Άρθρα

Ευκαιρία να μιλήσουμε για όλα και για τίποτα

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ναι, κάποτε έρχεται η ώρα που θέλεις να πεις έναν λόγο για το τίποτα, έτσι μονολογώντας κι αυτοσχεδιάζοντας πάνω στον καμβά της τύχης που θέλει να μπει, αμείλικτη επισκέπτρια, στη μικρή σου περιοχή για να εισπράξει τα ρέστα από διαμαρτυρημένα γραμμάτια.
Τα ρέστα, που έτσι τα λένε στη γλώσσα των ρεμπεσκέδων, δεν είναι παρά τα λύτρα των κειμηλίων μιας ζωής, που αναδύεται από τα βάθη του ατομικού σου χρέους. Ευκαιρία λοιπόν να πούμε λίγα λόγια για το τίποτα, έτσι όπως βγαίνει από τα ψιλολόγια της λιανής ζωής, που θεωρείται παρακατιανή, αποκληρωμένη ή απόπαιδο της λαμπρής φαμίλιας του λόγου…
*
Και πρώτα απ’ όλα η ίδια η μνήμη. Είναι η κληρονόμος των πεταμένων κουρελιών που κομμάτι με κομμάτι σου φτιάχνει ένα πάτσγουορκ γεμάτο στάμπες από ρετάλια και μπαλώματα. Αλλά μπορεί και να σχεδιάσει επαγωγικά μια πρωτότυπη τουαλέτα πολλαπλών χρήσεων. Βραδινής, ανοιξιάτικης ή και νεκρώσιμης τελετής που θα ταιριάζει με όλα τα γούστα. Και για όλες τις εκδηλώσεις του δημόσιου βίου.
*
Έπειτα είναι ο χρόνος. Αυτός ο μπαμπέσης κι αμετανόητος τύραννος που διαφεντεύει τη ζωή μας με το ρολόι του να πηγαίνει συνέχεια μπροστά. Εγώ, που λέτε, στο γραφείο μου έχω ένα περίφημο σκαλιστό ρολόι τοίχου που επίτηδες το διατηρώ δίχως μπαταρία, για να μένει πάντα σταματημένο. Μ’ ενοχλεί βέβαια η ίδια ώρα που δείχνει, αλλά την προτιμώ από την ταχύτητα με την οποία μου υπενθυμίζει – το ρολόι – τη σχέση του με τον χρόνο.
*
Τα βράδια νιώθω κάποιαν εντροπή σαν κάνω απολογισμό της μέρας. Ντροπή που προσπέρασα τρεις τέσσερις επαίτες, δίχως να γυρίσω το κεφάλι μου στο «πρόβλημά» τους: «Μια βοήθεια, καλέ κύριε»… Ο καλός κύριος, αυτός δηλαδή που είμαι εγώ, στρίβω αλλού το κεφάλι, όχι για να αποφύγω τη βοήθεια, που έτσι κι αλλιώς ασήμαντη θα έχει συνέπεια, αλλά γιατί με ενοχλεί ο τρόπος που είναι στημένος ο επαίτης ή η ζητιάνα με το τσαλακωμένο μουτράκι του μωρού της, και πλαδαρίζει την ίδια κάθε φορά που θα περνά ο κάθε καλός κύριος, φράση: «Μια βοήθεια, καλέ κύριε»…
Δε μ’ ενοχλεί η φράση, που είναι σε κασετόφωνο, ούτε η στάση και ο μορφασμός του επαίτη. Μ’ ενοχλεί η δικιά μου ανοσία στην πρόσληψη του ίδιου καθημερινού φαινομένου. Η διαστροφή της στροφής του κεφαλιού στην άλλη μεριά της επαιτείας που βέβαια έχει καταντήσει επάγγελμα. Αλλά ενώ μπορεί να είναι επάγγελμα για τους επαίτες, για μένα είναι κάτι παραπάνω η αποστροφή της κεφαλής από το γεγονός της επαιτείας που την ξεπερνώ με ελαφρά και όχι βαριά την καρδιά της συνενοχής και της αδιαφορίας. Γι’ αυτό και η βραδινή ντροπή. Που αναμασά την αποστροφή κι ανακαλεί την έλλειψη κάθε αιτιολογίας στο δήθεν απολογητικό μου υπόμνημα.
*
Μίλησα για τους επαίτες και την ντροπή που νιώθω, όταν αποστρέφω το πρόσωπό μου από το φαινόμενο της επαιτείας. Αλλά δεν είπα τίποτα για την ανώτερη μορφή, όχι της επαιτείας ούτε της ζητιανιάς (άλλο το ένα κι άλλο το άλλο), αλλά της ανταπόδοσης, της έννοιας εκείνης δηλαδή που εγκλείεται στον όρο «προσφορά». Τι θέλω να πω: Κάθε πρωί ο Φώτης, ένας «ξένος» μέσα στην πόλη του – μακαρίτης πια -περνούσε από το φωτογραφείο του Κώστα, έλεγε μια καλημέρα κι άφηνε πάνω στον πάγκο ένα δεκάλεπτο του ευρώ. Ύστερα έφευγε δίχως κάτι να προσθέσει, και πάντα μ’ ένα τρυφερό καλημέρα που συνόδευε το βήμα του προς την άγνωστη κι ακατανόητη για τους πολλούς καθημερινότητά του. Ο Φώτης ήταν επαίτης; Σαφώς όχι! Ήταν ζήτουλας; Ποτέ! Ήταν κάτι άλλο που δεν μπορούσε ν’ ανακαλύψει στο πρόσωπό του μια πόλη ολόκληρη; Μάλλον.
Αλλά η σημασία της πράξης του αυτής, ν’ αφήνει δηλαδή κάθε μέρα ένα συμβολικό δεκάλεπτο από τον αξιακό του σάκο αμανάτι στη χρηματιστηριακή ζωή μας, μήπως ενείχε τον χαρακτήρα της ανταπόδοσης των οφειλομένων στην προσωπικότητά του;
Λέω, μήπως…
*
Βγαίνω ύστερα στην πόλη. Και περπατώ. Συνήθειο αιώνων. Από τα κιτάπια της ιστορίας ίσαμε το κορδόνι κι από κει έως το γραφείο μου. Κάποτε νιώθω την ανάγκη να ουρήσω. Δεν βλέπω μήτε ένα σημάδι που θα με οδηγήσει σε κάποιο δημόσιο (δημοτικό, θέλω να πω) στέκι, να ξαλαφρώσω.
Η πόλη μου είναι πολιτισμένη. Έχει καφετέριες πλήθος, μπαράκια, σουβλερί, προποτζίδικα, μάρκετ, τράπεζες, περίπτερα, γραφεία (εξυπηρετήσεων και διευκολύνσεων) και βέβαια η πόλη μου έχει δρόμους, πλατείες, παραλία, σκάφη, εκκλησιές, έχει και δημαρχείο (πώς θα διοικηθεί;), έχει υπαλλήλους, τραπεζίτες, γιατρούς, μηχανικούς, δικηγόρους, ασφαλιστές και τι δεν έχει…
Τι δεν έχει; Mα το αυτονόητο! Ουρητήρια…
Τι χρειάζονται σε μια κοινωνία χιμπατζήδων; Έτσι κι αλλιώς οι τελευταίοι ουρούν οπουδήποτε…
*
Και νάσου από μια γωνιά η καθιερωμένη πορεία των φοιτητών. Που διέρχονται τις κεντρικές οδούς της πόλης ανακρατώντας πανό, συνθήματα και ιαχές. Όλα φύρδην μίγδην.
Οι φοιτητές διαμαρτύρονται και αποκλείουν τη συγκοινωνία. Δικαίωμά τους. Αγαθό αναφαίρετο η διαμαρτυρία.
Σήμερα εξεγέρθηκαν και διαμαρτύρονται για τις συνθήκες κράτησης του Κουφοντίνα. Αύριο για τις αποφάσεις του υπουργού, μεθαύριο για τον αποκλεισμό του πρύτανη και πάει λέγοντας. Βέβαια μέσα στο ρεπερτόριό τους δεν μπορεί να λείπει και μια (ή πολλές) διαμαρτυρίες για τη «διαμαρτυρία»… Οι φοιτητές και άλλα εξωσπουδαστικά στοιχεία, πριν ή μετά τον απολαυστικό καφέ τους – καλή τους ώρα – σου λένε δεν πιάνουμε και τους δρόμους, θα βρούμε βρε αδερφέ κι ένα θέμα, ν’ αποκλείσουμε την πόλη, έτσι για να βρούνε διέξοδο και κάποια ζουμιά από το νεανικό βραστήρι του θυμικού μας;…
*
Για να πιάσουμε μια από όλες αυτές τις φοιτητικές διαμαρτυρίες. Αυτή για τον Κουφοντίνα. Δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο. Καταδικασμένος είναι, εγκάθειρκτος και πληρώνει για τις πράξεις του. Δικαίωμά του να ζητά καλύτερες συνθήκες κράτησης. Δικαίωμά του να βγαίνει στα κανάλια ως άλλος ήρωας… Δεν είναι όμως δικαίωμά του να ζητάει μεταγωγή, εκεί όπου θέλει. Δεύτερο: Δικαίωμά του να κάνει απεργία πείνας. Κανένας δεν μπορεί να του τη στερήσει. Οι φοιτητές όμως με την επικουρία κάποιων ψυχοκοινωνικών ανθρωπολόγων (!) ζητούν διαμαρτυρόμενοι την αποδοχή των αιτημάτων του.
Είναι εύλογο, δίκαιο, θεμιτό και θεσμοθετημένο, να ζητούν την παράκαμψη του νόμου (μόνο για την περίπτωσή του;) μόνο και μόνο γιατί κινδυνεύει η υγεία ενός κρατουμένου (όχι οποιουδήποτε) από την απεργία πείνας, την οποία ο ίδιος επέλεξε ως αμυντικό (και συνάμα επιθετικό) μέτρο;
Πάμε στο τρίτο και σπουδαιότερο: Στις φυλακές τoυ Μαλανδρίνου κρατείται ένας φουκαράς, ναρκομανής, που κατηγορείται από την αστυνομία για την κακουργηματική πράξη πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών και δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Δεν έχει λεφτά ούτε για δικηγόρο, ούτε για να υποβάλει αναφορές, αιτήματα και απειλές κατά του συστήματος, ζητώντας καλύτερες συνθήκες κράτησής του. Δεν είναι διάσημος. Δεν έχει διαπράξει φόνους. Δεν του προσήψε κανείς αντικοινωνικότητα. Είναι άρρωστος. Μέρα με τη μέρα λιώνει στη φυλακή. Θέλει μεταγωγή σε νοσοκομείο. Πρέπει να μεταχθεί ως κρατούμενος σε πανεπιστημιακή κλινική. Τι του λένε; Δεν έχουμε να διαθέσουμε δυο όργανα για την 24ωρη φύλαξή του στο νοσοκομείο…
Ο κρατούμενος λοιπόν αυτός δεν έχει φωνή. Δεν έχει πίσω του καμιά κουστωδία ομοϊδεατών και συγγενών πολιτικών φίλων. Δεν έχει συνεπώς πέραση το πρόβλημά του. Δεν είναι επώνυμος και γι αυτό δεν τον ακούει κανείς…
Οι φοιτητές πού είναι γι’ αυτόν;
*
Στις φυλακές Κορυδαλλού ένας υπόδικος περιμένει τη δίκη του. Κατηγορείται για κατάχρηση σε βάρος του δημοσίου σε βαθμό κακουργήματος. Πήρε κάποια δάνεια, ενώ δεν τα δικαιούνταν. Τα έφαγε. Και τώρα τον «τρώνε».
Είναι ταπί, αλλά όχι ψύχραιμος. Περιμένει τη δίκη του, ενώ ξέρει ότι κι αν καταδικαστεί, σε οποιαδήποτε ποινή θα είναι είτε εξαγοράσιμη είτε μετατρεπτή με τις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου για την ελάφρυνση των Φυλακών.
Ωστόσο σήμερα κρατείται και μάλιστα στο τρίτο (!) υπόγειο κατάστρωμα της φυλακής του Κορυδαλλού, δίχως την ελάχιστη επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Φωνάζει. Διαμαρτύρεται. Αλλά ποιος τον ακούει. Ωστόσο δε σκέφτηκε ποτέ του να κάνει απεργία πείνας και να φωνάξει τα κανάλια, για να τον βγάλουν στον αέρα.
Και τούτο γιατί δεν έχει μπάρμπα στην πολιτική Κορώνη…
Οι φοιτητές πού είναι και γι’ αυτόν;

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το