λευκόπανα των θερμοκηπίων. Και το δεύτερο η μοναδική κι αξιοπρόσεχτη σύσταση των κροκαλοπαγών πετρωμάτων που διασπείρονται σε όλο το πλάτος και ύψος της Καλαμαύχας.
Μια πινακίδα γράφει προς Κισσό, Άγιο Γεώργιο κι Παναγία Καλαφατιανή.
Εκκλησάκια ασπρογαλιάζουν στα τοιχώματα και στις πλαγιές ή κορυφές των βραχωδών εξάρσεων, σε μια σπάνια σύσφιξη των σχέσεων φύσης και ανθρώπινης επινόησης.
Όταν φτάσω σε μια πανύψηλη διχάλα των δρόμων θα στρίψω από λάθος δεξιά και θα φτάσω σε ένα σημείο μπαλκονιού όπου γίνεται η καθιερωμένη κουρά των προβάτων, τέλη του Μάη.
Επιστρέφοντας θα ανεβώ κι άλλο πιο ψηλά για να βρεθώ στη ρίζα του φαραγγιού, από όπου θα αρχίσει η κατάβασή μου ώς το τέρμα του.

*
Το φαράγγι του Χαυγά, είναι ιδιαίτερα όμορφο και με χαρακτηριστικούς βραχώδεις σχηματισμούς, οι οποίοι οφείλονται σε σπάνια γεωλογικά χαρακτηριστικά. Σε πολλά σημεία οι βράχοι φιλοξενούν «εικαστικές» δημιουργίες της φύσης που σμίλεψαν στο πέρασμα του χρόνου ο άνεμος και το νερό.
Είναι σχετικά μικρό σε μήκος και το πέρασμα μέσα από την κοίτη του ποταμού είναι πολύ εύκολο ακόμη και για αρχάριους πεζοπόρους.
Όταν επιτρέψω στο χωριό θα έχω μια δεύτερη συνάντηση με τους ντόπιους, στους οποίους θα περιγράψω την περιπέτειά μου και θα ζητήσω πληροφορίες. Λίγοι ανταποκρίνονται στο αίτημά μου. Προφανώς το φαράγγι δεν είναι στις προτεραιότητές τους…
Όταν όμως ζητήσω μιαν εξήγηση για το παλιό χωριό της Καλαμαύχας που λεγόταν Ψαθί, όλοι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα μου πουν τα καλύτερα για δαύτο.
Αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το βρω. Είναι σχεδόν άγνωστο, για να μην πω απλησίαστο. Καθώς αποχωρώ από τον κεντρικό πυρήνα του χωριού διακρίνω σε μια απρόσιτη πλαγιά έναν τριχάρακο βράχο, στη βάση του οποίου κυματίζει η γαλανόλευκη.
Το τοπίο είναι επιβλητικό με ιδιότροπα χαράκια, μοναδικά σχήματα και χρώματα, από τα ωραιότερα στην Κρήτη.
Στρέφομαι από έναν χωματόδρομο προς την κατεύθυνσή του και χάνομαι μέσα σε ένα πολυδαίδαλο σύστημα μονοπατιών που οδηγούν σε πολλαπλούς ελαιώνες κι αμπέλια.
Κατεβαίνω από το αμάξι κι αρχίζω το ψαχτήρι. Βλέποντας τον τρικάταρτο βράχο παίρνω στα τυφλά ένα ανηφορικό όχτο και βρίσκομαι μπροστά στο αδιέξοδο. Λίγο πιο πάνω κυματίζει η σημαία με το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, το οποίο δεν μπορώ να προσεγγίσω.
Εγκαταλείπω τον αγώνα μου και ψάχνω διέξοδο προς το αυτοκίνητο.
Τότε εντελώς τυχαία πέφτω πάνω στο παλιό χωριό που είναι ερειπωμένο σαν ένα ευφάνταστο μυστήριο με όλα τα οικοδομικά του καλούδια.
Διάδρομοι, μεσαιωνικά χτίσματα, στέγες μισογερμένες, φούρνοι, σκαλωσιές παλαιού τύπου, δομικά υλικά μιας άλλης εποχής και διάφορα άλλα χρηστικά σκεύη και αντικείμενα, πεταμένα φύρδην μίγδιν δημιουργούν την εντύπωση ότι εδώ πέρα κατοικούσαν άνθρωποι μέχρι πριν από λίγο καιρό κι ωστόσο ο τόπος φαντάζει απροσπέλαστος…
Γυρίζω ενθουσιασμένος από την ανακάλυψή μου στο αυτοκίνητο. Αλλά μέχρι να το βρω έχω βυθιστεί στην εποχή από την οποία έρχομαι.
Ύστερα κατευθύνομαι στο τέρμα του πυκνού ελαιώνα και φτάνω στο εξωκλήσι της Παναγίας. Πρόκειται για ένα ασύλητο ναρθηκάκι με γνήσιο πρωτότυπο τέμπλο και παλιές εικόνες.
Είναι θαύμα πως έχει απέξω το κλειδί και μέσα είναι αφύλαχτο.
Από το δρομάκι που θα με βγάλει στο χωριό κι ενώ η μέρα γέρνει, λέω να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου. Σε ένα θαυμάσιο μπαλκόνι απόπου φαίνεται καθαρά ο μονόλιθος βράχος του αρχαίου Κάστελου διακρίνονται επίσης και τα 225 (ή 227) σκαλοπάτια που βγάζουν στην κορυφή του όπου και το σπηλαιώδες εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής.
Ένα ζευγάρι Γάλλων δίπλα μου έχει βουτήξει στα παντζάρια και προσπαθεί να ερμηνεύσει στη γλώσσα του τη νοστιμιά των κρητικών ζαρζαβατικών.
Η κόρη του ταβερνιάρη προσπαθεί να τους εξηγήσει, ενώ ο ίδιος ο εστιάτορας πήρε να μου περιγράφει πάλι το φριχτό δυστύχημα του ’72, καθώς το μυαλό του – όπως και του καθένα χωριανού – είναι ακόμη καρφωμένο εκεί και δεν μπορεί κανένας να το λησμονήσει.
Θα φύγω από την Καλαμαύχα με τα πιο αντιφατικά συναισθήματα και με τις πιο δυνατές και ωραίες εικόνες του ορεινού Λασιθιώτικου πλανήτη.
Επισημείωση: Η Καλαμαύχα βρίσκεται σε απόσταση 15 περίπου χιλιομέτρων από την Ιεράπετρα σε βορειοδυτική κατεύθυνση κι είναι κτισμένη σε δυο λόφους κάτω από τη Μεγάλη Κορυφή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το