Πολιτισμός

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου: Ένας ποιητής οφείλει να αναζητήσει τις φωνές αλλά και τις σιωπές κι άλλων ποιητών

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Διδάσκει δημιουργική γραφή στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο.
Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με το δοκίμιο, με δημοσιεύσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές: Λυπημένες μαργαρίτες (εκδ. Εγνατία, 1986), Το τρίπτυχο του φέγγους (1993), Εν τη ρύμη του νόστου (εκδ. Αρμός, 1999), Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (εκδ. Καστανιώτη, 2004), Όροφος μείον ένα (εκδ. Καστανιώτη, 2008, β’ έκδ. 2009), Το επιδόρπιο (εκδ. Κέδρος, 2012, γ’ έκδ. 2013). Το επιδόρπιο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο. Αφόρετα θαύματα (εκδ. Κέδρος, 2017).
Έχει επίσης εκδώσει τα μελετήματα: Εν αναμονή (Συμμετοχή στον συλλογικό τόμο «Ακροατής Οριζόντων Προσεγγίσεις στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη»), (εκδ. Γαβριηλίδης, 2004), Συρραπτική του Προσώπου – Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη (εκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012), Πέραν της γραφής – Δοκίμια για την ποίηση (εκδ. Κέδρος, 2015), Στους πίσω κήπους μίας λέξης, δοκίμια κριτικής (εκδ. Ρώμη, 2019). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε γεν. γραμματέας, και του Κύκλου Ποιητών.

Συνέντευξη ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Η ποιητική σας συλλογή με τίτλο «Αφόρετα θαύματα», Κέδρος 2017. Δώστε μας κάποια στοιχεία.
Θαύματα καλοραμμένα και λευκά, παραγγελία τελειωμένη στα μέτρα της ψυχής, αιωρούμενα και ερχόμενα, ανέγγιχτα ωστόσο και αφόρετα προς το παρόν, σε μια περίεργη αντιστροφή, αφού αυτά αφίχθησαν μα λείπουμε εμείς. Τα θαύματα που ευχόμασταν – ω του θαύματος – κατέφθασαν και εν αναμονή τελούν του σώματος που θα τα αναδείξει. Μόνο που το σώμα αυτό άλλοτε είμαστε εμείς κι η ακαθόριστη ύλη μας, άλλοτε το σώμα του κειμένου, κάποτε όμως και το σώμα μιας πατρίδας κυριολεκτικής και μεταφορικής, γενέτειρα και καταγωγή, απ’ την οποία αδικαιολόγητα ακόμα απουσιάζουμε. Η παιδική ηλικία ανεβασμένη σε σκαμνάκι παίζει εξ αποστάσεως, ο Πόε συμπονά εκείνους που αγνοούν το Ελντοράντο, ένα σκιάχτρο χάνει το φωτοστέφανό του, ένας κλέφτης εξομολογείται πως κλέβει μόνο την αφή, ο Ιησούς απολύει τον άγγελο, η Σελανίκ υποδέχεται κι η Σαλονίκη καίγεται, ένας καπνοδοχοκαθαριστής, μια αρχαιολογία ιδιωτική και ένα γραφείο «Αγοράς Χρυσού» μας πληροφορούν ότι «εκβάλλει η τυφλότητα από βαθύ πηγάδι», οι δεύτερες σκέψεις πως «ό,τι δεν μας συναντά / αυτό στο τέλος / μας διασχίζει» και ο υαλικός δεκαπεντασύλλαβος μαζί με τον Παπαδιαμάντη πως «βεβαιότητα καμιά / σκοπό δεν το ’χει να μας χαριστεί / ολισθηρότητα καμιά / σκοπό δεν το ’χει να μας παρακάμψει». Αλλά και ποιήματα ποιητικής, γιατί νοσεί και νοσηλεύεται ο ποιητής μα παίρνει κάποτε εξιτήριο. Και τέλος μια μετά θάνατον αρχή σαν σχέδιο διάσωσης ή όπως λέμε: «Χτυπώ τον χρόνο για να μπω / τη γυάλινή του συγκατάθεση γυρεύω».

Έχετε εκδώσει εφτά ποιητικές συλλογές. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στην ποιητική φόρμα;
Η ποίηση δεν μοιράζει κλειδιά, ούτε επιδέσμους και παυσίπονα. Είναι όμως η απόλυτη και ιερότερη γλώσσα της ελευθερίας και της αλήθειας. Κάνεις τον σταυρό σου και μπαίνεις στον πρόναο, μετά προχωράς στον ναό και από εκεί ίσως ακούσεις τις φωνές του Καρούζου ή του Τσελάν να έρχονται από το ιερό. Αυτό με γοητεύει.

Ποια θαύματα μπορεί να είναι «Αφόρετα»;
Αυτά που, ενώ αφίχθησαν, δεν τολμήσαμε ν’ απλώσουμε τα χέρια μας να τα αγγίξουμε. Διστάζουμε κάποτε να ξανοιχτούμε στο άγνωστο. Πιο δύσκολο λοιπόν κι από τον ερχομό του είναι η αποδοχή του θαύματος με έναν τρόπο φυσικό. Η συνήθεια μάς καθηλώνει συχνά σε μιαν ηττοπαθή και μίζερη αναμάσηση της δυστυχίας ως γνώριμης συνθήκης της ζωής μας που μας επιτρέπει να παραμένουμε στην ασφάλεια του οικείου σκοταδιού κι ας είναι αυτό που αργά-αργά μας εξοντώνει. Είτε ως ήρωες είτε ως θύματα έχουμε μάθει να το ψηλαφούμε και να κυκλοφορούμε άνετα μέσα σ’ αυτό δίχως να σκοντάφτουμε. Η άφιξη του θαύματος ενδέχεται ν’ ανοίξει απότομα τα κλειστά μας παράθυρα κι από το ξαφνικό φως να τυφλωθούμε. Τα ξανακλείνουμε γρήγορα κι αφήνουμε το θαύμα να εκκρεμεί χωρίς παραλήπτη.

Συχνά ακούμε ότι υπάρχει παραφιλολογία σχετικά με τα βραβεία των ποιητικών συλλογών. Ποια η δική σας τοποθέτηση;
Ο θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντικός, καθώς έρχεται να δικαιώσει ένα έργο που ωστόσο πορεύεται τον δικό του μοναχικό δρόμο και έχει ήδη κατά τη διάρκεια της δημιουργίας προσφέρει στον ποιητή την ικανοποίηση μέσα από την πληρότητα της ίδιας της γραφής. Και εδώ επιτρέψτε μου να δανειστώ την άποψη του Ορέστη Αλεξάκη: «Πρόκειται για θεσμούς καλών προθέσεων. Βέβαια, στο στάδιο της εφαρμογής τους «εμπλουτίζονται», όπως είναι φυσικό, με τα εκάστοτε χαρακτηριστικά των ανθρώπων που τους εφαρμόζουν».

Η ποίηση δεν έχει πολλούς αναγνώστες επειδή δεν υπάρχουν καλά ποιητικά βιβλία;
Δεν πιστεύω πως είναι αυτός ο λόγος. Υπάρχουν πολλές αξιόλογες ποιητικές συλλογές, ωστόσο η ποίηση είχε ανέκαθεν το δικό της κοινό και απευθύνονταν σε ανθρώπους που είχαν ήδη διανύσει μια πορεία. Άλλο είναι το θέμα. Η ποίηση είναι δύσκολη και σε καμία περίπτωση δεν είναι βόλτα στη λιακάδα ούτε κατασκευαστικό παιχνίδι συναρμογής λέξεων, αλλά ολοσχερές ξερίζωμα που σε θέλει γυμνό από προσχήματα και βεβαιότητες. Είναι μια διαρκής διακινδύνευση. Σε καλεί μονίμως να αμφισβητείς τα δεδομένα και να τολμάς να οδηγήσεις στο αντίθετο ρεύμα, σε θέλει ακόμα ανυπεράσπιστο και ευλαβή, αλλά την ίδια στιγμή να τρομοκρατείς τους ανυποψίαστους με την αλήθεια που θα φέρεις στο φως. Τα υπόλοιπα είναι μελό που στοχεύει απευθείας στο θυμικό και εξαντλείται στο εύρημα. Με την ποίηση δεν επουλώνεται τίποτα, αντιθέτως σε βοηθά να ξεντυθείς την πόζα και τα ψέματα. Ε, μετά από όλα αυτά αντιλαμβάνεστε πως το κοινό πρέπει να είναι πολύ εκπαιδευμένο και ανθεκτικό.

Πότε ένα ποίημα είναι άξιο έκδοσης;
Όταν νιώσεις πως έχει λόγο ύπαρξης όχι ως λύτρωση προσωπική, αλλά ως ανοιχτή δυνατότητα που αφορά και άλλους ή αλλιώς αν αισθανθείς ότι το ποίημα μπορεί να βγάλει το ψωμί του μόνο του. Βέβαια ισχύει και αυτό που υποστηρίζει ο Παπαδίτσας, ότι δηλαδή «το ποίημα δεν θα πρέπει να τελειώνει στον τελευταίο του στίχο, αλλά στο τελευταίο απόθεμα δεκτικότητας του άλλου».

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την ελευθερία.

Έχετε εντρυφήσει μέσα από βιβλία σας και σε έργα άλλων ποιητών. Πόσο απαραίτητο εργαλείο είναι για έναν ποιητή η ανάγνωση άλλων ποιητών;
Ένας ποιητής οφείλει να αναζητήσει τις φωνές, αλλά και τις σιωπές κι άλλων ποιητών με την έννοια του να αντιληφθεί όλους τους τρόπους, συνειδητούς ή όχι, με τους οποίους σπάνε τις συμβάσεις και εγκαινιάζουν νέους κανόνες αισθητικής. Όταν μελετάς το έργο άλλων, μετέχεις στη μυστηριακή τελετή μιας αποκάλυψης όχι με την έννοια της χειρουργικής επέμβασης επάνω στο ζωντανό ποιητικό σώμα, αλλά με την έννοια της εξοικείωσης με το τρομερό που απειλεί όλους.
Είναι μια μαθητεία σπάνια που σε κάνει ταπεινό και ταυτόχρονα περήφανο που ανήκεις κι εσύ στην πλευρά εκείνων που έχουν την ψευδαίσθηση πως αντιστέκονται. Σε κάθε περίπτωση διδάσκεσαι και ελευθερώνεσαι.

Πόσο δύσκολο είναι να είναι αυθεντική και χωρίς επιρροές η γραφή;
Χρειάζεται χρόνος πολύς, δουλειά και σοφία, για να κατορθώσεις να ενσωματώσεις παραγωγικά τις όποιες επιρροές και στην πορεία ν’ αρχίσει να σχηματίζεται το δικό σου ηχόχρωμα.

Σχεδιάζετε να γράψετε μεγαλύτερης φόρμας βιβλία;
Δεν είναι στα σχέδιά μου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ψυχή και οι ανάγκες της.

Γράφετε κάτι καινούργιο;
Είναι υπό έκδοση μια νέα ποιητική συλλογή, καθώς και ο δεύτερος τόμος δοκιμίων για την ποίηση με τον τίτλο «Πέραν της γραφής II» από τις εκδόσεις Κέδρος.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το